
Dora Maar by Man Ray (detail)
Ένας πίνακας του Πάμπλο Πικάσο του 1943, το πορτρέτο μιας γυναίκας με καπέλο, δεν είχε δει το φως της δημοσιότητας για ογδόντα ολόκληρα χρόνια. Βρισκόταν "κρυμμένο" σε ιδιωτική συλλογή οικογενείας από το 1944, τη χρονιά που η οικογένεια αυτή το αγόρασε.
Αυτός ο πίνακας βγήκε τελικά σε δημοπρασία από τον εγγονό και κληρονόμο του ζευγαριού που τον κατείχε. Αν και ο οίκος δημοπρασιών Lucien Paris εκτιμούσε την αρχική αξία του γύρω στα οκτώ εκατομμύρια ευρώ, τελικά στις 24 Οκτωβρίου το έργο πωλήθηκε για το ασύλληπτο ποσό των 32 εκατομμυρίων ευρώ.

Pablo Picasso, Buste de femme au chapeau à fleurs (Dora Maar), 1943 © Succession Picasso 2025
Ζωγραφισμένος στο Παρίσι το 1943, όταν η πόλη βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή, ο πίνακας Buste de femme au chapeau à fleurs (Dora Maar) [Πορτρέτο Γυναίκας με Καπέλο με Λουλούδια (Ντόρα Μαρ)] απεικονίζει την ερωμένη του Πικάσο, γαλλίδα σουρεαλίστρια καλλιτέχνιδα Ντόρα Μαρ.
Ο ιδιοκτήτης του οίκου δημοπρασιών, Κριστόφ Λουσιέν, είπε στον Guardian ότι οι ειδικοί γνώριζαν για την ύπαρξή του από φωτογραφίες, αλλά ήταν η πρώτη φορά που μπορούσαν να δουν τα αληθινά χρώματα του έργου. «Δεν είναι μόνο ένα ορόσημο στην ιστορία της τέχνης, αλλά και στην προσωπική ζωή του Πικάσο», πρόσθεσε. «Είναι ένα αναζωογονητικό πορτρέτο της Ντόρα Μαρ, εξαιρετικό και γεμάτο συναίσθημα».

Φωτογραφία: Dora Maar, Nusch Eluard, Pablo Picasso (πλάτη) και Paul Eluard στη παραλία, Σπτέμβριος 1937, Eileen Agar 1899-1991. Παρουσιάστκε στο Tate Archive από την Eileen Agar in 1989
Το έργο ολοκληρώθηκε προς το τέλος της ταραχώδους εννιάχρονης σχέσης του ζευγαριού. Είχαν γνωριστεί το 1935. Τις συστάσεις έκανε ο κοινός τους φίλος, σουρεαλιστής ποιητής Πολ Ελυάρ, μετά από απαίτηση του Πικάσο, όταν είδε τη Μαρ σε ένα καφέ να παίζει επιδέξια με ένα κοφτερό μαχαίρι ανάμεσα στα όμορφα δάχτυλά της. Και δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερη αναστάτωση στον ζωγράφο, από τα δάχτυλα της Μαρ ενίοτε πετάγονταν σταγόνες αίμα.
Η Ντόρα Μαρ ήταν τότε μια επιτυχημένη επαγγελματίας φωτογράφος και σημαντικό μέλος της παρέας των σουρεαλιστών του Παρισιού, ενώ ο ανατρεπτικός Πικάσο είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται διεθνώς και βρισκόταν ήδη σε πολύχρονη σχέση με τη Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ, με την οποία είχε μια κόρη, τη Μάγια. Μια σχέση που συνεχίστηκε και όταν συνδεθήκαν με τη Μαρ, κάτι που η Μαρ αποδεχόταν, ενίοτε με εκκωφαντικές εκρήξεις μίσους και ζήλειας.

Dora Maar, μοντέλο με μαγιό, διαφήμιση, Παρίσι 1936.
Η Ντόρα Μαρ ήταν μία από τις πιο εμπνευστικές φιγούρες για τον ζωγράφο, υπήρξε μια ανεπανάληπτη μούσα για το πινέλο του. Ο Πικάσο τη ζωγράφισε σε πολλά έργα, συμπεριλαμβανομένων των διάσημων Πορτρέτο της Ντόρα Μαρ (Portrait of Dora Maar) και το Ντόρα Μαρ με Γάτα (Dora Maar au Chat). Και παρόλο που απεικονιζόμενη στον καμβά να κλαίει, έμεινε ζωντανή στην αιωνιότητα ως η μία και μοναδική Weeping Woman (La Femme qui Pleure), η ίδια η Μαρ δεν αποδεχόταν αυτή τη φήμη και απαντούσε με σκληρότητα, αρκετά χρόνια αργότερα: «Όλα τα πορτρέτα του για μένα είναι ψέματα. Είναι όλα Πικάσο. Ούτε ένα δεν είναι Ντόρα Μαρ».

(αριστερά) Pablo Picasso, Weeping Woman, 1937 / (δεξιά) Portrait of Dora Maar, taken in the late 1930s by Rogi André.
Ποια ήταν όμως η Ντόρα Μαρ, η γυναίκα που εικονίζεται ως εκρηκτική προσωπικότητα του μοντερνισμού και εμφανίστηκε ξανά σήμερα μετά από ογδόντα χρόνια, φορώντας καπέλο με λουλούδια και συγκρατώντας τα δάκρυά της, σε έναν πίνακα που αναδύθηκε μέσα από την άχλη του μακρινού παρελθόντος και μας γέμισε με φως και χρώμα;
Η Dora Maar ήταν μια καλλιτέχνιδα που έζησε σχεδόν όλο τον εικοστό αιώνα. Το έργο της ήταν ριζοσπαστικό, πολιτικό και καινοτόμο από μόνο του. Ενέπνευσε φωτογράφους, ποιητές και ζωγράφους, πέρα από τον ίδιο τον Πικάσο. Πρόκειται για έναν θηλυκό μύθο, αδιαμφισβήτητη περσόνα του σουρεαλισμού, μία από τις πιο μοναδικές και ιδιαίτερες καλλιτέχνιδες του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Ήταν φωτογράφος, ζωγράφος και ποιήτρια. Γεννήθηκε ως Henriette Theodora Markovitch στο Παρίσι το 1907 και πέθανε στο Παρίσι το 1997, σε ηλικία 89 χρονών. Με γαλλίδα μητέρα και αρχιτέκτονα κροάτη πατέρα, η Μαρ μεγάλωσε μεταξύ Αργεντινής και Γαλλίας. Η οικογένεια ήταν πολύ ευκατάστατη και η Maar μία νεαρή μεγαλοαστή που ζητούσε να αποδεσμευτεί από την καταπίεση του αυστηρού οικογενειακού της περιβάλλοντος. Αρχικά, σπούδασε ζωγραφική και εφαρμοσμένες τέχνες στο Παρίσι. Σύντομα όμως, επηρεασμένη από τις προοδευτικές καλλιτεχνικές ιδέες της εποχής, στράφηκε στη φωτογραφία. Το πρώτο της στούντιο το δημιούργησε το 1932 με τον σκηνογράφο Pierre Kéfer, αναλαμβάνοντας σημαντικές αναθέσεις για πορτρέτα, περιοδικά μόδας και διαφημιστικές καμπάνιες. Ηταν δυναμική και φιλόδοξη. Εκανε εμπορική φωτογραφία. Μόδα, διαφήμιση, πορτρέτα.

Dora Maar, Διαφήμιση για σαμπουάν (Femme aux cheveux avec savon), 1934.
Οι φωτογραφίες της ήταν καινοτόμες και πειραματικές. Δημιουργούσε εξάλλου μέσα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον ανατρεπτικών ιδεολογιών και καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, όπου το παλιό κατεστημένο έσβηνε κάτω από τις στάχτες του πολέμου και το νέο πειραματιζόταν απενοχοποιημένο προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι φωτογραφίσεις της στο στούντιο χαρακτηρίζονταν από δραματικούς φωτισμούς και τεχνικές σκοτεινού θαλάμου, κολάζ και φωτομοντάζ που συνδύαζαν τη φαντασία και τη μυθοπλασία. Χρησιμοποίησε δημιουργικά κάθε πειραματισμό που της προσέφερε το καινούριο, ακόμα τότε, μέσο για να οπτικοποιήσει με ανατρεπτικό τρόπο το ιδανικό της «μοντέρνας γυναίκας» της εποχής της. Μέσα από τη δημιουργική φαντασία των εικόνων της εκφράστηκε το νέο, ελεύθερο θηλυκό πνεύμα. Γυναίκες ανεξάρτητες, ακαταμάχητες, απροσπέλαστες και επιδραστικές.

(από αριστερά) Dora Maar, Untitled, περ.1933 / Dora Maar, Η Assia γυμνή, 1934 / Man Ray, Dora Maar, 1936
Παράλληλα, δούλευε τα δικά της καλλιτεχνικά πρότζεκτ, επηρεασμένη από τους αβαν γκαρντ κύκλους του Παρισιού, στους οποίους συμμετείχε ενεργά. Οι πιο κοντινοί της φίλοι εκείνα τα χρόνια, ήταν, μεταξύ άλλων, ο αντισυμβατικός συγγραφέας Ζορζ Μπατάιγ, με τον οποίο είχαν φλογερή ερωτική σχέση πριν συνδεθεί με τον Πικάσο, ο "πατέρας" του σουρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν, ο Πολ Ελυάρ και η σύντροφός του Νους Ελυάρ, ο Μαν Ρέι, η Αμερικανίδα φωτογράφος Λι Μίλερ, ο Γάλλος φωτογράφος Μπρασάι, ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, ο Ζαν Κοκτό.

(από αριστερά) Dora Maar, Pere-Ubu, 1936 / Dora Maar, Monster on the beach, 1936 / Dora Maar, χωρίς τίτλο, περ.1935
Όπως και οι περισσότεροι φωτογράφοι της εποχής της, η Μαρ, εκτός από τη δουλειά το στούντιο, βγήκε στον δρόμο και φωτογράφησε. Δάσκαλός της και σύμβουλος στα πρώτα της βήματα στη φωτογραφία-ντοκουμέντο υπήρξε ο Henri Cartier-Bresson, ο οποίος την επηρέασε σημαντικά. Φωτογράφησε πολύ στο Παρίσι, αλλά ταξίδεψε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, κυρίως Ισπανία και Αγγλία, για να τεκμηριώσει ως φωτορεπόρτερ τις κοινωνικές ανισότητες και τη δυστυχία που επικρατούσαν σε μια εποχή πρωτοφανών οικονομικών και πολιτικών κρίσεων. Η ίδια ήταν έντονα πολιτικά και κοινωνικά συνειδητοποιημένη. Το 1934 υπέγραψε το επαναστατικό μανιφέστο «'Εκκληση για αγώνα» (Appel à la lutte), που ενθάρρυνε την πάλη ενάντια στον φασισμό που εξαπλωνόταν και στη συνέχεια προσχώρησε σε μια αντιφασιστική ομάδα διανοουμένων στο Παρίσι. Ηταν αυτή που ευαισθητοποίησε πολιτικά τον Πικάσο, ώστε να ενδιαφερθεί για τον Ισπανικό εμφύλιο και να δημιουργήσει τελικά το ανεπανάληπτο έργο του, τη Γκουέρνικα. Δεν θεωρείται τυχαίο ότι η Γκουέρνικα είναι ασπρόμαυρος πίνακας, αφού είναι εμπνευσμένος από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της βομβαρδισμένης πόλης που του έδειξε μια μέρα, συγκλονισμένη, η Μαρ. Ήταν επίσης αυτή που, από την πρώτη στιγμή, κατέγραψε με τη φωτογραφική της μηχανή τα στάδια της δημιουργίας του διάσημου έργου.

Dora Maar, Ο Πικάσο δουλεύει τη ζωγραφική σύνθεση Γκουέρνικα, 1937
Καθώς η κύηση του νέου μέλλοντος μέσα από τις σφοδρές αντιθέσεις της εποχής οδηγούσε κάθε δημιουργική κατάσταση σε μια νέα πρωτοποριακή συνθήκη σκέψης, η Ντόρα Μαρ συνδέθηκε από νωρίς, ήδη από το 1933, με τους σουρεαλιστές του Παρισιού και τους πολλούς διεθνείς φίλους τους. Εγινε μια από τις κορυφαίες και ελάχιστες, ομολογουμένως, λόγω δυσανεξίας των σουρεαλιστών, σουρεαλίστριες φωτογράφους, της οποίας το ακραία πρωτοποριακό έργο εκτέθηκε σε γκαλερί του Παρισιού δίπλα στα έργα του Μαν Ρέι και του Σαλβαδόρ Νταλί.

Αυτοπροσωπογραφία της Ντόρα Μαρ από το 1935. Φωτογραφία: Dora Maar Estate / Ευγενική παραχώρηση της Amar Gallery. Πηγή: The Guardian
Στο πλαίσιο του σουρεαλισμού, οι καλλιτέχνες προσπάθησαν να εξερευνήσουν τα βάθη του ασυνείδητου του νου, αξιοποιώντας τα όνειρα, τις φαντασιώσεις και το παράλογο. Πολλές από τις φωτογραφίες της Μαρ αντανακλούσαν το ενδιαφέρον του αβάν γκαρντ κινήματος για εξερεύνηση των ψυχολογικών και συναισθηματικών πτυχών της ανθρώπινης εμπειρίας. Οι φωτογραφίες και τα φωτομοντάζ της εξερευνούσαν τις ιδέες της σύγχυσης του πραγματικού με το φαντασιακό, με θέματα όπως ο γυναικείος ερωτισμός, ο ύπνος, τα μάτια, η θάλασσα, το ασυνείδητο, το όνειρο, το αλλόκοτο, το ποιητικό. Χρησιμοποίησε παράξενα κάδρα με δραματικές γωνίες λήψης, εξπρεσιονιστικούς φωτισμούς και ακραία κοντινά πλάνα για τη δημιουργία ψευδαισθητικών εικόνων.
Η φωτογραφία της Untitled (Hand-Shell) αποτυπώνει όλα μαζί τα χαρακτηριστικά της σουρεαλιστικής ιδέας περί του ασυνειδήτου και της αυτόματης σκέψης, εγγεγραμμένης, όμως, οπτικά. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα της φωτομοντάζ, που δημιούργησε το 1934. Το φωτομοντάζ είναι ένα κολάζ που γίνεται με την κοπή ή και την επικόλληση μεταξύ τους δύο ή περισσότερων φωτογραφιών για τη δημιουργία μιας νέας εικόνας. Η φωτογράφιση ενός κολάζ –όπως έκανε η Μαρ με τη φωτογραφική της μηχανή μεγάλου μεγέθους– επιτρέπει στο κολάζ να αναπαραχθεί ως μια απρόσκοπτη, νέα εικόνα.

Dora Maar, Hand-Shell, φωτομοντάζ, 1934
Στο έργο Χέρι-Κοχύλι, όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα είναι γνωστά, καθαρά δοσμένα. Παρόλα αυτά, τα πάντα σε αυτή την εικόνα μοιάζουν παράξενα. Η ίδια η πραγματικότητα της εικόνας είναι παράξενη, απόκοσμη, μυστηριακή. Σε αυτό το έργο, η Μαρ συνδυάζει τις εικόνες ενός χεριού και ενός κοχυλιού, δημιουργώντας μια σουρεαλιστική σύνθεση. Η αντιπαράθεση αυτών των στοιχείων καλεί τους θεατές να εξερευνήσουν τις σχέσεις μεταξύ του οργανικού και του ανόργανου, καθώς και τις ψυχολογικές και συμβολικές επιπτώσεις. Μπορούμε να δούμε το όμορφο χέρι μιας γυναίκας που αναδύεται από ένα κοχύλι σε μια παραλία και τον δραματικό ουρανό στο βάθος. Ο ουρανός είναι τοποθετημένος ανάποδα, για να κάνει πιο εμφατική την απειλή που αναδύεται από τον σκοτεινό ορίζοντα. Το κάτασπρο γυναικείο χέρι με τα κόκκινα νύχια που είναι ξεκομμένο από το υπόλοιπο σώμα, φέρνει στο μυαλό τα υποχθόνια πλάσματα του βυθού της θάλασσας, που είναι ακέφαλα και ασπόνδυλα, αλλά που η σκέψη του αγγίγματός τους, γαργαλάει τις αισθήσεις μας, ενώ ταυτόχρονα μας φοβίζει. Με την υπαινικτική κίνηση του παράμεσου δακτύλου να βυθίζεται στην άμμο, μοιάζει σαν να σε προκαλεί να το ακολουθήσεις σε ένα παιχνίδι σιωπηλών και κρυφών αγγιγμάτων. Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει, αφού ήταν μια εμμονή της ίδιας της Μαρ να έχει πάντα κόκκινα και περιποιημένα νύχια, ότι η εικόνα είναι αυτοαναφορική.

Dora Maar, Ο προσομοιωτής, φωτομοντάζ, 1936
Υστερα από επίμονη παρότρυνση του Πικάσο, που θεωρούσε τη φωτογραφία υποδεέστερη και "φθηνή" τεχνική, η Ντόρα Μαρ άρχισε να δοκιμάζει πάλι τη ζωγραφική. Η σχέση της και ο άσχημος χωρισμός της με τον Πικάσο θα την οδηγήσουν σε κατάθλιψη και νευρολογικές διαταραχές.
Θα κάνει για αρκετά χρόνια ψυχανάλυση με τον Λακάν - υποστηρίζεται ευθέως πλέον ότι ο Λακάν, στην ψυχιατρική κλινική που αυτή νοσηλευόταν για κάποιο διάστημα, την υπέβαλλε κατ' επανάληψη σε ηλεκτροσόκ. Σταδιακά αφήνει τη θεραπεία και επιλέγει την οριακή απομόνωση, μέχρι και τον θάνατό της το 1997 στο Παρίσι. Είχε πια ξεκόψει από όλους τους γνωστούς και διάσημους φίλους της και είχε ασπαστεί έναν μυστικιστικό καθολικισμό, ενώ δήλωνε αντισημίτρια. Ήταν η περίοδος που θα αφοσιωθεί πραγματικά στη ζωγραφική, αν και οι πίνακες αυτοί σπάνια εκτέθηκαν μετά τη δεκαετία του 1950. Όσο αφορά στο φωτογραφικό της έργο, η σπουδαιότητά του άρχισε να αναγνωρίζεται και να αναδεικνύεται αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό της.

Lee Miler, Η Dora Maar στο σπίτι της στο Παρίσι, 1956. Πάνω από το τζάκι κρέμεται πορτρέτο της από τον Πικάσο.
Οι περισσότερες αφηγήσεις για τη ζωή και το έργο της Ντόρα Μαρ αναφέρονται στον Πικάσο, και σίγουρα ο Πικάσο έπαιξε σημαντικό ρόλο και στα δύο. Ακόμα τώρα, τόσο σωστά όσο και τόσο άδικα, η Μαρ χαρακτηρίζεται η μούσα, η ερωμένη, το θύμα και αργότερα η ερημική, πληγωμένη ψυχή.
Η Ντόρα Μαρ εγκατέλειψε την φωτογραφία, για να αφοσιωθεί σε έναν άντρα. Μετά, σε έναν Θεό. Ίσως δεν είχε μεγάλη διαφορά στο μυαλό της αυτό. Έψαχνε συνεχώς μια πίστη για να υπηρετήσει, η οποία θα την έκανε ίσως να πιστέψει στον εαυτό της. Όπως είχε αναφέρει σε μια συνέντευξή της: «Μετά τον Πικάσο, υπάρχει μόνο ο Θεός». Η σημαντική συμμετοχή και συμβολή της Μαρ στο κίνημα του σουρεαλισμού είναι ξεκάθαρη. Η ίδια επέλεξε να απομονωθεί μέχρι το τέλος της ζωής της και ασπάστηκε τη θρησκεία, με ακραίο ίσως τρόπο. Είναι πραγματικά αξιοσημείωτος ο βαθμός στον οποίο, το όνομά της και το έργο της έχουν απομακρυνθεί από όλες τις μελέτες για τον σουρεαλισμό, και πιο παλιά, αλλά και επί του παρόντος.
Επιστροφή στο σήμερα και στη «Γυναίκα με Καπέλο με λουλούδια». Ο δημοπράτης Κριστόφ Λουσιέν συνεχίζει: «Είναι χωρίς αμφιβολία το πιο συγκινητικό έργο του Πικάσο που αφορούσε τη μούσα του, επειδή ήταν έτοιμος να την αφήσει για τη (γαλλίδα ζωγράφο) Φρανσουάζ Ζιλό. [..] μέσα από αυτό το πορτρέτο, βλέπουμε μια γυναίκα που συγκρατεί τα δάκρυά της γιατί γνώριζε ήδη. Είναι λοιπόν μεγάλη τύχη για έναν δημοπράτη να έχει ένα κομμάτι της ιστορίας της τέχνης μπροστά στα μάτια του».

(από αριστερά) Dora Maar, Διπλό πορτρέτο, 1930 / Eileen Agar, Dora Maar και Pablo Picasso, νότια Γαλλία, Σεπτέμβριος 1937
Ο πίνακας ήταν γνωστός μέχρι τώρα μόνο από μια φωτογραφία που είχε τραβήξει ο Μπρασάι στο εργαστήριο του Πάμπλο Πικάσο, το 1944. Αναπαράχθηκε στον κατάλογο του Christian Zervos με όλα τα έργα του Πικάσο, Pablo Picasso- 1895-1973- Catalogue raisonné. Paris: Editions Cahiers d'Art, 1942-1978. Η έκδοση περιλαμβάνει περίπου εικοσιοκτώ πορτρέτα γυναικών που φορούν καπέλα, όλα από την ίδια χρονιά.