Στα κινηματογραφικά «προσεχώς» είναι και η νέα ταινία του Μίκαελ Χάνεκε. Το όνομα αυτής, Happy End. Και κάθε φορά που έρχεται στο μυαλό ο τίτλος αυτός, Happy End, ο Χάνεκε μοιάζει να είναι κρυμμένος σε κάποια γωνία του δωματίου και να μας κλείνει ειρωνικά το μάτι.
Ως ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες εν ζωή, ο Χάνεκε, έχει μια ταυτότητα δική του, ένα σήμα κατατεθέν που στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι του σαν φωτοστέφανο. Κι αυτό το σήμα κατατεθέν ουδεμία σχέση έχει με κανένα Happy End. Το happy end, αυτό που ζούνε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα δίνει μια απάντηση οριστική. Είναι αυτό το «καλά» που απαντάς κάθε πρωί στο γραφείο μπας και το πιστέψεις και συ. Είναι μια ψεύτικη υπόσχεση ευτυχίας, σχεδόν αθανασίας.
Στον κόσμο όμως του Χάνεκε, δε χωράνε οι απαντήσεις. Χρόνια τώρα θέτει μόνο ερωτήσεις. Και σίγουρα η ευτυχία δεν έχει θέση στον κόσμο του. Το αντίθετο. Ολόκληρος ο κόσμος του υποφέρει γιατί σαπίζει. Και σ’ ένα κόσμο που σαπίζει, αργά και σταθερά, πέφτει και γκρεμίζεται κι η ευτυχία των πρωταγωνιστών. Μέχρι να καταλάβεις πως πρόκειται για μια ευτυχία που δεν υπήρξε ποτέ. Κι ούτε θα μπορούσε να υπάρξει σ’ ένα κόσμο σάπιο.
Ο ίδιος κόσμος, το ίδιο μοτίβο, έρχεται και ξαναέρχεται σε κάθε του ταινία, σα ρόδα σε λούνα παρκ που χάλασε και δε σταματάει να γυρνάει γύρω γύρω.
Ο Κρυμμένος, 2005
Ένα κρυφτό για ενήλικες σε ένα κόσμο που λιμνάζει στη μεσοαστική ρουτίνα του. Μια ταινία που έχει ανεβάσει τον Χάνεκε στο πάνθεον των προφητών. Μια ταινία για την ξενοφοβία, λίγα μόνο χρόνια πριν την νιώσουμε για τα καλά στο πετσί μας.
Ένας τηλεπαρουσιαστής λογοτεχνικής εκπομπής ζει ευτυχισμένος με τη γυναίκα του και τον έφηβο γιο τους. Καλλιεργημένος, με κουλτούρα κι ενδιαφέροντα. Κι αυτός και η γυναίκα του το ίδιο. Μέχρι που μια μέρα εμφανίζονται κασέτες και γράμματα μπροστά στην είσοδο του σπιτιού του. Κάποιος παρακολουθεί το σπίτι του και το γράφει σε κασέτες. Ένα άγρυπνο μάτι βρίσκεται έξω από την πόρτα του και ρουφάει με λαιμαργία τη ζωή του. Και μαζί με τις κασέτες είναι και κάτι κάρτες μ’ ένα ανθρωπάκι ζωγραφισμένο να κόβει το λαιμό του και κοκκινάδια αίματος, από μπογιά κι αυτά, να ξεπετάγονται.
Η ταινία ξεκινάει σαν θρίλερ, μ' ένα ερωτηματικό, μια φιτιλιά. Στα χολιγουντιανά θρίλερ έχει κομμένα κεφάλια, αίμα να χορταίνει το μάτι και πράματα να πετάγονται από ντουλάπες και να κόβουν την ανάσα. Εδώ, τα υλικά της φωτιάς είναι άλλα. Κι η φύση της γίνεται αμέσως αντιληπτή. Η ζωή του διάσημου τηλεπαρουσιαστή γίνεται άνω κάτω. Και λένε ότι όσο ψάχνεις βρίσκεις. Κι ο τηλεπαρουσιαστής ψάχνει και βρίσκει κάτι μυστικά θαμμένα από χρόνια. Μια ένοχη ιστορία από τα παιδικά του χρόνια, κρυμμένη απ’ όλους και απ’ όλα. Κάποτε οι γονείς του αποφασίσανε να υιοθετήσουν το παιδί Αλγερινών που δουλεύανε στο κτήμα τους, όταν οι γονείς του σκοτωθήκανε σε πορεία από ρατσιστές. Ε, κι εκείνος ζήλευε, δε μπορούσε να μοιράζεται την αγάπη. Και είπε και κάτι ψέματα και το παιδί το διώξανε. Έξω από την αγία οικογένεια κι από την ευκαιρία να ευτυχήσει. Δεν έφταιγε; Παιδί ήταν ακόμα. Ή μήπως έφταιγε;
Και κάπως έτσι, χωρίς πολλά πολλά, δεν ξέρεις πια ποιος είναι ο Κρυμμένος. Μια πρόχειρη, εύκολη απάντηση υπαγορεύει πως είναι δύο οι Κρυμμένοι. Κρυμμένος είναι αυτός που τρομοκρατεί την οικογένεια του παρουσιαστή, που κρύβεται πίσω απ’ τις κασέτες και τις κάρτες με τα αίματα και τον κατηγορεί για κάτι που ,στο κάτω κάτω, δεν πιστεύει ότι έχει κάνει. Είναι κι άλλος όμως Κρυμμένος, ο τηλεπαρουσιαστής. Κρυμμένος κάτω από ένα μανδύα κουλτούρας. Ευγενικός, ευγενής σε όλα του. Κρυμμένος, προστατευμένος από τύψεις κι από ενοχές. Και ρατσιστής ούτε κατά διάνοια. Ξενοφοβικός; Δε γίνεται, ούτε κατά διάνοια.
Δασκάλα του Πιάνου, 2001
Ο Μίκαελ Χάνεκε μας χτυπάει χωρίς οίκτο. Παίρνει το σοκαριστικό μυθιστόρημα της Νομπελίστριας Ελφρίντε Γέλινεκ και το μετατρέπει σε μια ανελέητη κριτική για τα ήθη ενός κόσμου που παρακμάζει. Η Ελφρίντε Γέλινεκ μίλησε για μια γυναίκα, μια πιανίστρια που στα 40 της ζει ακόμα με τη μητέρα της. Δεν ξέρει πώς να αγαπήσει γιατί τόσα χρόνια μόνο τη μάνα της αγαπάει. Κι έτσι, με όχημα την ιστορία μιας γυναίκας καταπιεσμένης από τα πρέπει κι από την αγάπη για τη μάνα, η Γέλινεκ μας χαρίζει απλόχερα ένα απίστευτα επίκαιρο φεμινιστικό μανιφέστο.
Κι όμως ,ο Χάνεκε, ενώ ακολουθεί (σχεδόν) πιστά το βιβλίο δεν παίρνει θέση. Η Έρικα (η δασκάλα του πιάνου) και η μάνα έχουν μια σχέση που ισορροπεί ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Η Έρικα δεν πρέπει να αφήσει τον εαυτό της να αγαπήσει, έχει την καριέρα της και τη μητέρα. Τρέχει σε κινηματογράφους πορνό και τραυματίζει τον εαυτό της. Νομίζει πως βρίσκει την ηδονή στον πόνο και κλείνει ερμητικά την πόρτα στην αγάπη. Όλα αυτά μέχρι να βρεθεί στο δρόμο της ένας νεαρός και γοητευτικός μαθητής και να τη διεκδικήσει πεισματικά. Κι όμως, ο Χάνεκε δε μιλάει για τη γυναίκα θύμα της κοινωνίας, όπως η Γέλινεκ. Δε δίνει απαντήσεις. Θύμα και θύτης δεν υπάρχει. Στον κινηματογράφο του δε χωράνε σχηματικές αντιθέσεις. Δεν υπάρχει ο μαλάκας άντρας και η αδικημένη γυναίκα. Η Έρικα και ο μαθητής τραυματίζουν και πονάνε ο ένας τον άλλον διαδοχικά, σε έναν έρωτα που δε μπορεί να φτουρήσει. Και όσο και αν ψάξει κανείς για θύτη και θύμα ανάμεσα στα δύο μέρη του ζεύγους δε θα τα βρει. Θύτης είναι η κοινωνία και οι συμβάσεις της. Καλά καταλάβατε, διέξοδος δεν υπάρχει πουθενά.
Η Γέλινεκ τοποθετεί την ιστορία στη Βιέννη. Και τη μετατρέπει σε πρωταγωνίστρια. Η Βιέννη είναι ένας ακόμη θύτης και φορέας καταπίεσης. Η ιστορία του Χάνεκε δεν έχει τόπο, μόνο χρόνο, το σήμερα. Δεν τον ενδιαφέρει η Βιέννη, καμιά Βιέννη. Δεν τον ενδιαφέρει καμία πόλη και ταυτόχρονα τον ενδιαφέρουν όλες. Θέλει να μιλήσει για ένα σύγχρονο κόσμο φτιαγμένο σαν λαβύρινθο. Από σινεμά πορνό σε αυτοτραυματισμό, από καταπίεση σε μεγαλύτερη καταπίεση.
Κι ίσως ο Χάνεκε εδώ να μεταχειρίζεται μέσα ακραία. Η σύγχρονη κοινωνία δε μας μετατρέπει όλους σε άκαρδους σαδομαζοχιστές. Το ξέρει ότι πρέπει να σηκώσεις πολλές πέτρες για να βρεις ένα και μόνο άκαρδο σαδομαζοχιστή θύμα της κοινωνίας. Αλλά η μυστική συνταγή μιας επανάστασης δεν περιλαμβάνει και λίγη υπερβολή;
Λευκή Κορδέλα, 2009
Ο πλήρης τίτλος της ταινίας είναι «Η Λευκή Κορδέλα: Μια Ιστορία για τα Παιδιά της Γερμανίας». Και ο Χάνεκε έρχεται με φόρα να διαψεύσει όσους πιστεύουν στα αθώα παιδικά μάτια.
Η υπόθεση αφορά τη ζωή σ’ ένα χωριό στη Γερμανία στα πρόθυρα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και η ζωή κυλάει ομαλά, με τον Πάστορα να ξυλοκοπεί τα έφηβα παιδιά του για τις «αμαρτίες» τους, το γιατρό να πασπατεύει την κόρη του και διάφορες άλλες τέτοιες πράξεις του «Θεού». Ώσπου μια μέρα, η καθημερινή αυτή ευτυχία του χωριού αρχίζει να διαταράσσεται. Εγκλήματα ξεκινάνε να συμβαίνουν σωρηδόν, ο γιατρός γκρεμοτσακίζεται γιατί κάποιος παγίδευσε το άλογο του, μια αποθήκη παίρνει φωτιά, παιδιά χάνονται και βρίσκονται τραυματισμένα. Ξαφνικά, ο θεός αγνοείται και κάποιος έχει πάρει τη θέση του. Κάποιος έγινε θεός στη θέση του θεού και τιμωρεί αβέρτα. Κανείς, όμως, ούτε κι η ίδια η αστυνομία δε μπορεί να βρει το μασκοφόρο εκδικητή κι έτσι τα εγκλήματα συνεχίζουν να αναστατώνουν την κατά τα άλλα ευτυχή ρουτίνα του χωριού.
Σε μια κοινωνία, όμως, που παριστάνει την ευτυχισμένη, που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να γαλουχηθεί κάτω από τις αγκάλες του θεού τι θα μπορούσε να είναι πιο αναμενόμενο; Όταν τα προστάγματα του θεού περιλαμβάνουν ξύλο και βιασμούς τι μπορεί να περιμένει η κοινωνία; Η βία, βία δε γεννά; Και ο θρησκευτικός φανατισμός; Αυτός τι γεννά; Αγάπη για τον πλησίον;
Ο Χάνεκε, με όχημα τα ήθη και τα έθιμα μιας κοινωνίας, που-κατά δήλωση του- μας κληροδότησε τη γενιά του ναζισμού παραδίδει ένα από τα αριστουργηματικότερα και σκοτεινότερα παραμύθια στην ιστορία του κινηματογράφου. Δεν πρόκειται όμως για ένα παραμύθι που μιλάει μόνο για το ναζισμό. Είναι ένα παραμύθι οικουμενικό που με τη δικιά του μοναδική γλώσσα μιλάει άμεσα για τη γέννηση κάθε είδους ολοκληρωτισμού.
Πού’ ντο το Happy End; Μάλλον πουθενά. Ο κόσμος του Χάνεκε ήταν πάντα μαύρος κι άραχνος. Μια ζωή ψάχνει επίμονα το σπέρμα του κακού. Μια ζωή ρίχνει βόμβες στα θεμέλια του συντηρητισμού. Τι μπορεί να άλλαξε τώρα;
Ετοιμαστείτε ,λοιπόν, για μια ακόμα βουτιά σ’ ένα κόσμο σκοτεινό με μόνη διέξοδο την πόρτα της αίθουσας κι αφήστε τα Happy End στα –ικανά- χέρια άλλων δημιουργών.