«Θα ξαναπάω και σήμερα ρε» φώναζε από την αυλή του ο ένοικος του διπλανού room to let, και «θα το πάω σερί: μπανάκι, ξάπλα, ταινιάκι» συνέχιζε. Κι αν ήταν από μια μεριά οι διοργανωτές του Seanema Open Air Film Festival να ακούν την απείθαρχη, στεντόρεια φωνή του, θα πέταγαν τη σκούφια τους από τον ενθουσιασμό τους, γιατί αυτό ακριβώς μοιάζει να είναι που αποζητούν κάθε χρονιά που σχεδιάζουν το event τους: την έκπληξη και την αγνή χαρά που έρχεται με την ανακάλυψη ότι, για τέσσερα βράδια κάθε Αύγουστο, οι παραλίες της Κεφαλονιάς μεταμορφώνονται σε υπαίθριες κινηματογραφικές αίθουσες, στις οθόνες των οποίων δεν προβάλλονται μονάχα μερικές απ’ τις καλύτερες ταινίες της σεζόν που πέρασε, αλλά και κάτι άλλο πιο σημαντικό, κάτι που θα ‘λεγες ότι είναι μαγικό.
Όταν μιλά κανείς για ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ, για το πώς πλασάρεται, τι προβάλει, τι προσδοκά, πρέπει να έχει στο μυαλό του ποιος ακριβώς είναι ρόλος των κινηματογραφικών φεστιβάλ εν γένει. Κι όταν δεν μιλάμε για κινηματογραφικά φεστιβάλ όπως αυτά των Καννών, της Βενετίας, του Βερολίνου και ούτω καθεξής –για φεστιβάλ δηλαδή, τα οποία λειτουργούν πια κυρίως ως πλατφόρμες εκτόξευσης μεγάλων εμπορικών τίτλων στην πορεία για την παγκόσμια ταμειακή κυριαρχία, και δευτερευόντως ως υδροβιότοποι εξερεύνησης κι ανακάλυψης της σπάνιας κινηματογραφικής πανίδας (ως θάλασσες γιομάτες με λογής παράξενα φυτά, για να θυμηθούμε και τον Νίκο Καββαδία, που αγναντεύει αγέρωχος τον κόλπο του Αργοστολίου)-, ο ρόλος των κινηματογραφικών φεστιβάλ είναι ένας: να καλλιεργήσουν, να ενισχύσουν, να αναπτύξουν, να εμπλουτίσουν τη σχέση του κοινού με το σινεμά.
Το σινεμά ως έννοια, ως συνήθεια, ως καλλιτεχνικό προϊόν, του οποίου η ύπαρξη δεν περιορίζεται στην κινηματογραφική αίθουσα, ή στην επίπεδη τηλεόραση, ή στην οθόνη του tablet και του laptop, αλλά βγαίνει από το παραλληλόγραμμο της προβολής του, μπολιάζεται με τις αναμνήσεις και τις σκέψεις του θεατή του και τον ακολουθεί. Γίνεται κομμάτι των σκέψεων, των συζητήσεων, των ερωτημάτων του, κι έτσι κομμάτι της προσωπικότητάς του.
Αν για κάτι λοιπόν έχει να περηφανεύεται το SeaNema Open Air Film Festival, ίσως το πιο δροσερό κινηματογραφικό πράγμα που έχει πάθει η χώρα τα τελευταία χρόνια, είναι το ότι απέδειξε για άλλη μια φορά στην πράξη αυτήν ακριβώς τη δυναμική των φεστιβάλ: όχι μονάχα να επικοινωνούν τις ταινίες τους στον κόσμο τους, αλλά να μετατρέπουν τη θέαση τους σε εμπειρία μυσταγωγική, και μια τέχνη από μόνη της. Χάρη στην τόλμη, τη φαντασία και την ευρηματικότητα με την οποία οι διοργανωτές του μετατρέπουν απροσδόκητες γωνιές του τόπου τους σε κινηματογραφικά venues, δεν αναδεικνύουν μονάχα την ανεξερεύνητη ομορφιά των φυσικών του τοπίων, αλλά μετατρέπουν με τον τρόπο αυτό την κινηματογραφική εμπειρία σε βίωμα, απ' αυτά που συζητιούνται, εντυπώνονται κι αποζητιούνται, σπρώχνοντας έτσι ένα βήμα παραπέρα την ίδια τη σχέση του θεατή με το σινεμά. Το σινεμά που μπορεί, ως γνωστόν, να βρίσκεται παντού.
Δίπλα στις θάλασσες με τον κυματισμό του Πλατύ Γιαλού να συνοδεύει τις βιογραφικές φουρτούνες του Jacques-Yves Cousteau στο L’ Odyssey / Οδύσσεια του Jerome Salle, μέσα σε αμπελώνες να μπλέκουν τις ρίζες τους μ’ αυτές της τεράστιας λεύκας του The Tree / Το Δέντρο που Ψιθύριζε της Julie Bertucelli, πίσω από αδρανοποιημένα waterparks να λειτουργούν ως προεκτάσεις της εγκατάλειψης του Park της Σοφίας Εξάρχου, ή ακόμα και στην καρδιά ενός δάσους, σαν αυτό που υποδέχτηκε τους θεατές για την προβολή του The Witch, τυλίγοντάς τους στην ατμόσφαιρα της (απρόβλητης σε κανονική διανομή) ταινίας – φαινόμενο του Robert Eggers, κι αναγάγοντας την θέαση σε μια εγκολπωτική εμπειρία σχεδόν μεταφυσική. Και σίγουρα, πάντως, στις καρδιές των θεατών αυτών, που γίνανε κομμάτι μιας ζεστής, πολυσυλλεκτικής, και βέβαια τυχερής ομάδας ανθρώπων που, για τέσσερις βραδιές ενός ακόμη Αυγούστου, βρέθηκαν μαγεμένοι απέναντι από τις οθόνες του SeaNema. Μια εμπειρία, αν μη τι άλλο, υπερβατική.
Το Α’ Βραβείο της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ (με χρηματικό έπαθλο) απέσπασε η ταινία Βύθισμα της Πολύμνιας Παπαδοπούλου-Σαρδέλη «για την απέριττη αλλά ουσιαστική αφήγηση για όσα μας βυθίζουν»
Ειδική Μνεία απονεμήθηκε στην ταινία Αλεπού της Ζακλίν Λέντζου
Το Βραβείο Κοινού (το οποίο μεταφράζεται σε DCP και colour correction της επόμενης ταινίας των σκηνοθετών - χορηγία της Authorwave) μοιράστηκαν εξ ημισείας οι ταινίες Η Αλίκη στο Καφέ, του Δημήτρη Νάκου, και Κύβος, του Αλέξανδρου Σκούρα