(Σ.σ. Ο Τάκης Μόσχος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών στις 29 Απριλίου 2019. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην Popaganda στις 21 Δεκεμβρίου 2013. Ο τίτλος ήταν Τάκης Μόσχος: «Η Γλυκιά Συμμορία μου δίνει ψωμί τόσα χρόνια»)
«Για μένα ανήκετε στην κατηγορία De Niro» του είπα, λίγο αφότου καθίσαμε ο ένας απέναντι από τον άλλο. Έχουν περάσει μερικοί μήνες από τότε (είχαμε συναντηθεί μία μέρα πριν οι Αισθηματίες, η νέα ταινία του Νίκου Τριανταφυλλίδη κάνει πρεμιέρα –που αλλού;- στις Νύχτες Πρεμιέρας), αλλά ακόμη θυμάμαι την ειλικρινή έκπληξή του. «De Niro; Μα γιατί; Από πού κι ως πού;» είχε αναρωτηθεί, για να του εξηγήσω ένα σκεπτικό που είχα στοιχειοθετήσει δύο περίπου χρόνια νωρίτερα, όταν είχα συναντηθεί για μία άλλη συνέντευξη με τον Τάκη Σπυριδάκη, με τον οποίο συμπρωταγωνίστησαν στην οριακή Γλυκιά Συμμορία του Νικολαϊδη, και αν με ρωτάτε, η σκηνή που ο «Αντρέας» (Σπυριδάκης) βάζει την καραμπίνα στο στόμα του για να πεθάνει δίπλα στον κολλητό του, τον «Αργύρη» (Μόσχος), είναι εκτός από αγαπημένη μου και μία από τις δύο καλύτερες της ταινίας άρα και μία από τις καλύτερες του εγχώριου σινεμά.
«Γιατί παίξατε πολύ νωρίς στην καριέρα σας τον πιο εμβληματικό σας ρόλο και άσχετα με το τι έχετε κάνει από τότε μέχρι σήμερα, όλοι όταν μιλάνε για εσάς αναφέρουν τη Γλυκιά Συμμορία, σε κάθε ρόλο θα θυμίζεις εκείνο τον ήρωα. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον De Niro, που για πάντα θα μας φέρνει στο μυαλό τον Ταξιτζή», του είπα. Δεν γέλασε πολύ. Γέλασε, όμως, και αυτό είναι κάτι. Δεν είναι;
Έχω ζήσει σχεδόν μια διπλή, σπασμένη ζωή. Από τη μία ήταν οι ταινίες και η όποια διασημότητα και από την άλλη ήταν τα προσωπικά μου, που ήταν άλλα αντί άλλων. Ουσιαστικά για 20 χρόνια ήμουν μπλεγμένος με ουσίες και τα ρέστα. Γι’ αυτό, όλες οι ιστορίες μιας μεγάλης περιόδου της ζωής μου είναι χαμένες, θολές ανάμεσα σε μια δημόσια πραγματικότητα και μια ιδιωτική που ήταν εντελώς αντίθετες. Κι εγώ απλώς να περιφέρομαι, να προσπαθώ να διασωθώ. Άργησα λίγο, αλλά τελικά τα κατάφερα. Εντάξει.
Σώθηκα γιατί πήρα μια πολύ δύσκολη απόφαση, είπα ότι δεν είμαι πια ηθοποιός, εγκαταλείπω, τελειώνω και αν χτυπήσει το τηλέφωνο, δε θα το σηκώσω καν. Για μερικά χρόνια το τήρησα.
Φρικτή πόλη έχει γίνει η Αθήνα. Βέβαια μέσα στη φρικαλεότητά της έχει αυτή την ομορφιά της άγριας μεγαλούπολης, που δεν ξέρεις από που θα σου ‘ρθει, που όλοι συγκρούονται και τρώγονται. Κάθε φορά που κατεβαίνω, όλο και πιο βλάχος αισθάνομαι. Χάνομαι στα φανάρια, στις ταχύτητες, στις κινήσεις.
Έφυγα από την Αθήνα γιατί κούρασα και κουράστηκα, με τη γκλάβα μου. Κάποια στιγμή δεν πήγαινε άλλο, από καμιά άποψη. Και προέκυψε η Σκόπελος, εντελώς τυχαία. Πήγα μερικά καλοκαίρια, ένα φθινόπωρο αποφάσισα να μείνω λίγο περισσότερο, μετά μπήκε ο χειμώνας και δεν ήθελα να φύγω, και τελικά, αφού έβγαλα τον πρώτο χειμώνα, πήρα τον αέρα, που λένε. Είμαι πολύ τυχερός που βρέθηκε αυτό το μέρος, για να με πετάξει το κύμα εκεί, για να μην πνιγώ.
Αυτό που κάνω στη Σκόπελο είναι πολύ πιο ιερό από οποιαδήποτε ταινία. Σκηνοθετώ μία ομάδα από ερασιτέχνες και ανεβάζουμε δυο παραστάσεις το χρόνο και γυρνάμε εκεί, στα γύρω νησιά, σαν μπουλούκι. Είναι πολύ ωραίο. Πολύ.
Είχα χρόνια να κάνω σινεμά. Η ταινία του Νίκου του Τριανταφυλλίδη μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Αλλά και λιγότερο ενδιαφέρουσα να μου είχε φανεί, πάλι θα την έκανα. Ας είναι καλά η ματαιοδοξία μου. Γι’ αυτήν επέστρεψα φέτος.
Δύσκολα μπορείς να προβλέψεις αν μία ταινία θα πάει καλά, ακόμη κι αν ξέρεις ότι είναι καλό το σενάριο. Είναι μία εντελώς φλου υπόθεση.
Μία περίοδο με είχαν ρουφήξει τα σήριαλ. Είναι τόσο κουραστικό. Πας στις 8 το πρωί, για 12 ώρες σε φωνάζουν Θανάση, ξέρω γω, το βράδυ πας σε ένα άλλο και σε φωνάζουν Βαγγέλη, ένα χάσιμο είναι, ένα μπέρδεμα, συνήθως με ηλίθιους διαλόγους και θέματα.
Για να λέμε και τη μαύρη αλήθεια, εμένα μου ήρθαν εύκολα τα πράγματα. Δεν ήμουν καν ηθοποιός, δεν το είχα καν στο μυαλό μου. Από τύχη έγινα. Στην αρχή έτυχε να κάνω δυο-τρεις επιτυχημένες ταινίες και μου κόλλησε ο τίτλος του καλού, κινηματογραφικού ηθοποιού. Κι εγώ τα έγραψα όλα στα παπούτσια μου τα παλιά. Άρχισα να περιφέρομαι και να κάνω τον καμπόσο, να κάνω ταινίες που μου τις δείχνουν σήμερα οι φίλοι μου στο internet και δε θυμάμαι καν ότι τις έχω κάνει. Ούτε θέλω να τις θυμάμαι.
Είμαι 63. Ο Τζούμας είναι λίγο μεγαλύτερος μου. Ο Πουλικάκος ακόμη πιο μεγάλος. Έχουμε δηλαδή μια επαφή με τα 60s, ένα πρώτο κεφάλαιο της ζωής μας, το μαθητικό, το φοιτητικό, διαδραματίστηκε εκεί γύρω στο 60-70. Αυτό μάλλον προσθέτει λίγο στο μύθο μας. Ότι και καλά είμαστε λίγο πιο ενδιαφέροντες από κάποιον που σήμερα είναι γύρω στα 40, που γεννήθηκε το 1970 ή το 1980.
Πόσες ταινίες έχω κάνει μέχρι σήμερα; Καμιά εικοσαριά; Τις 15 τις πετάω κατευθείαν στα σκουπίδια, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Αυτός ο μύθος του εστέτ, του μπον βιβέρ, του ιντελεκτουέλ δανδή που μας ακολουθεί μερικούς από τη γενιά μου, αμφιβάλλω αν είναι αλήθεια. Ποιοι ήταν δανδήδες δηλαδή; Άντε λίγο ο Τζούμας. Ποιος άλλος;
Τον Σπυριδάκη άντε να τον έχω δει 10 φορές όλα αυτά τα χρόνια. Τη Μπασκλαβάνου ακόμη πιο λίγες. Άσπονδοι φίλοι ήμασταν με τους περισσότερους. Αν βρισκόμασταν κάπου θα ήμασταν όλο «χα χα χα» αλλά από κει και πέρα τίποτα.
Για να είμαστε ειλικρινείς, η καριέρα μου στον κινηματογράφο, ουσιαστικά άρχισε μαζί με την καριέρα μου στα ναρκωτικά.
Παλιότερα είχα εξομολογηθεί ένα περιστατικό σε ένα φίλο μου. Στην πρώτη μου ταινία, λεγόταν «Κόντρα», είχα ένα μικρό ρολάκι. Έπαιζα ένα τζάνκι. Τότε δεν είχα ιδέα, είχα μόλις γυρίσει από τη Γερμανία μετά από 10-12 χρόνια, δεν ξέραμε από σκληρά ναρκωτικά, άντε να πίναμε λίγο χασίσι. Τίποτα πέραν αυτού. Σε κάποια σκηνή της ταινίας, υποτίθεται ότι γίνεται μια συναυλία, αλλά στις τουαλέτες είναι δυο τζάνκι που ετοιμάζουν το πράμα τους και πίνουν. Με ρωτάει, λοιπόν, μία παράγων της ταινίας - ας μην πω περισσότερα στοιχεία - «ξέρεις τι είναι αυτό που κάνεις τώρα;» «Όχι, δεν ξέρω» της απάντησα. «Θες να δοκιμάσεις, να δεις τι είναι;», με ρώτησε ξανά. «Ναι, θέλω», της είπα, χωρίς να έχω ιδέα τι θα επακολουθούσε, που θα τραβιόμουν με όλα αυτά. Εκεί, σε ένα από τα πρώτα μου γυρίσματα, ήπια την πρώτη μου γραμμή. Έκτοτε πήγαιναν μαζί αυτά. Κι έπρεπε να σταματήσει και το ένα και το άλλο, για να ξαναρχίσει το οτιδήποτε.
Αν δεν υπήρχε όλο αυτό το μπλέξιμο, προφανώς θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά τα πράγματα. Από κάθε εξίσωση αν βγάλεις ένα παράγοντα, αλλάζει το αποτέλεσμα. Από μια πρόταση, ένα κόμμα να παραλείψεις, θα αλλάξει το νόημα.
Ξέρεις τι είναι να δουλεύεις και στο διάλειμμα να σηκώνεται κάποιος να φεύγει με φτηνές δικαιολογίες για να πάει, στην πραγματικότητα, να βρει να πιει; Εγώ ήμουν αυτός ο κάποιος. Δε νομίζω να υπήρξα ποτέ αλήτης, αλλά έχω ζήσει αλήτικη ζωή. Έκανα χοντράδες. Κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, τόσα χρόνια ρε παιδί μου, δεν ήρθε ένας να μου πει κάτι, να μου κρούσει τον κώδωνα κινδύνου. Είχα φτάσει σε σημείο αρκετούς από τους ανθρώπους που δούλευα μαζί εκείνα τα χρόνια, να μην τους εκτιμώ πια, γιατί βλέπω δουλειές από τότε, βλέπω πως ήμουν, και απορώ γιατί με έπαιρναν στη δουλειά. Και μάλιστα ήταν ευχαριστημένοι μαζί μου.
Σκέφτομαι ότι είμαι πολύ ευχαριστημένος που κατάφερα να επιζήσω, υγιής σωματικά και κυρίως διανοητικά. Γιατί βλέπω κόσμο, ανθρώπους που τα πίναμε μαζί, που ήξερα από εκείνα τα χρόνια, άλλοι πεθαμένοι, άλλοι τρελοκομεία, άλλοι διαλυμένοι σε πεζοδρόμια.
Για τους ηθοποιούς ποτέ δεν είναι ειδυλλιακή η κατάσταση. Ούτε το 60, ούτε το 70, ούτε το 80, ούτε το 90, ούτε το 2000, ούτε σήμερα. Είναι ένα επάγγελμα στον αέρα, απειλείται ανά πάσα στιγμή εκ θεμελίων. Χτυπάει το τηλέφωνό σου, παίρνεις μια δουλειά, και μετά ποιος ξέρει πότε θα ξαναχτυπήσει.
Δε μπορώ να πω ότι η υποκριτική λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά, είναι μεγάλη κουβέντα. Αλλά ότι σε αναγκάζει λίγο να φαγωθείς με τον εαυτό σου, να ψαχτείς, όσο μπορείς, είναι ένα μεγάλο συν. Το «ηθοποιιλίκι» είναι μια δουλειά που σου δίνει τις μεγαλύτερες χαρές και τις μεγαλύτερες πίκρες. Έντονα θετικά συναισθήματα από τη μία, μεγάλες απογοητεύσεις από την άλλη. Ακόμη και για ασήμαντους λόγους, όπως το να μην πεις σε μια πρόβα μία ατάκα όπως νομίζεις ότι θα έπρεπε να την πεις. Ή να σου κάνει απλώς ένα νόημα ο σκηνοθέτης και να σου πει μπράβο - πετάς στα ουράνια σαν μικρό παιδί.
Οι περισσότεροι συνάδελφοι μου, απ’ όσο ξέρω, είναι λίγο υστερικοί. Αν η υποκριτική λειτουργούσε ψυχοθεραπευτικά, υποθέτω ότι θα έπρεπε να είναι λίγο πιο κουλ.
Αυτός ο μύθος του εστέτ, του μπον βιβέρ, του ιντελεκτουέλ δανδή που μας ακολουθεί μερικούς από τη γενιά μου, αμφιβάλλω αν είναι αλήθεια. Ποιοι ήταν δανδήδες δηλαδή; Άντε λίγο ο Τζούμας. Ποιος άλλος;
Όσο πιο πολλά μαθαίνεις, τόσο πιο πολύ αντιλαμβάνεσαι τη φτώχεια του πνεύματός σου. Ποτέ δε θα μάθεις αρκετά.
Μπήκα αρκετά μεγάλος στη δουλειά, ήμουν 35 ετών όταν πρωτοέκανα τον κομπάρσο. Οπότε όλη η τρέλα του ηθοποιού πέρασε και από το φίλτρο μιας ηλικίας λίγο πιο ώριμης.
Έζησα για πολύ μεγάλο διάστημα στην κόψη του ξυραφιού. Όχι από γενναιότητα ή από θάρρος. Έτυχε τα χούγια μου να κάνουν τη ζωή μου έτσι.
Τα drugs αν προχωρήσουν, και γίνουν σκληρά και σε κρατάνε όλη μέρα χάλια, και αν την ίδια στιγμή προσπαθείς να στήσεις μία καριέρα και να είσαι εντάξει στις υποχρεώσεις σου, να είσαι στην ώρα σου και ενεργός στο γύρισμα, όλο αυτό έχει δύο όψεις. Και η μία είναι φρικιαστική.
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο, τίποτα πιο ιερό από το μυαλό μας, το κορμί μας, την ψυχή μας, αρκεί να είναι ανεπηρέαστα όμως. Είτε από drugs, που σίγουρα σε επηρεάζουν, σου αλλοιώνουν ιδέες και μνήμες, είτε από…δεν ξέρω, κάνεις κάτι ερωτήσεις κι εσύ…
Πάντα θα υπάρχουν δύο «Τάκηδες». Κάποιοι μου λένε και για εκατόν δύο. Αλλά τουλάχιστον δύο υπάρχουν σίγουρα. Και ανάμεσά τους θα υπάρχει μία διαρκής φαγωμάρα και σύγκρουση. Είναι ο καλός και ο κακός εαυτός; Μπορεί. Κάποιοι το λένε έτσι. Παλιά που διαβάζαμε Ταρζάν, υπήρχε και ο Ναρζάτ, που ήταν ο κακός Ταρζάν. Έτσι είμαστε οι άνθρωποι.
Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι να βρει ο καθένας ειρήνη με τον εαυτό του. Εγώ δηλαδή με τον Τάκη έχω κάνει την ειρήνη μου. Είναι εύθραστη, βέβαια, αλλά καθώς ο καιρός περνάει γίνεται ολοένα και πιο σταθερή.
Καθώς μεγαλώνει κανείς, αμβλύνονται οι γωνίες, λειαίνονται οι άγριες επιφάνειες. Έχω μια κατανόηση πια.
Πόσες ταινίες έχω κάνει μέχρι σήμερα; Καμιά εικοσαριά; Τις 15, μη σου πω τις 18, τις πετάω κατευθείαν στα σκουπίδια, χωρίς δεύτερη σκέψη. Τι να κρατήσω; Ήταν ταινίες που ποτέ δε θα τις θυμηθεί κανένας. Ούτε άφησαν κάποιο στίγμα. Και τι έγινε που ήταν ταινίες και όχι ένα μαγείρεμα; Δεν έχει μείνει τίποτα.
Μερικές φορές κάθομαι και λέω «ρε πούστη, έκανες πριν από 30 χρόνια μια ταινία κι από τότε δε μπόρεσες να κάνεις κάτι ανάλογο;». Αλλά μετά σκέφτομαι ότι όχι, δεν έτυχε κάτι ανάλογο. Πως να το κάνουμε; Τόσα χρόνια, η Γλυκιά Συμμορία μου δίνει ψωμί. Έτσι είναι.
Σε όλη μου τη ζωή έχω υπάρξει πολύ τυχερός.
Ανήκω σε μια γενιά ηθοποιών που γέρασαν πια.
Α ναι, κι απ’το Κάμπινγκ με θυμάται πολύς κόσμος. Καλό ήταν. Πλάκα είχε.
Η ταινία Οι Αισθηματίες του Νίκου Τριανταφυλλίδη είναι υποψήφια για Βραβείο Μεγάλου Μήκους Ταινίας Μυθοπλασίας και Βραβείο Πρωτότυπης Μουσικής στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.