Δύο μέρες εκτός Αθηνών -ονόμασε το και κινηματογραφική απόδραση- δεν είναι κάτι στο οποίο λες εύκολα όχι. Ειδικά αν το άγνωστο υπερισχύει του γνώριμου, ειδικά αν αυτό είναι και μια ευκαιρία να επισκεφθείς μια πόλη που έχεις να δεις από το γυμνάσιο -γράψε ότι φταίει η σταθερή σου στο χρόνο αντικαρναβαλιστική διάθεση-, ειδικά αν η υπόσχεση για ταινίες της σοδιάς 2022-23 που σου ξέφυγαν (οκ λογικό αφού δεν βγήκαν στις ελληνικές αίθουσες), συνδυάζονται με την επίσκεψη σε ένα από τα πιο διάσημα brands των παιδικών σου αναμνήσεων - τότε που η γιαγιά για να νταντέψει τον κανακάρη της του έπαιρνε Δεμέστιχα με το κιλό.
Δύο μέρες και προλαβαίνεις να βγάλεις ένα σωρό συμπεράσματα, για μια πόλη που σφύζει από νεότητα, για μια ιστορική οινοποιεία που έχει να σου ψιθυρίσει δεκάδες ιστορίες -αν σκύψεις συνωμοτικά, ακούς τον χρόνο να σφυρίζει στα κελάρια- και βεβαίως, πρώτα και πάνω από όλα, για ένα φεστιβάλ που ξέρει πώς να μιλά γερμανικά χωρίς να σε «βαραίνει», να επιβιώνει χωρίς «κεντρική» βοήθεια, να φτιάχνει ωραίες παρέες, να υποδέχεται τον κόσμο της πόλης φορώντας πάντα τα καλά του και να δείχνει ταινίες που σου κλέβουν την καρδιά - μία, δε, πήρε τη δική μου και την κατάπιε αμάσητη αλλά αυτά θα τα πούμε πιο κάτω. Για αρχή έχουμε τις λίστες με τα conclusions.
Μάθαμε αυτά
Το KinoFest, πέμπτη του εμφάνιση φέτος, κάνει τις στροφές του κάθε Σεπτέμβρη - φέτος τις έκανε στις αρχές του τρίτου δεκαημέρου. Οι προβολές του είναι δωρεάν, το μόνο που χρειάζεται είναι να έχεις μέσο για να ανέβεις την πλαγιά του Castro Claus. Kαι αν κρίνουμε από τη μεγάλη προσέλευση του κοινού, αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο για κανέναν.
Φέτος, για πρώτη φορά, το φεστιβάλ απόκτησε διαγωνιστικό τμήμα, στο οποίο συμμετείχαν 8 ταινίες από Γερμανία, Ελβετία, Αυστρία και Λουξεμβούργο. Στην κριτική επιτροπή είδαμε την Άννα Ρούτση (νομικός, αρθρογράφος, ερευνήτρια ντοκιμαντέρ), τον Πρόδρομο Τσινικόρη (ηθοποιός, σκηνοθέτης) και την Αλεξία Μπεζίκη (ηθοποιός). Υπέροχοι και οι τρεις τους, κι ας με «πλήγωσαν» που δεν διάλεξαν τη «δική» μου αγαπημένη ταινία.
Φέτος, εκτός από το καθιερωμένο Βραβείο Κοινού, το KinoFest έδωσε και Βραβείο Καλύτερης Ταινίας. Επίσης πρόσφερε ένα πρόγραμμα με τις καλύτερες γερμανικές ταινίες μικρού μήκους που προβλήθηκαν στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους του Clermont-Ferrand, το σημαντικότερο φεστιβάλ ταινιών μικρούς μήκους στον κόσμο, σε συνεργασία με την AG Kurzfilm (Ένωση Γερμανικών Ταινιών Μικρού Μήκους).
Το αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τον θάνατο του Φραντς Κάφκα και η έκθεση αφίσας KOMPLETT KAFKA - Μια βιογραφία σε κόμικς, σε συνεργασία με τον καλλιτέχνη Nicolas Mahler και το Literaturhaus Stuttgart, ήταν το προσωπικό μου καταφύγιο. «Ημερολόγιο 1912. 25 Μαϊου: Αργοί ρυθμοί, λίγο αίμα. 1η Ιουνίου: Δεν έγραψα τίποτα. 2 Ιουνίου: Δεν έγραψα σχεδόν τίποτα. 7 Ιουνίου. Χάλια. Σήμερα δεν έγραψα τίποτα. Αύριο καθόλου χρόνος. 9 Ιουλίου: έχω τόσον καιρό να γράψω. Αύριο ν’ αρχίσω. 10 Αυγύστου: Δεν έγραψα τίποτα. 15 Αυγούστου: Άχρηστη μέρα. Υπνηλία, ένα μούδιασμα. 16 Αυγούστου: Τίποτα, ούτε στο γραφείο, ούτε στο σπίτι, βραδινό κλαψούρισμα της φτωχής μου μητέρας επειδή δεν τρώω». Είκοσι αφίσες. Είκοσι βασικά έργα. Αποσπάσματα από το ημερολόγιο του. Λεπτομέρειες από τη ζωή του. Είπα σε όλους πως θα ήθελα να μείνω σε αυτό δωμάτιο με την έκθεση για πάντα. Δεν τα κατάφερα. Κάποια στιγμή έπρεπε να δω και τις ταινίες.
Ο χώρος του Castro Clauss: το παλαιότερο οινοποιείο της Ελλάδας είναι μια μαγεία, κι ας ακούγομαι σαν ξεδιάντροπος τουριστικός οδηγός. Εντελώς έτοιμο σκηνικό για σειρές και ταινίες εποχής. Και είναι πολύ όμορφο φυσικά που η παραδοσιακή αυτή πολιτιστική δραστηριότητα, της τέχνης του κρασιού, έδεσε με την κλασική του κινηματογράφου - και όχι, εδώ δεν μιλάει το ποτό. Ως ένδειξη σεβασμού στις ρίζες του τοπόσημου αυτού και προς τιμήν (και στη γλώσσα) του Βαυαρού ιδρυτή του, Γουστάβου Κλάους, που πριν 163 χρόνια ίδρυσε την Achaia Clauss, το να είναι το φεστιβάλ γερμανόφωνο ήταν μονόδρομος.
Αν είσαι τυχερός -εμείς ήμασταν- μπορεί να πέσεις πάνω σε μια ξενάγηση στα έγκατα της ιστορίας του Castro Clauss, από αυτές που θέλεις απλά να κάτσεις δίπλα στα «αιώνια» βαρέλια, να τα αγκαλιάσεις και να αφήσεις τους «ειδικούς» να σου πουν τις δεκάδες ιστορίες τους. Συναρπαστικές, με μια αλήθεια που τσακίζει και ξαναδημιουργεί παλιές εικόνες. Μάθαμε πολλά. Από ποια Δάφνη πήρε τ' όνομά της η διάσημη Μαυροδάφνη. Πώς αντέχουν τα παλιά κρασιά στον χρόνο. Ποιες είναι αυτές οι «σχέσεις» αφιέρωσης που έχουν τα περισσότερα βαρέλια στα (πολύ) παλιά κελάρια με τις μεγάλες προσωπικότητες της κάθε εποχής που πέρασαν κάποια στιγμή, τα άγγιξαν, και «μάρκαραν» πάνω τους το όνομα τους. Από βασιλείς σε στρατηγούς, από αθλητές σε πολιτικούς, από καλλιτέχνες σε άξιους ρήτορες. Ονόματα πολλά. Ο Θάνος Μικρούτσικος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος. Η αυτοκράτειρα Σίσσυ. Η Νάντια Κομανέτσι. Προσπάθησα να διεκδικήσω κι εγώ ένα βαρέλι, να περάσω στην ιστορία. Απέτυχα. Θα επιστρέψω με περισσότερες δυνάμεις.
To KinoFest - Φεστιβάλ Γερμανόφωνου Κινηματογράφου ιδρύθηκε από την ABCinema σε συνεργασία με το Goethe-Zentrum Patras το 2019 με σκοπό να αναδείξει τις καλύτερες γερμανόφωνες ταινίες και να προωθήσει τη γερμανόφωνη οπτικοακουστική δημιουργία στην Ελλάδα.
Και κάπου εδώ σημειώνουμε δύο ονόματα: Αντώνης Κορκόντζηλας και Γεωργία Ανδρικοπούλου. Η εργασία τους για να επιτευχθεί όλο αυτό, για πέμπτη φορά -δύο on line λόγω πανδημίας- είναι για βαθύ χειροκρότημα. Τους το δίνω, κυρίως γιατί παλεύουν καθημερινά με ανεμόμυλους και τα καταφέρνουν - και λόγω επιθέτου έχω και μια ευαισθησία περί του θέματος.
«Ένας από τους στόχους του φεστιβάλ είναι να φέρουμε γερμανόφωνες οπτικοακουστικές παραγωγές στις περιοχές της Δυτικής Ελλάδας», διευκρινίζει ο Αντώνης σε μια συζήτηση που έχει μαζί μας κι εγώ σκέφτομαι πως αυτό είναι πράγματι μια σωστή κατεύθυνση, γιατί ο κινηματογράφος είναι καθρέφτης και εμείς έχουμε τρελά σημεία, έτοιμα εκεί, για καθρεφτισμούς γεμάτους όμορφες αλήθειες.
Οι ταινίες δεν ήρθαν μόνο από την Γερμανία. Συνέδραμαν στο κινηματογραφικό κέφι και άλλες χώρες όπως η Ελβετία, η Αυστρία και το Λουξεμβούργο - κάποια στιγμή θα θέλαμε πολύ να δούμε και το Λίχτενσταϊν αν και τώρα που το γράφω δεν θυμάμαι να έχω δει ταινία από κει ούτε στα Γερμανικά ούτε σε άλλη γλώσσα. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Πρεσβεία της Ελβετίας, η Αυστριακή Πρεσβεία και η Πρεσβείας του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου είναι αυτές που αγκαλιάζουν το Φεστιβάλ, βοηθώντας το να επιβιώνει έστω και οριακά, όταν οι δικοί μας χαζεύουν τα αστέρια στα μεζεδοπωλεία της παραλίας.
Μάθαμε και άλλα τόσα
Αν τα φημισμένα σκαλιά της Πάτρας είναι ακόμη «κλειδωμένα» μέσα σου σαν ένας εφηβικός φόρος τιμής στο «Λόγω τιμής», μάθε πως ακόμα έχουν αυτό το κάτι τις το «εφηβικό» να σου δείξουν. Δεν ξέρω αν τα ωραιότερα καφέ είναι αυτά που χαϊδεύουν τις περήφανες σκάλες, δεξιά και αριστερά, είναι σίγουρα πάντως τα πιο γραφικά.
Θα γκρινιάξω, που δεν το έχω και δύσκολο: Η εικόνα των δεκάδων ανεμογεννητριών στους λόφους του Αντίρριου είναι αποκρουστικές, και δεν γλιτώνεις από αυτό το διεστραμμένο νεκροταφείο από γιγάντιους ανεμιστήρες σε όποιο σημείο της παραλίας, από την από εδώ πλευρά, και αν είσαι.
Εκεί που ξεκινάς να ανεβαίνεις τον λόφο για να πας στις ταινίες, αν το μάτι σου μαγκώσει σε τίποτα νέον χρωματικές μαζώξεις, μια εικαστική παρεμβολή-υπερβολή στο πλάι του δρόμου, βοήθα το να το ξεπεράσει και συνέχισε τον δρόμο σου. Εδώ είναι της Μόνικας και έρχονται κυρίως παλικάρια που παίζει και να μην έχουν δει ποτέ στη ζωή τους Φιλαράκια!
Η Μαρίνα Σάττι θα «τυραννά» τα μπαράκια της πόλης μέχρι πρωίας, ως τη δευτέρα παρουσία, it's a fact!
Είδαμε και ταινίες - τις δύο μέρες που ήμουν εκεί
Το βραβείο καλύτερης ταινίας της κριτικής επιτροπής απονεμήθηκε ομόφωνα στη γερμανική ταινία When Will It Be Again Like It Never Was Before της Σόνια Χάις. Στο φιλμ πρωταγωνιστεί ο μικρός γιος του διευθυντή μίας πρωτοποριακής ψυχιατρικής γερμανικής κλινικής, που, μαζί με τα αδέρφια του και τη μητέρα του, συναναστρέφεται καθημερινά τους νεαρούς τρόφιμους που μπαινοβγαίνουν στο σπίτι τους, σε μια εύθραυστη συνθήκη απόλυτης αποδοχής. Η ταινία παρακολουθεί τρεις διαφορετικές περιόδους στη ζωή του παιδιού, που αντιμετωπίζει και το ίδιο ψυχολογικά προβλήματα.
Το σκεπτικό της κριτικής επιτροπής ήταν το εξής:«για το απροσδόκητα συγκινητικό ταξίδι ενηλικίωσης του κεντρικού χαρακτήρα που μας έκανε να αναλογιστούμε τα δικά μας παιδικά και εφηβικά χρόνια και τελικά την αποδοχή ότι η ζωή είναι μια σειρά συναντήσεων και αποχαιρετισμών. Για τη διεισδυτική και τρυφερή ματιά της σκηνοθέτιδας σε μια οικογένεια που ζει με ανθρώπους σε θεραπευτικό πλαίσιο, εναλλάσσοντας ουσιαστικά τους ρόλους σε ένα κινηματογραφικό σκηνικό και μουσική που αναπαριστά πολύ πειστικά τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 στη Δυτική Ομοσπονδιακή Γερμανία. Και τέλος, για τον τρόπο που προσέγγισε την ετερόκλητη κοινότητα των ασθενών, καθώς αριστοτεχνικά παίζει με την έννοια της «κανονικότητας» και των ρόλων που αναλαμβάνουμε στο τρίγωνο θύτης-θύμα-σωτήρας».
Προσωπικά «ταξίδεψα» αλλιώς. Με το καραμελένιο Frankie Five Stars της Μπίργκιτ Μόλερ, μια συμπαραγωγή Φινλανδίας και Γερμανίας, με τη σχεδόν σουεραλιστική κωμική πινελιά του, το σωστό -όσο, όσο- κλείσιμο του ματιού του στο Αμελί του Ζαν-Πιερ Ζενέ, την χαρισματική του πρωταγωνίστρια (η Λένα Ουρζεντόφσκι ως Φράνκι είναι ένα πλάσμα από άλλο πλανήτη) και βεβαίως μια κεντρική σεναριακή ιδέα που ξέρει και πώς να αναπτυχθεί και πώς να εξηγηθεί και πάνω από όλα πώς να συστήσει τίμια και άρτια τις πιο γλυκές και αιχμηρές πτυχές της. Μια κοπέλα που θέλει απλά να ερωτευθεί πρέπει να τιθασεύσει όχι τόσο την κανονική αυτή ανάγκη της, όσο τις διαφορετικές, εξωφρενικά ατίθασες προσωπικότητες της που κατοικούν σε ένα ξενοδοχείο στην άκρη του μυαλού της και είναι έτοιμες κάθε στιγμή να εμφανιστούν και να στείλουν την όποια normalité στο διάολο (o Ζενέ πάλι εδώ με την Delicatessen αισθητική του έτοιμος να «συμπαρασταθεί»). Ψάξτο και θα με θυμηθείς.
Το βραβείο κοινού απέσπασε με μεγάλη πλειοψηφία η απενοχοποιημένη εμπορική κωμωδία Bonjour Switzerland του Πέτερ Λουίζι, που έδειξε πως κάτι τόσο φαινομενικά κλισεδιάρικο μπορεί να σπάσει όλες τις αντιστάσεις και να φέρει ανεξέλεγκτα χαμόγελα στην επιφάνεια, ακόμη κι αν αυτά λόγω διάχυτης εσωστρέφειας δεν βγάζουν ήχο. Το στόρι πάει ως εξής: Ένα τρελό δημοψήφισμα θέτει την Ελβετία σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Στο εξής θα πρέπει να υπάρχει μόνο μία εθνική γλώσσα: Γαλλικά. Όμως οι γερμανόφωνοι και οι ιταλόφωνοι Ελβετοί επαναστατούν, κι ένας γερμανόφωνος αστυνομικός καλείται να επιβάλει τον νόμο, παρά το ότι δεν έχει καμία τέτοια διάθεση… Τόσο διασκεδαστική που το ελληνικό art προφίλ σου δυσκολεύεται να αποδεχτεί - κακό του κεφαλιού σου.
Υπήρχαν βεβαίως και αυτοί που είχαν πάει και πιο νωρίς και είδαν κι άλλες. Όπως το Everybody Wants to Be Loved της Katharina Woll που απέσπασε θετικά σχόλια, με ηρωίδα την Ίνα, μια γυναίκα η οποία βάζει τις ανάγκες όλων πάνω από τις δικές της, μέχρι που μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, όταν η εγωκεντρική μητέρα της γιορτάζει τα 70α γενέθλιά της, κάτι συμβαίνει που θα αλλάξει τα πάντα.
Το φεστιβάλ έληξε πανηγυρικά με τη γερμανική Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο στο πλαίσιο του αφιερώματος στα 70 χρόνια της German Films που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και παρακολουθεί την προσπάθεια ενός ιδεαλιστή νεαρού Γερμανού να επιβιώσει. Ταινιάρα, που την είχαμε δει στο Netflix αλλά ουδέποτε στη μεγάλη οθόνη - να η ευκαιρία είπαμε, πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη στην Ελλάδα, και την αρπάξαμε.
Την άλλη μέρα φύγαμε. Και υποσχεθήκαμε -στον εαυτό μας- πως θα επιστρέψουμε. Και ας μην καταφέρουμε ποτέ να μάθουμε γρι γερμανικά.