Οι Νύχτες Πρεμιέρας κλείνουν φέτος 20 χρόνια. Όπως τις θέλει το κλισέ είναι εδώ για να διευκολύνουν κάθε φορά την επανεκκίνηση μετά τις καλοκαιρινές διακοπές ως ένα άτυπο πανηγύρι με αφορμή το σινεμά, μέσα στο οποίο ο καθένας έχει ζήσει τις δικές του αξέχαστες Νύχτες. Έτσι και η ομάδα της Popaganda έχει τις δικές της περιπέτειες που πάνε combo με κάποια προβολή. Μπορείτε να τις διαβάσετε παρακάτω. Σημαδιακές ταινίες, πολλή βροχή, ντέρμπι ποδοσφαίρου - σινεμά, μεγάλες φιλίες κι έρωτες. Α, κι ένας γάμος.
Ο Μπομπ, ο Μάρτιν, η νεροποντή και ο ρήτορας Μάνωλης Φάμελλος (του Σταύρου Διοσκουρίδη)
Αν δεν με απατά η μνήμη μου είναι το 2005. Σεπτέμβριος, φυσικά. Κατεύθυνση ο Απόλλωνας στη Σταδίου. Αιτία; Το πολύωρο ντοκιμαντέρ του Μάρτιν Σκορσέζε για για τον Μπομπ Ντίλαν. To No Direction Home καταπιανόταν με την πρώτη και ίσως καλύτερη περίοδο του τροβαδούρου. Το πατρικό από τον σινεμά απέχει το πολύ 15 λεπτά αν περπατάς τόσο χαλαρά όσο όταν φλερτάρεις σε μια ανέμελη βόλτα στο πάρκο. Παρ' όλα αυτά καθόλου ανέμελο δεν ήταν να κατακτήσουμε τα εισιτήρια γι' αυτήν την προβολή. Τότε δεν υπήρχαν torrents, οι e-ταχύτητες δεν ήταν και τόσο γρήγορες και τα μουσικά ντοκιμαντέρ που έφερνε ο Ανδρεαδάκης και η ομάδα του προκαλούσαν τέτοια ταραχή ανάλογη με τα τρέμουλα των σταυροφόρων στο άκουσμα του ιερού δισκοπότηρου.
Η παρέα μου ήταν ο συμφοιτητής μου Λυκούργος Καζάνης και μέλη της οικογένειάς μου.
Έχει σημασία για την συνέχεια της ιστορίας να γνωρίζετε δύο τρία πράγματα για την εμφάνιση των δύο φοιτητών. Εγώ, αυτό το normcore στυλ, με βερμούδα, t-shirt, αθλητικό βρώμικο παπούτσι (όπως και τώρα). Ο Λυκούργος ατσαλάκωτος. Από μικρό παιδί μέχρι στο γάμο του. Πουκάμισα, παντελόνια, μαλλί όλα ακίνητα. Υπήρχε μια φήμη στη σχολή ότι όταν έβαζε λακ, γέμιζε όλο το μπάνιο με ένα μπουκάλι σπρέι και μετά έμπαινε και καθόταν μέσα πέντε λεπτά ώστε να τσιμεντώσει η κουπ. Σε αυτά τα μοτίβα κινηθήκαμε κι εκείνη τη μέρα.
Δευτερόλεπτα πριν εξέλθουμε από το σπίτι πιάνει μια φοβερή μπόρα. Ο χρόνος όμως δεν περίσσευε. Σε λίγα λεπτά χείμαρροι δημιουργήθηκαν σε όλους τους κάθετους. Μητροπόλεως, Ερμού και Περικλέους έμοιαζαν αδιαπέραστες. Λούτσα, κυριολεκτικά, μαζί με άλλους εκατοντάδες λούτσες φτάνουμε στην είσοδο του σινεμά και προσπαθούμε να αρπάξουμε από τις τσάντες τις μπλούζες που μοίραζαν ως διαφημιστικό ενός ραδιοφωνικού σταθμού. Μέσα στην αίθουσα άκουγες τα παπούτσια να πλατσουρίζουν πάνω στην βρεγμένη μοκέτα. Κάποιοι φώναζαν να ανοίξει το καλοριφέρ. Η αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη και απίστευτα υγρή. Στα όρια της απελπισίας. Αλλά δεν έφτανε μόνο αυτό.
Στο πρόγραμμα έγραφε πως την ταινία θα την προλογίσει ο Μανώλης Φάμελος. Ο δικός μας τραγουδοποιός ξεκινά να ψιθυρίζει κάτι ατάκες του στυλ: «ε, τι να πω εγώ τώρα για τον Μπομπ. Ο Ντίλαν είναι ο Ντίλαν. Τον ξέρετε όλοι. Σπουδαίος». Δέκα λεπτά αερολογίες, καμία προετοιμασία και η αίθουσα να πνίγεται και να ζέχνει. Πάντα και παντού υπάρχει ένα ευτυχώς. Αυτό ήταν ότι το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε και τότε μου είχε φανεί αριστούργημα. Ίσως επειδή στο τέλος της προβολής είδα και πάνω στον Λυκούργο κάποια ίχνη τσαλακώματος που του άφησε η βροχή.
#stigmoules (του Θοδωρή Κανελλόπουλου)
Δεν υπάρχει κάποια σπουδαία ιστορία. Ή, μάλλον, υπάρχει αλλά χωρίς λόγο να ειπωθεί. Υπάρχουν, όμως, πολλές στιγμές που πάνω κάτω τις έχουν βιώσει όπως τις βίωσα εγώ, όλοι οι φίλοι του φεστιβάλ. Και πάει κάπως έτσι: Tα πουκάμισα (κυρίως) του Ορέστη Ανδρεαδάκη. Τα εκκωφαντικά sold out και όλες οι ταινίες που δεν καταφέραμε να δούμε. Η μπύρα στο Tοy αφού δεν είδαμε τον Κυνόδοντα. Το στραβολαίμιασμα στο Sex and Drugs and Rock ‘n’ Roll. Όλες οι πρωινές προβολές. Το ντοκιμαντέρ για τους Drive -τότε που δεν τους βλέπαμε live κάθε χρόνο. Το Χοντορκόφσκι με τον Παναγιώτη και τον Σταύρο, χωρίς λόγο. Επειδή έπρεπε να σκοτώσουμε για δύο ώρες την ώρα μας [σημείωση Σταύρου και Παναγιώτη: speak for yourself]. Το El Bulli που δεν πέρναγε η ώρα. Η πρεμιέρα του Artist που πίσω μας καθόταν η κυρία με την χαρακτηριστική φωνή που κάνει τα πολιτιστικά στο Mega. Τα οπωροφόρα της Αθήνας. O Mπεν Ζάιτλιν. Τα πάρτι κλεισίματος του Ηλία Φραγκούλη. Ο Βίνσεντ Μουν. Το Drive. Οι φίλοι και οι γνωστοί, οι βαθμολογίες που έμπαιναν μετά στο Pop. H ιστορία του Χασαποσέρβικου. Η αδερφή μου στην πόρτα του Οντεόν. Persepolis και This is England. Το ντοκιμαντέρ της Creation, αυτό για τον Stephin Merritt. Exit through the gift shop. Το πάρτι στους LCD Soundsystem. Oι συνεντεύξεις τύπου με τις τσαντούλες. Ο αδερφός του τύπου των National. Η καρέκλα στο Κακό το 2. Το αφιέρωμα στην Τρύπα. Το Damned United. To Ιl Divo. Ο Φατίχ Ακίν. Τα επόμενα. “Καλή προβολλλή”. Το Αττικόν και ο Απόλλωνας που είναι το σπίτι του σινεμά και περιμένω να επιστρέψει εκεί.
Stop Making Sense (της Κατερίνας Καραλή)
Σεπτέμβριος του 2009. Στην οθόνη του «Αττικόν», ο David Byrne κρατάει ένα κασετόφωνο, το αφήνει κάτω και οι πρώτες νότες του “Psycho Killer” ξεκινούν. Όλα αυτά στο Pantages Theatre του Hollywood, Δεκέμβριος του 1983. Σταδιακά η σκηνή γεμίζει: η Tina Weymouth, ο Chris Frantz, μουσικοί, κι άλλοι τραγουδιστές, χορευτές. O σκηνοθέτης Jonathan Demme εκεί, για να αποτυπώσει στο φακό, όλη την ενέργεια αυτής της υπέροχης μπάντας των Talking Heads. Ακολουθούν “Burning Down The House”, “Life During Wartime” με χοροπηδηχτά. Μαύρος γραφίτης στο φόντο και μια λάμπα που χορεύει με τον David Byrne το “Naive Melody”. Και συνεχίζουμε, “Once In a Lifetime”, “Genius of Love” με τους Tom Tom Club, και για κλείσιμο το “Take Me To The River”. Όλα αυτά με το ποδαράκι των περισσότερων να χτυπάει ρυθμικά κάτω από το κάθισμα καθ ́ όλη τη διάρκεια της προβολής, μετά θυμάμαι είχαμε πάει κι απέναντι στο Galaxy. Ωραία ήταν.
Στ’ α…..α του (του Φοίβου Κρομμύδα)
Σεπτέμβριος 2010: Στις Νύχτες Πρεμιέρας θα προβληθεί ένα ντοκιμαντέρ με ελληνικό τίτλο Στ’ Αρχίδια Μας Και Η Μουσική, ψαρωτικός τίτλος, ψαρωτικό και το θέμα της πειραματικής japanoise με την οποία καταπιάνεται. Δεν έχω μπει ακόμα στο τριπάκι να αρχίσω να εκτιμώ τον άναρχο θόρυβο, μα ήδη έχω αρχίσει και ψάχνω πράγματα που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν μελωδικά. Η κανονική προβολή της ταινίας δε με βολεύει, οπότε κλείνω εισιτήριο για την πρωινή δημοσιογραφική προβολή. Με τα πολλά πείθω και τον άμοιρο τον Χανδρινό να έρθει μαζί μου, με την υπόσχεση μιας ταινίας αφιερωμένης στην πειραματική μουσική.
Η μέρα έρχεται. Μένω μόνος στο σπίτι εκείνη την περίοδο. Σηκώνομαι κακήν-κακώς από το κρεβάτι, καθώς την προηγούμενη μέρα έχω οργανώσει ένα «συμπόσιο» (τις επόμενες μέρες θα αρρωστήσω βαριά κιόλας), με τα πάντα να γυρνάνε, ντύνομαι και φεύγω. Φτάνω στον Απόλλωνα και περιμένω τον Χανδρινό, αστειευόμενος με τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους για τον τίτλο της ταινίας. Τον βλέπω να έρχεται, μπαίνουμε και καθόμαστε. Και έπειτα το χάος.
Εκείνη η μέρα ήταν το άνοιγμά μου στη φιλοσοφία της noise. Ο L?K?O παίζει υψίσυχνους βόμβους σε μια μάντρα αυτοκινήτων, ο Hiromichi Sakamoto εξετάζει το βιολοντσέλο σαν παραγωγό φυσικού θορύβου, οι Umi No Yeah noise-rockάρουν σε μια βρώμικη παραλία με την Tomoko να φοράει μόνο το μπικίνι και την κιθάρα της, ο Fuyuki Yamakawa προσπαθεί να κάνει ελεγχόμενα field recordings με τους παλμούς της καρδιάς του σε ένα σπήλαιο που στάζει. Και στο ενδιάμεσο αυτοί και άλλοι πολλοί συζητούν για τη φύση του θορύβου και τη σχέση του με τη μουσική. Ο αγνός, μα με άποψη, θόρυβος με ενοχλεί και με ιντριγκάρει κατά τρόπο παρόμοιο των πρώτων black metal ακουσμάτων. Και οι συνεντευξιαζόμενοι θορυβοποιοί μου δίνουν και τα πρώτα επιχειρήματα στο γιατί αυτό που κάνουν είναι μια μορφή Τέχνης και όχι κάτι ψεύτικο. Αν και θα αργούσα δύο χρόνια να θεωρήσω τον εαυτό μου οπαδό της συγκεκριμένης μορφής αντιτέχνης -όταν άκουσα για πρώτη φορά το τείχος λευκού θορύβου του Lasse Marhaug- οι πρώτες συγκινήσεις οφείλονται σε αυτό.
Η ταινία τέλειωσε και ακόμα με βρίσκω να αναζητώ κάποια έκδοσή της με υπότιτλους. Πήγαμε μια βόλτα να το συζητήσουμε. Δε θυμάμαι ακριβώς τι είπαμε και πως το αναλύσαμε. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, μια εμπειρία με είχε συνεπάρει τόσο πολύ ώστε να μου δημιουργήσει ένα βραχύβιο θόλωμα. Το οποίο με κούραρε ψυχικά τις επόμενες μέρες, όταν η καταρροή και ο πυρετός δε με άφηναν σε ησυχία. Και εννοείται πως θα το θυμάμαι όσο ζω και πως θα ήθελα να τη βλέπω τουλάχιστον μια φορά το μήνα.
Όταν οι New Order κέρδισαν το τριφύλλι (του Παναγιώτη Μένεγου)
Το ραντεβού ήταν προγραμματισμένο νωρίς το απόγευμα. Business as usual, Πεδίον του Άρεως. Συγκέντρωση, συνθήματα και μόλις η αστυνομία έδινε το ΟΚ πορεία με τον ηλεκτρικό και προορισμό το γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Εισιτήριο δεν είχα αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες όταν είσαι νέος, οπαδός και πιστεύεις ότι πρέπει να στηρίξεις την ομάδα και το νέο προπονητή της, έναν μουντρούχο Πορτογάλο ονόματι Φερνάντο Σάντος που δεν έχει ξεκινήσει και πολύ καλά (στην πραγματικότητα όταν είσαι νέος, οπαδός και γουστάρεις τον «κίνδυνο» και την αδρεναλίνη ενός ντέρμπι εκτός έδρας). Φτάσαμε στο περίφημο δασάκι, η αστυνομία δε μας ταλαιπώρησε πολύ και στο δεκάλεπτο του ματς η κερκίδα άρχισε να βάφεται και πράσινη. Μόνο που όταν λέγανε «εισιτήρια στα χέρια», το εννοούσαν. Κι εγώ με τον Κ. δεν βρήκαμε να παρακάμψουμε με κανέναν τρόπο μέσω του πλήθους αυτή μας την έλλειψη.
Άσε που είχα και μια άλλη έννοια. Ήθελα να δω το ματς, να κερδίσουμε και μετά να διακτινιστώ στον Απόλλωνα για την προβολή του 24 Hour Party People, της ταινίας για τη Factory Records και την σκηνή του Μάντσεστερ που είχε μονοπωλήσει τις διαδικτυακές μου αναζητήσεις το περασμένο εξάμηνο. Είχα διαβάσει κάθε trivia που υπήρχε, ήξερα απ’ έξω την tracklist του σάουντρακ, κάθε λεπτομέρεια για τη ζωή του Τόνι Γουίλσον κι απλά περίμενα να τα δω στη μεγάλη οθόνη. Και η πόρτα που έφαγα στο γήπεδο, διευκόλυνε χρονικά την κινηματογραφική αποστολή μου. Μόνο που υπήρχαν μερικά προβλήματα. Πρώτον και κυριότερο, το ταξί μέχρι το κέντρο. Όχι ότι δεν περνάνε στη Νέα Φιλαδέλφεια, αλλά μέχρι να το σταματήσω θα έπρεπε να διασχίσω μερικούς δρόμους της. Κι αν φοράς φανέλα του Παναθηναϊκού που την ίδια ώρα παίζει με την ΑΕΚ, αυτό δε θεωρείται ιδιαίτερα σοφή κίνηση. Επίσης, εισιτήριο σινεμά; Την πατήσαμε στο ματς μην την πάθουμε και στο φιλμ, πόσω μάλλον όταν οι πληροφορίες έκαναν λόγω για οδομαχίες στην Σταδίου για ένα μαγικό χαρτάκι – όλη η Αθήνα που είχε φάει τα νιάτα της σε Avant Garde - Plan B και Mad ήθελε να δει Happy Mondays.
Οι απελπισμένες καταστάσεις απαιτούν απελπισμένα μέτρα. Και λίγη αγάπη. Η μπλούζα του Παναθηναϊκού βγήκε και κρύφτηκε επιμελώς (τώρα που το σκέφτομαι απορώ που), μπήκα γυμνός από τη μέση και πάνω στο ταξί (τώρα που σκέφτομαι τη φάτσα του ταξιτζή απορώ γενικώς), κάλεσα στο κινητό για ενδυματολογικές ενισχύσεις (να μου φέρουν ένα τι σερτ ρε αδερφέ, μη μας κακολογήσει και η indie Αθήνα) και η τότε σύντροφός μου περπάτησε πάνω στη λαοθάλασσα και μου εξασφάλισε διαγκωνίζοντας ένα έξτρα εισιτήριο. Κάπου στους τίτλους της αρχής μάθαινα για την ήττα, ο Πορτογάλος που λέγαμε δε θα είχε τελικά και πολύ μέλλον, αλλά τι να τα κάνεις τα πρωταθλήματα. Πάνε κι έρχονται (συνήθως μόνο πάνε στην περίπτωσή μας, βέβαια).
Η Αγάπη Όμως Θα Μας Ξεσκίσει. Ξανά.
Στην επόμενη σελίδα: μια απόφαση συγκατοίκησης, η πρώτη ταινία με το Αγόρι, δάκρυα, αμνησία, γάμος