Υπάρχουν φορές που η τέχνη αγγίζει τα όρια, κι ίσως και να τα ξεπερνάει. Το Requiem pour L. είναι ακριβώς αυτή η περίπτωση. Η κολεκτίβα C de la B επιχειρεί να περάσει το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ στα αφρικανικά ηχοχρώματα, και το αφιερώνει στην L., δηλαδή στη Lucy, που συναινεί στο αδιανόητο: στην κινηματογράφηση του ίδιου της του θανάτου. Τόσο το μουσικό τόλμημα του Φαμπρίτσιο Κασσόλ όσο και το σκηνοθετικό του Αλαίν Πλατέλ, ανήκουν σε αυτά που είναι αδύνατον να μην προκαλέσουν συζητήσεις, αντεγκλήσεις, αλλά και έντονες αντιδράσεις. Το κοινό της χτεσινής πρεμιέρας αναπόφευκτα διχάστηκε σε αυτούς που χειροκρότησαν επί ώρα ενθουσιασμένοι, και σε αυτούς που αποχώρησαν σοκαρισμένοι και ενοχλημένοι. Όμως η τέχνη δεν καλείται να παίξει και αυτό το ρόλο, να αφυπνίσει και να ταράξει, να προκαλέσει, να ανακινήσει ηθικά και αισθητικά ζητήματα;
Αναζητώντας απαντήσεις, μιλήσαμε με δύο από τους συντελεστές της παράστασης και σταθερά μέλη της ομάδας τα τελευταία χρόνια, τους χορευτές και μουσικούς Boule Mpanya και Russell Tshiebua, που κατάγονται και οι δύο από το Κονγκό.
Ας δούμε λίγο τι είναι η συγκεκριμένη παράσταση. Boule: Για μένα, όπως και για πολλούς συμπατριώτες μου, είναι η πρώτη φορά που προσεγγίζουμε έτσι ένα μεγάλο έργο της δυτικής μουσικής παράδοσης όπως το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Το ακούγαμε πιθανώς, αλλά σε τέτοιου είδους δουλειά σε βάθος, είναι η πρώτη μας εμπειρία. Russell: Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Requiem pour L. Η L. είναι η Lucy, είναι αφιερωμένο σε εκείνη. Είναι η γυναίκα που βλέπουμε στη οθόνη, κι η οποία πέθανε πριν από μερικούς μήνες. Ο Αλαίν (Πλατέλ) θέλησε να έχει αυτή την εικόνα του θανάτου, να μην εξετάσει ελαφρά το θέμα, αλλά να εμβαθύνει, να το πάει όσο πιο μακριά ήταν δυνατόν. Γι αυτό κι είχε την ιδέα να φέρει τους θεατές αντιμέτωπους με τον ίδιο το θάνατο. Ο θάνατος είναι παρών σε όλη τη ζωή μας, κι ακόμα κι αν τον ξεχνάμε, αυτός παραμένει παρών.
Πώς φέρνετε τον θάνατο μπροστά στους θεατές; Russell: Ο Αλαίν ήρθε σε επαφή με ένα γιατρό, τον Μαρκ, ο οποίος συνοδεύει τους ανθρώπους που πεθαίνουν, και τον ρώτησε αν θα ήταν δυνατόν κάποιο πρόσωπο να δώσει την άδεια να κινηματογραφηθεί το τέλος του ως κομμάτι αυτού του πρότζεκτ. Ο γιατρός είπε πως δεν ήξερε, αλλά θα έθετε το ερώτημα. Δεν ξέρω αν πρέπει να πω ευτυχώς ή δυστυχώς, αλλά η Lucy, η γυναίκα που συμμετείχε, είπε στο γιατρό πως το ήθελε και θα συμμετείχε. Είχε παρακολουθήσει επί χρόνια τη δουλειά του Αλαίν και την αγαπούσε. Ο Αλαίν λοιπόν τη συνάντησε προσωπικά και της εξήγησε τι είχε στο μυαλό του, κι εκείνη έδωσε τη συγκατάθεσή της. Έτσι τη μέρα του θανάτου της ο Αλαίν έφερε μια κάμερα και τον κατέγραψαν. Κι η οικογένειά της επέτρεψε να χρησιμοποιηθεί το βίντεο στην παράσταση.
Είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε στο Ρέκβιεμ τους τραγουδιστές να τραγουδούν ακίνητοι. Αυτό λοιπόν που κάνετε είναι το αντίθετο από αυτό που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Τι αντιδράσεις είχατε σε αυτό; Boule: Για μας δεν είναι περίεργο. Για το κοινό είναι, αλλά παρακολουθούν αυτό που συμβαίνει στη σκηνή, και την εικόνα στην οθόνη. Εμείς είμαστε συνηθισμένοι να γιορτάζουμε έτσι το θάνατο. Είμαστε βέβαιοι πως το πρόσωπο που πεθαίνει, που δεν είναι πια μαζί μας, θα ήθελε να γιορτάσουμε με αυτό τον τρόπο το θάνατό του. Είτε ήταν κακός είτε καλός, έχει δικαίωμα να τιμηθεί, γιατί ήταν μια ανθρώπινη ύπαρξη, γεννήθηκε, έζησε. Κλαίμε, τραγουδάμε, χορεύουμε. Όμως ξέρω πως αυτό δεν είναι οικείο στον ευρωπαϊκό κόσμο. Αλλά θέλουμε να κάνουμε κατανοητό πως για μας, από το να καταπνίξει κανείς τον πόνο που νιώθει, είναι καλύτερο να τον εκφράσει. Αν πρέπει να κλάψεις, αν πρέπει να σκίσεις τα ρούχα σου, αν πρέπει να πέσεις στο χώμα, σε μας αυτά συμβαίνουν. Εδώ σε έναν βαθμό οι άνθρωποι καταπνίγουν τα συναισθήματά τους, δεν τα αφήνουν να φανούν. Russell: Καλή ερώτηση αυτή. Θέλω να πω πως ο δικός μας πολιτισμός είναι λίγο διαφορετικός. Δεν ξέρω αν πρέπει να πούμε πως γιορτάζουμε το θάνατο: δεν γιορτάζουμε το θάνατο, γιορτάζουμε τη ζωή του προσώπου που πέθανε. Ένας τρόπος να τη δοάσουμε, να πούμε πως το πέρασμά του από εδώ δεν ήταν μάταιο. Γιορτάζουμε τη ζωή του, τις στιγμές που περάσαμε μαζί του. Φανταστείτε – χτυπάω ξύλο – την απώλεια ενός κοντινού, αγαπητού προσώπου. Θυμόμαστε όλα αυτά που ζήσαμε μαζί, και τα γιορτάζουμε. Του λέμε έμμεσα: άκουσε, είχες μια ωραία ζωή. Αυτό γιορτάζουμε, κι ο καθένας το κάνει με δικό του τρόπο.
Δηλαδή; Russell: Άλλος χορεύοντας, άλλος γράφει στο νεκρό ένα γράμμα, άλλος του απαγγέλει ένα ποίημα. Στην Αφρική γενικά στις κηδείες καλούμε μουσικούς να παίξουν, υπάρχει αλκοόλ, άλλοι θα φέρουν φαγητό, είναι σαν γιορτή. Κλαίμε, μέχρι μια στιγμή, που δεν κλαίμε πια, γιορτάζουμε εκφράζουμε αλλιώς το συναίσθημα, δεν συγκρατούμαστε. Γιατί η οδύνη κάποιες φορές εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους. Υπάρχουν άνθρωποι που όταν πονάνε, αστειεύονται. Ένας από τους τραγουδιστές μας στην ομάδα που έκανε αυτή την παράσταση, όσο κάναμε πρόβες έχασε τη μητέρα του. Μας ανήγγειλε το νέο κι αναρωτηθήκαμε πώς θα καταφέρει να συνεχίσει. Αυτός μας αγκάλιαζε, έκανε αστεία. Δεν καταλαβαίναμε: χτες πέθανε η μητέρα του. Κι ήταν εκεί ήρεμος, κι αυτό μας μπέρδευε όλους. Μέχρι που κάποια στιγμή ξέσπασε, κι άρχισε να κλαίει. Ο καθένας λοιπόν έχει το δικό του τρόπο να εκφράζεται, να αποφορτίζεται, να ξεσπάει. Γιατί αν τα κρατάει όλα μέσα του, κινδυνεύει να εκραγεί. Boule: Έτυχε πρόσφατα εδώ, στην Ευρώπη, να παραστούμε σε μια κηδεία. Παρατηρήσαμε πως τα έθιμα είναι σχεδόν ίδια με τα δικά μας, όμως όλοι ήταν απόλυτα σοβαροί. Θυμάμαι πως μετά τη λειτουργία έβαλαν το αγαπημένο τραγούδι του προσώπου που είχε πεθάνει. Παρόμοια κάνουμε κι εμείς, αλλά δεν είμαστε τόσο συγκρατημένοι.
Και μουσικά, πώς το αντιμετωπίσατε; Russell: Στην ομάδα υπάρχουν άνθρωποι από διάφορα μέρη: ένας από τη Νότιο Αφρική, ένας από τη Νέα Ζηλανδία, ένας Αμερικανός, ένας Βιετναμέζος, εμείς οι δύο Κονγκολέζοι, αρκετοί Βέλγοι, ένας Μαροκινός, ένας Πορτογάλος. Σωστή κιβωτός δηλαδή. Ο καθένας έχει τους δικούς του τρόπους να τιμά τους νεκρούς. Ο πολιτισμός της χώρας του έχει αντίκτυπο σε αυτό τον τρόπο, όπως και στον τρόπο που δρα στη σκηνή. Όταν λοιπόν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε στο Ρέκβιεμ, που ο Μότσαρτ το άφησε ημιτελές, ο Φαμπρίτσιο Κασσόλ, ο συνθέτης μας, είπε: γιατί να μην αφήσουμε διάπλατα ανοιχτή την πόρτα σε διάφορες επιρροές από διάφορα σημεία του κόσμου; Ο καθένας συμπληρώνει λοιπόν με το δικό του τρόπο το ημιτελές Ρέκβιεμ, όπως γινόταν πάντα. Αυτό κι έγινε, κι επηρέασε και τη συμπεριφορά μας στη σκηνή – γιατί χορεύουμε πολύ στην παράσταση! Σε μας υπάρχουν χοροί και τραγούδια ειδικά για τις κηδείες. Κι εκεί που βλέπεις κάποιον έτοιμο να κλάψει, αυτός αρχίζει και χορεύει. Και λες: Μα τι κάνει, διασκεδάζει; Όχι, θρηνεί. Αυτό δημιουργεί διαφορετικές αντιδράσεις και στο κοινό της παράστασης. Κάποιοι δεν καταφέρνουν να την προσεγγίσουν. Όμως αρκεί να τη νιώσεις. Να αφεθείς σε αυτή. Κάποια πράγματα, όπως η θλίψη, ή το χαμόγελο, είναι οικουμενικά. Δεν χρειάζονται εξήγηση. Κάποιοι στο τέλος ξεσπούν σε δάκρυα. Άλλοι λένε: στο βίντεο βλέπουμε το θάνατο, αλλά πάνω τη σκηνή βλέπουμε τη ζωή.