
«Εκεί είναι το άπατο πηγάδι της μνήμης. Όποτε σε πιάνει να καταπιαστείς “με κάτι υπόθεσες ψυχικές” και ρίχνεις κάτω το μακρύ σκοινί, ανασύρεται από το βάθος του ολάκερη αρμαθιά, που δεν ξέρεις τι να κάνεις μ’ αυτή και την αφήνεις να πέσει πάλι στα σκοτεινά νερά του». Έτσι ξεκινάει η ταινία Θολός Βυθός της Ελένης Αλεξανδράκη, που ανασύρει από τον θολό βυθό του πηγαδιού της μνήμης μια μαύρη στιγμή της Ιστορίας: τις Παιδοπόλεις της Φρειδερίκης, που άλλαξαν για πάντα τον ρου της ζωής παιδιών τα οποία πλήρωσαν το τίμημα της αριστερής ιδεολογίας των γονιών τους.
Άγνωστα για τους πολλούς σήμερα συμβάντα, γνωστά σε όσους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα βίωσαν και ζουν ακόμη μαζί τους, αναδύονται για να θυμίσουν ό,τι δεν πρέπει να ξεχνάμε, καθώς η Ιστορία κύκλους κάνει και ποτέ δεν ξέρεις τι θα φέρει το μέλλον. Γιατί ακόμη και στις μέρες μας συμβαίνουν παρόμοιες ιστορίες, έστω και καλυμμένες με άλλα πέπλα. Η δημιουργός βάσισε την ταινία της, που παίζεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες, στα βιβλία «Διπλωμένα Φτερά» και «Θολός Βυθός» του Γιάννη Ατζακά (εκδ. Άγρα), γιου αντάρτη που μεγάλωσε στις Παιδοπόλεις και κατέγραψε αργότερα τη συγκλονιστική εμπειρία της ζωής του.

Ο Αινείας Τσαμάτης παίζει στην ταινία τον ενήλικα Γιάννη που μεγάλωσε στις Παιδοπόλεις της Φρειδερίκης
«Στους μακρινούς κι αλλόκοτους εκείνους καιρούς, τίποτα δεν ήταν απίθανο», λέει ο ήρωας καθώς ανασύρει τις αναμνήσεις του. Από το 1949 που ξεριζώνεται από τη θαλπωρή του πατρικού στο χωριό, γιατί η γιαγιά του πείθεται να τον παραδώσει στις Παιδοπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης µε την ελπίδα ότι έτσι το εγγόνι της θα μάθει γράμματα, ενώ ο γιος της έχει ξεφύγει στα βουνά και δραπετεύει έξω από τα σύνορα. Σε αυτά τα ιδρύματα, όπου χειραγωγούνται οι ιδέες και οι επιθυμίες, γίνεται καθημερινή πλύση εγκεφάλου και προπαγάνδα του καθεστώτος εναντίον του κομμουνισμού και των ανταρτών, ώστε να απαρνηθούν τις σκέψεις και τις ιδέες των δικών τους, ακόμη κι αν καλά καλά δεν ξέρουν τι σημαίνουν αυτές, το παιδί περνάει έξι από τα πιο τρυφερά χρόνια της ζωής του. Αποχαιρετά αγόρια και κορίτσια που στέλνονται στην Αμερική και παραδίδονται σε θετούς γονείς που κανείς δεν ξέρει αν θα τα αγαπήσουν, ζει τιμωρίες και αυταρχισμό, μαθαίνει τη σιωπή και κρύβει τις ανοιχτές πληγές του. Εφιάλτες, ερωτήματα και σκοτεινά αισθήματα για τον πατέρα του στοιχειώνουν την καρδιά του, μέχρι που μεγαλώνει, ζει τη Χούντα, και οικογενειάρχης πια στη μεταπολίτευση αναρωτιέται αν πρέπει να τον αναζητήσει…
Μία ιστορία γεμάτη συγκίνηση, τρυφερότητα και ευαισθησία, μέσα από τα μάτια του ίδιου του παιδιού, δίνει στην ταινία της η Ελένη Αλεξανδράκη. Δεν ήταν εύκολο, με τις οικονομικές δυνατότητες που παρέχονται στον ελληνικό κινηματογράφο, να κάνει πραγματικότητα το όνειρό της, που ξεκίνησε πριν 16 χρόνια, όταν διάβασε τα βιβλία του Γιάννη Ατζακά: έπρεπε να αναβιώσει την εποχή, να ανακαλύψει τους κατάλληλους χώρους και να τους διαμορφώσει, να ψάξει τα παιδιά-ήρωές της και να τα βάλει στο κλίμα μιας ιστορίας για αυτά πρωτόγνωρης. Όμως η δημιουργός, ξεπέρασε τα εμπόδια και προχώρησε. Ο επιμένων νικά. Άλλωστε όταν βάζει κάτι στο μυαλό της πάντα το καταφέρνει, όπως δείχνουν τόσο τα προηγούμενα βραβευμένα έργα της («Κωστής Παπαγιώργης, ο πιο γλυκός µισάνθρωπος» /ντοκιµαντέρ - 2018, «Ο Αρσιβαρίστας και ο Άγγελος» / μυθοπλασία - 2008, «Η Νοσταλγός» / μυθοπλασία - 2004, «Τώνια Μαρκετάκη» / ντοκιµαντέρ - 1994 κ.α.), όσο και το ωραίο κινηματογραφικό φεστιβάλ που στήνει με μεράκι κάθε καλοκαίρι, στη σκιά του ηφαιστείου, στην αγαπημένη της Νίσυρο.

Η Ελένη Αλεξανδράκη
Στον δρόμο της έρευνάς της ανακάλυψε πως τέτοιου είδους ιστορίες δεν είχαν συμβεί μόνο στην Ελλάδα -όπου στη διάρκεια του Εμφυλίου (1946-1949), σύμφωνα με κείμενα της Τασούλας Βερβενιώτη, πέρα από τις κυβερνητικές δυνάμεις και ο Δημοκρατικός Στρατός, είχε μεταφέρει παιδιά σε αντίστοιχα ιδρύματα Ανατολικών χωρών. «Σοκαρίστηκα πραγματικά όταν ανακάλυψα πολλές αντίστοιχες ιστορίες ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο και σε διάφορες εποχές», λέει. Καρπός αυτής της διαδρομής, πριν τη δημιουργία της ταινίας, το ντοκιμαντέρ «Ξεριζωμένοι», στο οποίο καταγράφει «ιστορίες ξεριζωμένων παιδιών από διάφορα μέρη του κόσμου που ταλαιπωρήθηκαν εξ αιτίας της ανελέητης πολιτικής των τόπων τους», τονίζει.
Μετά την παγκόσμια πρεμιέρα στο 65ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, προβολές στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, στο φεστιβάλ WIFT GR, και τη συνάντηση με το κοινό στην αίθουσα, η ταινία ξεκινά το ταξίδι της έξω από τα σύνορα, με πρώτη στάση αυτόν τον μήνα, στο Φεστιβάλ της Σόφιας. Η χαρά της δημιουργού είναι μεγάλη και το δικό της συναισθηματικό ταξίδι ακόμη μεγαλύτερο. Πλάι της, στην πολυετή διαδρομή της, στάθηκαν πολλοί φίλοι και συνεργάτες, βάζοντας ο καθένας το λιθαράκι του στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που σε μεταφέρει στο παρελθόν επαγρυπνώντας σε για το μέλλον. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι το βλέμμα αθωότητας αυτών των παιδιών μέσα στο μοναδικό ασπρόμαυρο περιβάλλον του ∆ιονύση Ευθυµιόπουλου, τα σκηνικά του Γιώργου Γεωργίου, τα κοστούμια της ∆έσποινας Χειµωνά, τους χώρους που αναβιώνουν την εποχή, που σε παίρνει μαζί του, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου.
Ζητήσαμε από την σκηνοθέτρια να καταγράψει τα στάδια δημιουργίας της ταινίας της: πώς γεννήθηκε η ιδέα, τι ρόλο παίζει η μνήμη, πώς στήθηκαν οι χώροι για μια ταινία εποχής, πως επέλεξε τους πρωταγωνιστές της. Και βέβαια, πόσο δύσκολο ήταν να φέρει σε επαφή παιδιά της σύγχρονης εποχής, πιτσιρίκια και εφήβους, με μια τέτοια συγκλονιστική στιγμή της Ιστορίας. Από την πρώτη σύλληψη ως την μεγάλη οθόνη, το συναίσθημα ήταν τελικά που όπλισε την καρδιά και το μυαλό για να γίνουν όλα…

Σκηνή από τον "Θολό Βυθό"
Τα μυθιστορήματα που γέννησαν την ιδέα
«Όταν το μακρινό 2009 με κάλεσε η φίλη συγγραφέας Κλαίρη Μιτσοτάκη στην παρουσίαση του βιβλίου «Θολός Βυθός» του Γιάννη Ατζακά, δεν ήξερα τίποτα για τον συγγραφέα και ελάχιστα για τις Παιδοπόλεις. Εκείνη την ημέρα ανακάλυψα μια Ιστορία που μου φάνηκε από την μια τελείως άγνωστη, από την άλλη κάπως γνώριμη και σαν -πολύ περιέργως- να την κουβαλούσα μέσα μου για χρόνια. Διάβασα αμέσως μετά τα βιβλία «Διπλωμένα Φτερά» και «Θολός Βυθός» και συγκλονίστηκα κυριολεκτικά. Λες κι αυτά που διάβασα, κατά κάποιο τρόπο, εξηγούσαν την Ελλάδα και την ζωή όλων μας. Έχοντας ζήσει τα χρόνια του σχολείου στην δικτατορία, ένιωσα πολύ κοντινά τα βιώματα αυτών των μικρών αθώων παιδιών που βρέθηκαν μέσα στην δίνη της προπαγάνδας και έχασαν τον εαυτό τους. Αμέσως άρχισα να σκέφτομαι μια ταινία, καθώς η γραφή του Ατζακά είναι τόσο σπουδαία που σε κάνει να βλέπεις την ψυχή του ήρωά του, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο του τον εαυτό. Βέβαια, η αμέσως επόμενη σκέψη ήταν ότι αυτή η ταινία ήταν αδύνατον να γίνει. Εποχής, πολιτική, με τετρακόσια-πεντακόσια παιδιά σε κάθε Παιδόπολη κτλ. κτλ. Αλλά εκείνο το καλοκαίρι του 2009, αυτά τα βιβλία γύριζαν συνέχεια μέσα στο μυαλό μου. Δεν μ’ άφηναν να ησυχάσω. Πήγα και βρήκα λοιπόν τον χειμώνα τον Γιάννη Ατζακά στην Θεσσαλονίκη, και του είπα ότι το βιβλίο με έχει στοιχειώσει και θέλω να επιχειρήσω να το κάνω ταινία, αλλά είναι πολύ αβέβαιο αν θα το καταφέρω και όλα τα σχετικά. Του εξήγησα ότι θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να μπορέσω να βρω χρήματα για να φτάσω στο σημείο να το κάνω -μάλιστα του είχα πει ότι πριν να περάσουν εφτά χρόνια αποκλείεται να συμβεί. Ο Γιάννης ενθουσιάστηκε αλλά δεν πίστεψε ότι θα γίνει. Μου πήρε τελικά δεκαέξι χρόνια αντί για εφτά. Σ’ αυτά τα δεκαέξι χρόνια όμως δημιουργήθηκε η φιλία μας με τον Γιάννη και την υπέροχη Γιώτα, την γυναίκα του, κι έτσι γνώρισα σε βάθος αυτή την ψυχή του μικρού παιδιού που ήταν κάποτε ο συγγραφέας και την οποία τόσο ειλικρινά αποδίδει μέσα στα βιβλία του».

Τα παιδιά παίζουν στους χώρους της Παιδόπολης...
Οι χώροι που ζωντανεύουν μια εποχή
«Αρχικά ήταν πολύ τρομακτικό, σχεδόν απαγορευτικό, να σκέφτομαι πώς θα δημιουργηθεί η ατμόσφαιρα της εποχής. Πού θα έπρεπε να γυριστεί η ταινία; Η αληθινή ιστορία διαδραματίζεται, μεταξύ χωριού και Παιδοπόλεων, ως επί το πλείστον στην βόρεια Ελλάδα, στην Θάσο, στην Δορβά, στην Βέροια, στην Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα, αλλά και στην Αθήνα. Μέσα σε κτήρια που ακόμη υπάρχουν αλλά είτε είναι σε ερειπιώδη κατάσταση είτε είναι τόσο μεταποιημένα που δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για το σκηνικό μιας ταινίας εποχής. Όλα αυτά τα σκεφτόμουν τα πρώτα χρόνια ενώ έγραφα τα πρώτα σκαριφήματα του σεναρίου και ενώ παράλληλα επισκέφθηκα όλα τα αυθεντικά μέρη που έζησε ο Ατζακάς -μάλιστα με ξενάγησε ο ίδιος παντού. Συζητούσαμε συχνά με το τον σκηνογράφο Γιώργο Γεωργίου και με τον διευθυντή φωτογραφίας Διονύση Ευθυμιόπουλο, πώς να φτιάξουμε αυτή την ταινία. To 2011 εμφανίστηκε στην Ελλάδα η ταινία «Η Κομμούνα» του Peter Watkins η οποία ήταν γυρισμένη όλη μέσα σε ένα παλιό εργοστάσιο και με ελάχιστα props κατάφερνε να αποδώσει με αυθεντικότητα την εποχή όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Αυτό μου έδωσε την ιδέα ότι κάπως έτσι, αφαιρετικά, πρέπει να γίνει και η δική μου ταινία, γιατί εφόσον ήθελα όλη η ιστορία να είναι μέσα από τα μάτια του παιδιού, μέσα από το μυαλό του και την μνήμη του, ένα no man’s land ήταν ο χώρος που χρειαζόμασταν. Έχοντας λοιπόν σαν οδηγό την ταινία του Peter Watkins, ακολουθήσαμε αυτήν την λογική. Ψάξαμε με τους δύο αγαπημένους συνεργάτες μου τους χώρους και καταλήξαμε σε τρεις. Όλη η ταινία ουσιαστικά είναι γυρισμένη σε τρεις χώρους. Προτιμώ να μην τους κατονομάσω ώστε να μένει ανεξήγητο και να μην αναιρείται το no man’s land που νιώθει κανείς στην ταινία. Με κάποιες ελάχιστες επεμβάσεις και προσθήκες αντικειμένων, όπως κρεβάτια, τραπέζια, σημαίες, το πορτραίτο της Βασίλισσας και άλλα, φτιάχτηκε από τον Γιώργο Γεωργίου, με υπέροχο τρόπο, το σκηνικό. Στην ιστορική αυθεντικότητα της εικόνας βεβαίως παίζουν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο και η μαυρόασπρη φωτογραφία του Διονύση Ευθυμιόπουλου και τα κοστούμια της Δέσποινας Χειμώνα. Όμως όλων μας -του καθένα από το πόστο του-, το πρώτο μέλημα ήταν, περισσότερο και από την αυθεντικότητα, να αποδώσουμε την κατάσταση του μυαλού του παιδιού».

Το δείπνο των παιδιών. Ο Σίµος Κακάλας ως παπάς, ο Κωστής Σειραδάκης ως επόπτης και η Εύη Σαουλίδου ως διευθύντρια της Παιδόπολης, στην ταινία "Θολός Βυθός"
Τα παιδιά ακούν την Ιστορία
«Έφτασε λοιπόν η ώρα όπου έπρεπε να βρεθούν τα παιδιά που θα έπαιζαν στην ταινία. Καταλήξαμε και εκεί στην αφαίρεση, αποφασίζοντας ότι θα ήταν πενήντα τον αριθμό, για να αποδοθεί το πλήθος τους –και γιατί δεν θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε τετρακόσια αλλά και γιατί κάτι τέτοιο δεν θα ωφελούσε την κινηματογραφική γραφή που είχαμε επιλέξει. H πειστικότητα και εδώ θα εξαρτιόταν όχι από την ποσότητα, αλλά από τις σωστές φατσούλες που θα θύμιζαν παιδιά της επαρχίας μιας παλιότερης εποχής και θα ήταν κουρεμένα όπως τα παιδιά της κατοχής. Αρχίσαμε με την βοήθεια της Μαρίας Λαϊνά και της Ρεβέκκας Βάρναλη το κάστινγκ -το οποίο κάναμε μέσα από τα πρακτορεία New Models Kids και Matharikou Models- αλλά και μέσα από τα καλλιτεχνικά σχολεία, με την βοήθεια της Ρόζας Τριανταφυλλίδη που επικοινώνησε στα σχολεία το αίτημά μας. Βλέποντας τα παιδιά κατέληξα σε εκείνα που ταίριαζαν να παίξουν, καθώς και στα τρία αγόρια σε τρεις διαφορετικές ηλικίες που θα ερμήνευαν, μαζί με τον Αινεία Τσαμάτη, τον ρόλο του Γιάννη: τον εξάχρονο Φίλιππο Μηλίκα, τον εννιάχρονο Μάριο-Κωνσταντίνο Γαλετζά και τον δεκατριάχρονο Κωνσταντίνο Αθανασάκη. Παιδιά που αγάπησα από την πρώτη στιγμή και που ήξερα ότι, στην κάθε ηλικία, είχαν την σωστή ψυχοσύνθεση και έκφραση για να παίξουν το ρόλο.

Ο εξάχρονος Γιάννης (Φίλιππος Μηλίκας) στην ταινία "Θολός Βυθός"
Το θέμα ήταν πώς θα τα κάναμε να μοιάζουν μεταξύ τους ώστε να σε πείθουν ότι είναι το ίδιο παιδί που μεγαλώνει. Κάναμε φωτογραφικό τεστ με ελάχιστο μακιγιάζ και καταλήξαμε ότι το τόλμημα θα λειτουργήσει!
Από κει και πέρα, η πρόκληση ήταν πώς όλα αυτά τα παιδιά θα καταλάβουν την ιστορία της ταινίας -και πώς να τους την εξηγήσω. Τα μάζεψα λοιπόν μια μέρα στο σπίτι μου και τους την διηγήθηκα σαν παραμύθι, εξηγώντας όσο καλύτερα μπορούσα την πολιτική κατάσταση εκείνης της εποχής. Συζητήσαμε και μπήκαν στο κλίμα. Όμως παρατήρησα ότι το θέμα της επιβολής της στρατιωτικής πειθαρχίας δεν τους ήταν άγνωστο ή ακατανόητο -κι έτσι, όταν γυρίζαμε τις σκηνές, δεν ένιωθαν άβολα μέσα σ’ αυτό που έκαναν. Γιατί, ξαναλέω, όλα όσα γράφει ο Ατζακάς είναι βιώματα ενός πραγματικού παιδιού τόσο καθαρά δοσμένα, που όλα τα παιδιά είχαν την δυνατότητα να τα καταλάβουν και να επικοινωνήσουν με τους χαρακτήρες που θα έπαιζαν.
Στο γύρισμα τα παιδιά το απόλαυσαν, παρόλο που βεβαίως κουράστηκαν όπως όλοι μας. Διασκέδασαν κιόλας πολύ σε όλες τις σκηνές με τις αταξίες και τα παιχνίδια, γιατί βεβαίως υπήρχαν κι αυτές μέσα στην ζωή των Παιδοπόλεων -και κατ’ επέκταση μέσα στο βιβλίο και στην ταινία. Τα γυρίσματα άρχισαν μέσα στο Ιούνιο, μόλις είχαν τελειώσει το σχολείο κι έτσι είχαν τη χαρά ότι έκαναν κάτι διαφορετικό και δημιουργικό για μια περίοδο και μετά θα πήγαιναν διακοπές. Οπότε όλα αυτά ήταν θετικά. Συμμετείχαν με τρομερή σοβαρότητα και, μπορώ να πω, επαγγελματισμό. Μάλιστα, ο Φίλιππος Μηλίκας έτυχε σε μια σκηνή να έχει πυρετό, και παρόλο που του λέγαμε να αναβάλουμε το γύρισμα, έλεγε, “Όχι, είμαι PROFESSIONAL!”.
Για να καταφέρω πάντως να οδηγήσω τα παιδιά στο αποτέλεσμα που ήθελα, περισσότερο τα ακολούθησα στην δική τους έκφραση, παρά τους επέβαλα να εκτελούν τις “εντολές” μου. Πραγματικά απόλαυσα την συνεργασία μαζί τους όσο κι αυτά. Νομίζω ότι δείξαμε αλληλοσεβασμό και εμπιστοσύνη οι μεν στους δε -κι έτσι όλη η δουλειά μας έγινε εύκολη».

Η Αγλαΐα Παππά ως Βασίλισσα Φρειδερίκη και η Εύη Σαουλίδου ως διευθύντρια της Παιδόπολης, στον "Θολό Βυθό"
Οι μικροί ρόλοι των μεγάλων πρωταγωνιστών
«Το σενάριο, όπως και τα βιβλία, είναι πολυπρόσωπο. Εξού και οι ρόλοι είναι μοιρασμένοι και μικροί. Όμως έχω συνηθίσει να δουλεύω πάντα με μίγμα υπέροχων ηθοποιών και ερασιτεχνών οπότε δεν γινόταν αυτή τη φορά να δω το πράγμα αλλιώς. Την θέση των ερασιτεχνών τώρα είχαν πάρει τα παιδιά. Οι φίλοι μου, ο κόσμος μου ο καλλιτεχνικός, είναι όλοι αυτοί οι ηθοποιοί που έπαιξαν στην ταινία. Αυθορμήτως σε αυτούς απευθύνθηκα και ήταν σχεδόν φυσικό που όλοι δέχτηκαν. Από τη μια έχουμε αλληλοεκτίμηση κι από την άλλη, ένιωσαν ότι το θέμα και ο τρόπος που θα γινόταν η ταινία, είχαν μια αξία. Πάντως από την ώρα που πρώτο-δούλευα το σενάριο, είχα καταλήξει στο ότι η Κάτια Γκουλιώνη θα είναι η Δεσποινίς Θεοδώρα, η Μαρία Καλλιμάνη η Θεία Ανθούλα και ότι θα πρότεινα στην Εύη Σαουλίδου να παίξει στην ταινία, γιατί είχα απωθημένο να δουλέψω μαζί της από παλιά. Με τον Σίμο Κακάλα επίσης ήθελα πάντα κάτι να κάνω. Με τον Ακύλα Καραζήση έχουμε ξαναδουλέψει πολλές φορές και είμαστε πολύ φίλοι. Τον Αινεία Τσαμάτη τον γνώρισα με αφορμή την ταινία, όπως και τον Θέμη Πάνου. Την Ευδοξία Ανδρουλιδάκη την αγαπώ και την εκτιμώ πολύ ως ηθοποιό, όπως και την Κάτια Leclerc O’Wallis που την θαυμάζω επίσης πολύ. Ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για μένα που ο Στέλιος Μάινας δέχτηκε με χαρά να συμμετάσχει, γιατί είχε διαβάσει και αγαπήσει το βιβλίο, είχε εμπειρία από την Βουλγαρία και είχε μεγάλη αίσθηση της ψυχολογίας του ανθρώπου που έχει βιώσει τον εμφύλιο και στη συνέχεια βρίσκεται πολιτικός πρόσφυγας στον Υπαρκτό Σοσιαλισμό. Και βέβαια η Αγλαΐα Παππά -με την οποία μας συνδέει και προηγούμενη συνεργασία αλλά και άλλα προσωπικά-, μου έκανε ένα πολύ όμορφο δώρο με την παρουσία της ως βασίλισσα Φρειδερίκη».

Η Κάτια Γκουλιώνη ως επόπτρια των παιδιών και ο Μάριος Κωνσταντίνος Γαλετζάς ως ο 9χρονος Γιάννης στην ταινία ¨Θολός Βυθός"
Η μνήμη και η Ιστορία
«Όπως έχω ξαναπεί, πιστεύω ότι είμαστε φτιαγμένοι από μνήμη. Οι εμπειρίες μας είναι η μνήμη μας, το DNA μας κατά κάποιο τρόπο. Μνήμες κουβαλάμε -κι αυτές διαμορφώνουν την σκέψη μας, την ψυχή μας και το βλέμμα μας προς το μέλλον. Πολλές φορές, συχνά, προσπαθούμε να τις καταχωνιάσουμε κάπου βαθιά για να αλλάξουμε ή να «σώσουμε» ή να αλλοιώσουμε αυτό που είμαστε. Όμως αυτές πάντα βρίσκουν τον τρόπο να εμφανίζονται και είτε να καταπραΰνουν το θυμικό μας είτε να το βασανίζουν και να το ενοχλούν…
Αυτό δεν γίνεται και στην ιστορία της Ιστορίας;».
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Ελένη Αλεξανδράκη / Σενάριο: Ελένη Αλεξανδράκη, Παναγιώτης Ευαγγελίδης | ελεύθερη διασκευή των βιβλίων «Διπλωμένα Φτερά» & «Θολός Βυθός» του Γιάννη Ατζακά (εκδ. ΑΓΡΑ) / Διεύθυνση φωτογραφίας: ∆ιονύσης Ευθυµιόπουλος GSC / Σκηνικά: Γιώργος Γεωργίου / Κοστούμια: ∆έσποινα Χειµωνά / ήχος: Νίκος Παπαδηµητρίου / μοντάζ: Χρήστος Γιαννακόπουλος / Μουσική: Νίκος Ξυδάκης / Διεύθυνση Παραγωγής: Τζίνα Πετροπούλου
Παραγωγός: Ελένη Αλεξανδράκη / Παραγωγή: Pomegranate Films 2 / Συμπαραγωγή: Alatas Films, Authorwave, Tamarisk / Χρηματοδότηση: Ελληνικό Κέντρο Κινηµατογράφου ΕΚΚ, Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση ΕΡΤ / υποστήριξη: Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (EKOME) / Ευγενική χορηγία: Καταστήματα D SHOP / 2024, 90’
Παίζουν: Στον ρόλο του Γιάννη: Φίλιππος Μηλίκας (6 χρ.), Μάριος Κωνσταντίνος Γαλετζάς (9 χρ.), Κωνσταντίνος Αθανασάκης (13 χρ.), Αινείας Τσαµάτης (ενήλικας)
Με σειρά εµφάνισης: Αγνή Στρουπούλη, Ευγενία Αποστόλου, Γιάννης Κριθαράς, Μίνα Χειµώνα, Μανώλης Μαυροµατάκης, Σίµος Κακάλας, Κωστής Σειραδάκης, Εύη Σαουλίδου, Γιώργος Τσιαπόγας, Ακύλλας Καραζήσης, Κατερίνα Αλεξανδράκη, Αγλαΐα Παππά, Προµηθέας Νεραττίνι, Βασιλική Σκορδαλή, Katia Leclerc O’Wallis, Κάτια Γκουλιώνη, Θέµης Πάνου, Γιάννης Κοκκιασµένος, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Κώστας Φιλίππογλου, Μαρία Καλλιµάνη, Ανδρέας Μαριανός, Ραφίκα Chawishe, Κλεοπάτρα Μάρκου, Στέλιος Μάινας.
Και τα παιδιά: Χριστίνα Βάσιου, Πάνος Θωµόπουλος, Ερµής Φιλίππογλου, Marco Gonzales Soto, Μαρία Καρσιώτη, Νικολέττα Σταθοπούλου, Γεωργία Αργυρού, Στέλλα Τριζώνη, Γιάννης Ταβουλάρης, Γιώργος Νάκος, Βασίλης Ταβουλάρης, Αλέξανδρος Μηλίκας, Ηλίας Αποστόλογλου, ∆ηµήτρης Κοναξής, Άννα Μαρία Ζωναρά, Παύλος Φιγκλ, Άρης Γεωργιόπουλος, Γιάννης Κριαράς, Αλέξανδρος Σκούτρτι, ∆ηµήτρης Μπογδανίδης, Λουκάς Αλκάν, Νικόλας Φαλούτσος, Κωνσταντίνος Σακέλιος, Κωνσταντίνος Κάσσιος, Ορφέας Κάσσιος, Κωνσταντίνος Πέττας, Λευτέρης Πέττας, Γιώργος Ζουκαγιέµ, Θωµάς Βάσιος, Γιώργος Θεοδωρόπουλος, Αλέξανδρος Νεράντζης, Πλάτωνας Σαµπράκος, Αιµιλία Τσορτέκη, ∆ήµητρα Γουβεδάρη, Νικολέττα Ρουσσοπούλου, Αναστασία Μασιάλα, Αγγελική Γεωργακοπούλου, Σταύρος Γεωργούλης.
«Θολός Βυθός» της Ελένης Αλεξανδράκη, στους κινηματογράφους