
Στη Λήμνο, το φως του Βορείου Αιγαίου έχει την παράξενη δύναμη να τρυπώνει στη μουσική, να αλλάζει τον τόνο της φωνής, να κουρδίζει τα όργανα. Εκεί, στο Kournos Music Festival, η Μάρθα Μαυροειδή, με την ηλεκτρική λάφτα της, χτισμένη από τον Γιάννη Κάτο, και ο Ari Tavares, με ρυθμούς γεννημένους στο Πράσινο Ακρωτήρι και τη Λισαβόνα, έστησαν μια συνάντηση που είναι κάτι παραπάνω από συνεργασία. Μια νέα μουσική ανάγνωση του έργου «Μικρές Κυκλάδες» του Μίκη Θεοδωράκη και του Οδυσσέα Ελύτη — ένα από τα πιο παιχνιδιάρικα και ανάλαφρα εγχειρήματα των σπουδαίων δημιουργών. Η συναυλία –ανάθεση του Φεστιβάλ Kournos– θα πραγματοποιηθεί στο Δημοτικό Σχολείο Δάφνης στη Λήμνο, την Τετάρτη 13 Αυγούστου 2025 στις 21.00, με ελεύθερη είσοδο.
Ανάμεσα σε πολιτικές αποχρώσεις, προσωπικές μνήμες και μελωδίες που κουβαλούν κόσμους, οι «Μικρές Κυκλάδες» έγιναν αφορμή για να ανοίξει ένας διάλογος που δεν μιλά μόνο για μουσική, αλλά για το πώς δύο άνθρωποι μπορούν να βρουν μια κοινή γλώσσα πριν καν ανοίξουν το στόμα τους. Γιος του πρωτοπόρου Αφρικανού χορογράφου και στενού συνεργάτη της Pina Bausch, Antonio Tavares, ο Ari ξεκίνησε από μικρή ηλικία την έρευνα στη μουσική και τα ηχοτοπία, δημιουργώντας μοναδικές ηλεκτροακουστικές όπερες που συνδυάζουν beatboxing, ηλεκτρονικά μέσα και φωνητικά overtones. Αποτελεί μέλος του μουσικού συγκροτήματος Tristany και έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμα δημιουργικά πρότζεκτ στον χώρο των παραστατικών τεχνών και του κινηματογράφου, με παρουσιάσεις σε σημαντικούς χώρους όπως το Mercat de les Flors στην Βαρκελώνη και το Naves del Español στο Ματαδέρο της Μαδρίτης.

Η Μάρθα Μαυροειδή έχει συνθέσει μουσική για παραστάσεις χορού και θεάτρου, που έχουν παρουσιαστεί στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Εθνικό Θέατρο, στο Onassis Cultural Center New York, στο Φεστιβάλ Αθηνών, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στο Theatre de Nimes, στο SIDance Seoul κ.α. Με το κουαρτέτο της έχει περιοδεύσει σε Ευρώπη και Αμερική. Είναι μέλος του μουσικού σχήματος «Σμάρι» και του φωνητικού συνόλου “Χειλανθή”. Συντονίζει εργαστήρια πολυφωνικού τραγουδιού και διευθύνει τη χορωδία παραδοσιακής μουσικής “Η Ροδιά”. Έχει εκδώσει πέντε προσωπικούς δίσκους και ένα βιβλίο με συνθέσεις για φωνητικό σύνολο.
Η νέα αυτή προσέγγιση των δύο δημιουργών στο φημισμένο έργο είναι εντελώς πρωτότυπη: τριζόνια, αστερισμοί, ο μικρός Βοριάς, οι στίχοι του εξόριστου στη Λήμνο Άρη Αλεξάνδρου, η χιπ χοπ ποίηση του Saul Williams, το ούτι και το beatboxing — ένας συναρπαστικός κόσμος ποίησης, πολιτικής τέχνης και φαντασίας που συνομιλεί με τις διαχρονικές μελωδίες του έργου. Μια μοναδική στιγμή στην πενταετή πορεία του Φεστιβάλ, που τιμά τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη.
Η Propaganda μίλησε με τους δύο καλλιτέχνες και κατέγραψε μερικές σκέψεις τους για το εγχείρημα:

Μάρθα Μαυροειδή
Έχετε συνδέσει την πορεία σας με την παραδοσιακή μουσική, τη λάφτα και τις πολυρυθμίες. Πώς «χώρεσαν» μέσα σε ένα τόσο εμβληματικό έργο, όπως οι «Μικρές Κυκλάδες»;
Ο καθένας κουβαλάει στις βαλίτσες του ένα μοναδικό συνδυασμό από μουσικές επιρροές. Ό,τι κι αν κάνω μουσικά, στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπάρχει πάντα ο τεράστιος πλούτος της παραδοσιακής μουσικής. Η λάφτα που θα χρησιμοποιήσω στην παράσταση είναι μια ηλεκτρική λάφτα, ένα custom όργανο κατασκευής Γιάννη Κάτου, που με τη βοήθεια ηχητικών εφέ μου δίνει την δυνατότητα να παράγω διαφορετικά ηχητικά περιβάλλοντα. Η πολυρυθμία είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιώ όταν θέλω να παίξω με τον ρυθμό, και ο συνεργάτης μου σε αυτό το πρότζεκτ, ο beatboxer Ari Tavares, έχει τα ρυθμικά σχήματα στο κέντρο της μουσικής του. Οι Μικρές Κυκλάδες αποτελούν την αφορμή και την έμπνευση για να αναπτύξουμε και να συνδυάσουμε τις διαφορετικές μουσικές μας ιδέες με τον Ari.
Η συνεργασία σας με τον Ari Tavares φέρνει κοντά δύο πολύ διαφορετικές μουσικές γλώσσες. Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση;
Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με μουσικό από το Πράσινο Ακρωτήρι, και μόλις η δεύτερη που συνεργάζομαι με beatboxer. Η πρόκληση αλλά και η έμπνευση είναι η ίδια η συνύπαρξη, τα διαφορετικά μουσικά ιδιώματα και τα σημεία που αυτά συναντιούνται. Κι ενώ θα περίμενα ότι ο ρυθμός θα ήταν το κοινό μας έδαφος, ο Ari με εξέπληξε φέρνοντας υπέροχες μελωδίες που εμπνέονται από τα κομμάτια του κύκλου Μικρές Κυκλάδες.
Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη είναι γεμάτο αναγνωρίσιμες μελωδίες αλλά και βαθιά πολιτικά και ποιητικά νοήματα. Πώς βρήκατε τον δικό σας τρόπο να τα φέρετε στο σήμερα χωρίς να χαθεί η ουσία τους;
Η πολιτική διάσταση της μουσικής με απασχολεί πολύ, όχι όμως με τον τρόπο που έχει συνδεθεί το έργο του Θεοδωράκη με πολιτικούς αγώνες. Με ενδιαφέρει η δύναμη της μουσικής να προκαλέσει ανατροπή χωρίς όμως την βοήθεια του λόγου, χωρίς να συνδεθεί με κάποια ρητορική. Η μουσική είναι κοντά στον πυρήνα της επανάστασης γιατί απευθύνεται στη φαντασία. Δεν γίνεται να παλέψεις για ένα καλύτερο κόσμο εάν δεν τον έχεις φανταστεί πρώτα: το γεγονός ότι η μουσική μπορεί να υπονοήσει πως είναι εφικτή η ύπαρξη μιας πραγματικότητας άλλης από αυτή που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας, αυτή είναι η πηγή από όπου αναβλύζει το συντριβάνι της επανάστασης.
Οι «Μικρές Κυκλάδες» είναι έργο γεμάτο θάλασσα και φως. Πώς συνομιλήσατε με τον Ari Taveres για να βρείτε την κοινή σας «γλώσσα»;
Η θάλασσα και το φως είναι δύο στοιχεία με τα οποία και οι δύο μας έχουμε διαμορφώσει την αισθητική μας, μέσα από τα τοπία της παιδικής μας ηλικίας. Η κοινή μας γλώσσα δεν περιλαμβάνει μόνο τις μουσικές μας συγγένειες αλλά και τις εικόνες οι οποίες γέμισαν το οπτικό μας πεδίο σε αυτά τα πρώτα σημαντικά χρόνια που ο εγκέφαλος καταγράφει χωρίς φίλτρα και λογοκρισία. Από την πρώτη κιόλας πρόβα νιώσαμε οικεία· χωρίς να χρειαστεί να πούμε πολλά, συμφωνούσαμε μέσα από την μουσική. Στις συζητήσεις μας όμως εκτός πρόβας, δεν μπορούσαμε να μην μιλήσουμε για την επικαιρότητα. Λίγοι είναι οι καλλιτέχνες σήμερα που κάνουν τέχνη χωρίς να έχουν τη Γάζα στο μυαλό τους.
Ποιο ελπίζετε να είναι το πιο δυνατό συναίσθημα που θα πάρει μαζί του το κοινό μετά την πρώτη παρουσίαση αυτής της νέας εκδοχής στη Λήμνο, στο πλαίσιο του Kournos Music Festival;
Ας είναι αυτό της επούλωσης και της παρηγοριάς.

Ari Tavares
Δημιουργήσατε έργα που συνδυάζουν beatboxing, ηλεκτρονική μουσική και φωνητικούς υπερτονισμούς. Πώς προσεγγίσατε τη μουσική γλώσσα του Μίκη Θεοδωράκη;
Πρώτα απ’ όλα, είμαι εξαιρετικά ευγνώμων που μου δόθηκε η δυνατότητα να εμβαθύνω στην ουσία αυτού του πρότζεκτ, να μοιραστώ το όραμα του μεγάλου δημιουργού αλλά και των επιμελητριών του Kournos Music Festival. Στην πραγματικότητα, αυτή η προσέγγιση ήρθε μέσα από αυτά που ένιωσα όταν τον άκουσα.. Το πλησίασα, τεχνικά μιλώντας, χρησιμοποιώντας τη μελωδική γραμμή ως κύριο στοιχείο και το beatbox ως ρυθμική βάση, που επιτρέπει στη φωνή να κινείται ελεύθερα. Άλλωστε, το επίκεντρο αυτού του πρότζεκτ αφορά το συναισθηματικό μήνυμα που μεταφέρουν οι ήχοι και πώς να μεταφερθεί αυτή η ουσία μέσα από μια άλλη εμπειρία — όχι μια κατά λέξη αναπαραγωγή της σύνθεσης, αλλά μια πρόταση για το τι θα μπορούσε να είναι, αν μεταφέραμε αυτό το συναισθηματικό φορτίο σε άλλες δημιουργικές διαστάσεις.
Η μουσική σας συνδυάζει παραδόσεις της Αφρικής, της Ευρώπης και του Ατλαντικού. Πώς επηρέασαν αυτές οι διαφορετικές αναφορές τον τρόπο που προσεγγίσατε αυτό το έργο;
Αυτές οι παραδόσεις και τα χαρακτηριστικά αποτελούν μέρος της δημιουργικής μου ταυτότητας, οπότε όταν αντικρίζω αυτό το σύμπαν που δημιούργησε ο Θεοδωράκης, το βλέπω φυσικά μέσα από αυτά τα φίλτρα που κουβαλώ. Η αλήθεια είναι πως νιώθω ότι η φύση και το περιβάλλον στο οποίο βρισκόμαστε επηρεάζουν άμεσα τη δημιουργία μας. Το δικό μου βλέμμα διαμορφώθηκαν στη Λισαβόνα, μια παλιά ναυτική πόλη, και στο Πράσινο Ακρωτήριο, τα χρυσά μου νησιά. Νιώθω ότι η παρουσία της θάλασσας, του ανέμου, των βράχων και του νησιού αποτελούν μέρος όλου αυτού του έργου, και τα μηνύματα αντικατοπτρίζουν επίσης αυτή την εσωτερική σχέση με τα συναισθήματα που κυριαρχούν σε αυτές τις υπαρξιακές συνθήκες — από τον φόβο στην απώλεια, από την αβεβαιότητα και την περιέργεια για το τι υπάρχει πέρα από τον μπλε ορίζοντα, έως την ελευθερία και την αγάπη που βιώνεται μέσω της συνύπαρξης και της εκτίμησης όσων έχουμε εδώ. Όλα αυτά καρυκευμένα με γαστρονομικές στιγμές γεμάτες φροντίδα και μοίρασμα. Περισσότερο από μουσικά ζητήματα, νιώθω ότι αυτή η σύνδεση προκύπτει από τον τρόπο που βλέπει κανείς τη ζωή και τον χρόνο.
Υπήρξαν κάποιες εικόνες ή ήχοι στη Λήμνο που νας σε ενέπνευσαν;
Ήταν αξέχαστες στιγμές, γιατί τις φύλαξα στην καρδιά μου, ακόμα κι αν κάποια μέρα το μυαλό δεν τις θυμάται καλά, ξέρω ότι η καρδιά μου θα διατηρήσει αυτή την παρουσία. Από τα παραδοσιακά γεύματα με γάτες να με κοιτάζουν αφ’ υψηλού, μέχρι τα προϊστορικά ερείπια που ψιθυρίζουν μυστικά που μόνο ο άνεμος γνωρίζει. Πολλές ήταν οι στιγμές που με ενέπνευσαν. Αλλά χωρίς αμφιβολία, αυτό που με ενέπνευσε περισσότερο ήταν η μουσική μου συνομιλία με τα πουλιά. Είχα την τύχη να κάνω πρόβες σε εξωτερικό χώρο και ένιωσα πως τα πουλιά ήταν οι κύριοι κριτές. Δημιούργησα μια μουσική βάση μιμούμενος τους ήχους τους και η ανταπόκρισή τους ήταν σαν σκηνή από ταινία φαντασίας: πέταξαν κοντά μου, ζευγάρια πάνω στις στέγες να παρακολουθούν, σαν να ήταν σε ραντεβού, και όσο έδυε ο ήλιος επέστρεφαν στις φωλιές τους. Το να νιώσω αυτή την αντίδραση ήταν κάτι που με σημάδεψε βαθιά. Φυσικά, οι άνθρωποι που γνώρισα σε όλη αυτή τη λημνιακή διαδρομή ήταν εκείνοι που έκαναν αυτή την εμπειρία ακόμη πιο ξεχωριστή και είμαι αιώνια ευγνώμων για όλα τα ειλικρινή χαμόγελα και την έντιμη ανταλλαγή- Ειδικότερα οι καλλιτεχνικές διευθύντριες του Φεστιβαλ Αναστασία Κότσαλη και Λητώ Μεσσηνη με ενέπνευσαν να βουτήξω σε αυτή την περιπλάνηση, να μοιραστούμε ιδέες και προτάσεις στην καρδιά του Βόρειου Αιγαίου.
Από την πλευρά πως νιώθετε ότι βρέθηκε εν τέλει η κοινή «γλώσσα» με την Μάρθα Μαυροειδή;
Στην πραγματικότητα, αυτή η συνεννόηση έγινε χωρίς λόγια. Ήταν κάτι αυθόρμητο — ανταλλάξαμε βλέμματα και στήσαμε το setup. Και καθώς αρχίσαμε να «χορεύουμε» μουσικά ο ένας με τον άλλο, αρχίσαμε να αποκρυπτογραφούμε αυτόν τον κοινό χώρο. Νιώθω ότι η παρουσία του ίδιου του έργου ήταν το όχημα για να φτάσουμε σε αυτή τη γλώσσα, γιατί πάνω του θεμελιώσαμε αυτό το ταξίδι. Το πρότζεκτ έχει έναν ξεκάθαρα επαναστατικό χαρακτήρα, γιατί δεν προκύπτει από την αναζήτηση μιας συγκεκριμένης απάντησης, αλλά από την ηχώ της ερώτησης και της αναζήτησης. Γι’ αυτό σας ζητώ να δείτε αυτή τη συναυλία σαν ένα ταξίδι και όχι έναν προορισμό, μια διαδικασία σε συνεχή μετάλλαξη και όχι ένα στατικό αποτέλεσμα. Προετοιμαστήκαμε κυρίως ώστε, τη στιγμή της παρουσίασης, να μπορέσουμε να διοχετεύσουμε όλη αυτή τη μαγεία που γεννήθηκε στις "Little Cyclades" με τρόπο αυθεντικό και γεμάτο ορμή.
Ποιο είναι το πιο έντονο συναίσθημα που πιστεύετε ότι θα πάρει μαζί του το κοινό μετά την πρώτη παρουσίαση αυτής της νέας εκδοχής στη Λήμνο, στο πλαίσιο του Kournos Music Festival;
Ελπίζω το κοινό να πάρει μαζί του τη λεπτότητα και τη φως που μπορεί να βρεθεί ακόμη και στις πιο έντονες και δύσκολες στιγμές. Υπάρχει μια φράση που συμπυκνώνει όλη αυτή την ελπίδα: «αν υπάρχει λύπη, ας είναι ευτυχισμένη». Με την έννοια ότι η μουσική είναι η παγκόσμια γλώσσα. Μπορεί να μην καταλαβαίνουμε τα λόγια, αλλά τα συναισθήματα γίνονται αντιληπτά ακόμη κι αν δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε. Εύχομαι να πάρουν μαζί τους και αυτή την τολμηρή προσέγγιση των εννοιών και των δημιουργιών. Χρειάζεται θάρρος για να εμπιστευτείς τον «άλλο», κάτι εξαιρετικά πολύτιμο. Ακόμη περισσότερο όταν ο «άλλος» προέρχεται από άλλο τόπο, άλλη κουλτούρα. Σε έναν κόσμο όλο και πιο πολωμένο και ακραίο, το να καταλάβουμε ότι οι διαφορές μας είναι αυτές που εμπλουτίζουν την οπτική μας για τον κόσμο, είναι ζωτικής σημασίας. Όταν μοιράζομαι την ιστορία μου, την παράδοση, τον πολιτισμό μου με κάποιον άλλο, εκείνος μου φέρνει στο φως πράγματα που ίσως δεν θα έβλεπα ποτέ. Γι' αυτό το ταξίδι είναι τόσο σημαντικό — είτε πρόκειται για μια περιπλάνηση στον κόσμο είτε για μια βόλτα με κλειστά μάτια, χωρίς να φύγεις καθόλου από το ίδιο μέρος.