
Τον Δεκέμβριο του 1978, στο Opernhaus του Βούπερταλ, η Pina Bausch παρουσίασε για πρώτη φορά το Kontakthof. Ήταν μια εποχή που το κοινό ακόμη αναρωτιόταν τι επιθυμεί να βλέπει, που ακόμη προσπαθούσε να καταλάβει αν αυτό που η καρδιά του επιθυμούσε ήταν λίγο παραπάνω χορός, θέατρο, μια αμήχανη εξομολόγηση χωρίς πολλά λόγια ή όλα αυτά μαζί. Όπως συνέβη και με κάποια άλλα έργα της, η υποδοχή στην αρχή δεν ήταν ιδιαιτέρως θερμή. Η νέα μορφή αποκάλυπτε παρά «έδειχνε» την κίνηση. Υπήρξαν αντιδράσεις, αμηχανία. Η κίνηση άλλαζε μπροστά στα μάτια τους και δεν ήταν έτοιμοι για αυτό. Ακόμη.
Το Kontakthof , ένα κομβικό παράδειγμα της συνεργασίας της Bausch με τον σκηνογράφο και ενδυματολόγο Rolf Borzik, δεν ανέβηκε για να αρέσει. Είχε αιχμές, ρωγμές, πληγές. Στάθηκε σαν καθρέφτης μπροστά στο κοινό και του έδειξε την κάθε κρυμμένη αλήθεια. Και του εξήγησε πως όταν θεωρητικά δεν συμβαίνει τίποτα, συμβαίνουν τα πάντα. Άντρες και γυναίκες περιμένουν, κοιτάζουν, δοκιμάζουν το σώμα και τη φωνή τους, σαν να βρίσκονται σε ένα ατελείωτο κοινωνικό τεστ. Σε έναν χώρο που θυμίζει αίθουσα χορού παλιάς κοινωνικής λέσχης, καθόλου γιορτινή καθόλου εγκαταλελειμμένη, άντρες και γυναίκες εμφανίζονται σαν να έχουν κληθεί σε ένα ραντεβού χωρίς οδηγίες. Περιμένουν. Κοιτάζουν. Περπατούν. Χορεύουν. Ελέγχουν το κορμί τους, το χαμόγελό τους, τη στάση τους. Τσεκάρουν την μνήμη στο σώμα τους. Και παρατηρούν πώς αυτό αντιδρά στην απώλεια, την κακοποίηση, την απόρριψη, την αποδοχή. Στον έρωτα.
Το Kontakthof γεννήθηκε μέσα σε μια Γερμανία που προσπαθούσε να βρει μια ειλικρίνεια στην εικόνα της. Να καταλάβει τις κοινωνικές της συμβάσεις, να αποδεχτεί τα πρόσωπα της, να νοιώσει μια κάποια οικειότητα με το πιο πληγωμένο της κομμάτι. Και ίσως γι’ αυτό το έργο έμοιαζε τόσο ευθέως ενοχλητικό. Ξεκαθάριζε πως κάτω από τη βιτρίνα της ψυχρής ευγένειας, ο έρωτας παραμένει μια άσκηση εξουσίας, φόβου και ρουτίνας. Οι επιθυμίες, η ανασφάλεια, η αγάπη, η απογοήτευση, η απελπισία, γίνονται βηματισμός που μετά γίνεται άγγιγμα. Διακριτικό, σχολαστικό, βίαιο. Οι γυναίκες χαμογελούν υπερβολικά, σαν να έχουν διδαχθεί ότι το χαμόγελο είναι μέρος της παρουσίας τους σε αυτόν τον ανδροκρατούμενο κόσμο- ναι, οι άντρες χαμογελούν κι αυτοί, το δικό τους όμως δεν έχει άρωμα επιβίωσης αλλά κυριαρχίας. Την ίδια στιγμή διορθώνουν το σακάκι, αγγίζουν χωρίς να ρωτούν. Από την πρώτη κιόλας παρουσίαση, η Pina Bausch είχε καταστήσει σαφές ότι η επαφή δεν είναι ποτέ αθώα.


Το Kontakthof δεν χάθηκε στο χρόνο. Δεν έγινε η υπενθύμιση μια μονάκριβης εποχής. Επέστρεψε ξανά και ξανά στις επόμενες δεκαετίες. Στην Ελλάδα επισκέφθηκε το Ηρώδειο 37 χρόνια πριν, τον Σεπτέμβριο του 1988, από το Tanztheater Wuppertal. Και επιστρέφει φέτος στην Κεντρική Σκηνή του Κτηρίου Τσίλλερ του Εθνικού θεάτρου, σε σύμπραξη με το Pina Bausch Foundation, και νέα εγχώρια διανομή- 23 ξεχωριστοί ερμηνευτές και ερμηνεύτριες από την Ελλάδα, 21 έως 55 χρόνων, που επιλέχθηκαν ειδικά για αυτή την παραγωγή. Η σκηνική αυτή αναβίωση τελεί υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση των Josephine Ann Endicott, μέλους της αρχικής διανομής του 1978 και επί χρόνια βοηθού της Pina, και του Δάφνι Κόκκινου, μέλους του Tanztheater Wuppertal και βοηθού της Pina από το 1993, σε συνεργασία με την Anne Martin - επίσης μέλος της αρχικής διανομής - και τον Scott Jennings, διευθυντές προβών του Foundation.
Η παράσταση του Εθνικού μοιάζει με βόλτα στην πιο πολύτιμη γωνιά ενός μουσείου. Περιπλανιέσαι με ορθάνοιχτα μάτια, αφήνεις όλες τις αισθήσεις σου διαθέσιμες στην ανάγνωση της ιστορίας και, σχεδόν αθόρυβα, καταλαβαίνεις από πού -και πώς- ξεκίνησαν όλα. Είναι σαν να έχεις καταπιεί με ευδαιμονία όλη την επιστημονική φαντασία των τελευταίων δεκαετιών, αλλά να μην έχεις δει ποτέ το Star Wars ή το 2001: A Space Odyssey. Κάποια μέρα θα τα δεις. Και την ίδια μέρα θα καταλάβεις. Εδώ, η ανακάλυψη αφορά το πώς η αμηχανία της ανθρώπινης επαφής -όπως καταγράφηκε τότε- μετασχηματίστηκε μέσα στον χρόνο, πώς η διαπραγμάτευση έγινε δοκιμή, και η δοκιμή ρίσκο. Πως το κλασσικό επιβιώνει μέσα στο χρόνο όχι φορώντας μεταμοντέρνα ένδυση αλλά επιμένοντας στην αρχική ρωγμή του, εκεί όπου το ανθρώπινο παραμένει άλυτο. Και άρα, τόσο γοητευτικό.
Η Pina Bausch κοιτά τους ανθρώπους της όπως κοιτά κανείς μια παλιά φωτογραφία. Με πόνο και αγάπη, χωρίς ειρωνεία. Το σώμα, ακόμη κι όταν γελοιοποιείται, δεν προδίδεται. Οι 23 Έλληνες «συνοδοιπόροι» της το καταλαβαίνουν και το αποτυπώνουν με σπαρακτική, σε στιγμές, ευκρίνεια. Είναι μια ομάδα που λειτουργεί σαν ένας. Είναι πολλές μονάδες που κατακτούν μια κοινή ανάσα. Και γι' αυτό ίσως η σχεδόν κλινική καταγραφή των σχέσεων που κυκλώνει τη σκηνή, στη διάρκεια των σχεδόν τριών ωρών, κρύβει μια τόσο διάχυτη τρυφερότητα. Υποψιάζεσαι πως το έργο αντέχει στον χρόνο για να απευθύνει ένα και μόνο ερώτημα. Τι κάνεις όταν βρίσκεσαι απέναντι στον άλλον; Πλησιάζεις; Υποχωρείς; Μένεις ή εξαφανίζεσαι; Στον κόσμο της Bausch η απάντηση δεν δίνεται ποτέ οριστικά. Γιατί η επαφή, όπως και ο έρωτας, είναι πάντα μια πρόβα. Για κάτι που στην πραγματικότητα, όπως μια παράσταση, δεν τελειώνει τη στιγμή που πέφτει το χειροκρότημα.
Και ναι: στην εποχή των ωριαίων παραστάσεων χορού, η μεγάλη διάρκεια είναι ένα στοίχημα, που καλείσαι να κερδίσεις.

Μάθημα ιστορίας
Η Pina Bausch (1940–2009) γεννήθηκε στο Ζόλινγκεν της Γερμανίας και υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές του σύγχρονου χορού παγκοσμίως. Υπήρξε δημιουργός ενός ολόκληρου τρόπου σκέψης για το σώμα στη σκηνή. Σπούδασε χορό στη σχολή Folkwang στο Έσσεν, κοντά στον Kurt Jooss, και αργότερα στη Juilliard School της Νέας Υόρκης. Εκεί ήρθε σε επαφή με το αμερικανικό μοντέρνο κίνημα, αλλά πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι ο δρόμος της δεν ήταν η καθαρή φόρμα, αλλά η ανθρώπινη εμπειρία.
Το 1973 ανέλαβε τη διεύθυνση του χορευτικού θεάτρου του Βούπερταλ, το οποίο μετονομάστηκε σε Tanztheater Wuppertal Pina Bausch. Εκεί διαμόρφωσε το προσωπικό της ύφος, το λεγόμενο Tanztheater: ένα υβρίδιο χορού, θεάτρου, λόγου και καθημερινής χειρονομίας. Η Bausch δούλευε με ερωτήσεις. Και απαντήσεις. Ρωτούσε τους χορευτές της για τις σχέσεις τους, τους φόβους τους, τις μνήμες τους, τις ντροπές τους. Από τις απαντήσεις αυτές γεννιόταν το υλικό των παραστάσεων. Γι’ αυτό και τα έργα της -όπως το Café Müller, το Kontakthof, το Nelken- μοιάζουν συχνά με συλλογικά ημερολόγια: προσωπικά, επαναληπτικά, έντονα.
Στον πυρήνα του έργου της βρίσκεται ο έρωτας, η μοναξιά, η εξουσία, η έμφυλη συμπεριφορά, η ανάγκη για επαφή. Ο άνθρωπος. Η ίδια έλεγε χαρακτηριστικά:
«Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι, αλλά τι τους κινεί».


Συντελεστές πρωτότυπης παραγωγής
Σκηνοθεσία – Χορογραφία: Pina Bausch
Συνεργασία: Rolf Borzik, Marion Cito, Hans Pop
Σκηνικά – Κοστούμια: Rolf Borzik
Μουσική: Charlie Chaplin, Anton Karas, Juan Llossas, Nino Rota, Jean Sibelius κ.ά.
Παγκόσμια πρεμιέρα: 9 Δεκεμβρίου 1978, Opernhaus Wuppertal
Αρχική διανομή: Arnaldo Alvarez, Elisabeth Clarke, Fernando Cortizo, Gary Austin Crocker, Mari Di Lena, Josephine Ann Endicott, Lutz Förster, John Giffin, Silvia Kesselheim, Ed Kortlandt, Luis P. Layag, Beatrice Libonati, Anne Martin, Jan Minarik, Vivienne Newport, Arthur Rosenfeld, Monika Sagon, Heinz Samm, Meryl Tankard, Christian Trouillas
Συντελεστές για το Εθνικό Θέατρο
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Josephine Ann Endicott, Δάφνις Κόκκινος
Διεύθυνση δοκιμών: Scott Jennings, Anne Martin
Προσαρμογή σκηνικού: Gerburg Stoffel
Προσαρμογή κοστουμιών: Petra Leidner
Προσαρμογή φωτισμών: Jo Verlei
Σύμβουλος ήχου: Karsten Fischer
Συνεργάτης στην προσαρμογή κοστουμιών: Παύλος Θανόπουλος
Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια
Οι μεταφράσεις των κειμένων της παράστασης στα ελληνικά είναι του Γιώργου Δεπάστα.
Πνευματικά δικαιώματα παράστασης: Verlag der Autoren, Frankfurt am Main εκπροσωπώντας το Pina Bausch Foundation, Wuppertal.
Ερμηνεύουν (με αλφαβητική σειρά): Θανάσης Ακοκκαλίδης, Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Βίκυ Βολιώτη, Κατερίνα Γεβετζή, Δημήτρης Γεωργιάδης, Μαριλένα Δάρα, Δάφνη Δρακοπούλου, Νίκος Ζιάζιαρης, Ναταλία Καλογεροπούλου, Δημήτρης Κολλιός, Μελίνα Κόντη, Νίκος Κουσούλης, Κωνσταντίνος Κοντογεωργόπουλος, Νίκος Λεκάκης, Έρη Μάγκου, Δημήτρης Μανδρινός, Ιωάννης Μπάστας, Αλεξάνδρα Όσπιτση, Εβίνη Παντελάκη, Πύρρος Θεοφανόπουλος, Έλσα Σίσκου, Βασιάνα Σκοπετέα, Σάνια Στριμπάκου
Χώρος: Κεντρική Σκηνή | Κτήριο Τσίλλερ
Μέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη & Κυριακή στις 17.00 | Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 20.00
Τιμές εισιτηρίων: Τετάρτη & Πέμπτη, Διακεκριμένη Ζώνη 20€, Α' Ζώνη 17€, Β' Ζώνη 15€, Γ’ Ζώνη 10€, Παρασκευή Γενική είσοδος 14€, Σάββατο, Κυριακή Διακεκριμένη Ζώνη 25€, Α' Ζώνη 22€, Β' Ζώνη 18€, Γ' Ζώνη 10€ | Φοιτητικό - Νεανικό (έως 28 ετών) 12€, 65+ ετών: Τετάρτη 12€ & Πέμπτη έως Κυριακή 14€, Άνεργοι, ΑμεΑ & συνοδοί 5€, Πολύτεκνοι 10€
Διάρκεια: 2 ώρες και 50 λεπτά (με διάλειμμα)