
Το ελληνικό φως. Υπέροχο, άτρωτο, αθάνατο, εκτυφλωτικό. Αυτό μου έμεινε πάνω απ’ όλα από το φετινό Evia Film Project που γιόρτασε δυνατά, με ταινίες και μουσικές, το ελληνικό καλοκαίρι, ξεχνώντας λίγο την παράνοια και τη βία που επικρατεί δυο βήματα από την πόρτα μας. Κλείσαμε τις ειδήσεις και τις τηλεοράσεις -γιατί αλλιώς δεν γίνεται- και όσο κι αν, η αλήθεια είναι, μιλήσαμε για όσα άθλια συμβαίνουν -γιατί να τα ξεχάσεις πώς μπορείς- αφιερωθήκαμε σε αυτό το δικό μας καλοκαίρι που δεν είναι τόσο ανέμελο πια, όσο κι αν όλος ο κόσμος το ζηλεύει - όπως δεν παρέλειψαν να τονίσουν σε διάφορες στιγμές οι ξένοι επαγγελματίες και δημιουργοί που βρέθηκαν στη Βόρεια Εύβοια: «Μα πώς μια τόσο μικρή χώρα έχει τόσες διαφορετικές εικόνες φύσης, τέτοια θάλασσα, τέτοιο φως!», λένε κάθε φορά μετά τις περιηγήσεις τους στα βουνά και τις παραλίες του νησιού. Έλα μου ντε, που θα λέγαμε με περηφάνεια μεταξύ μας. Γι’ αυτό να φυλάμε σαν τα μάτια μας τον τόπο και άλλο κακό την Εύβοια, που ακόμη από τις φωτιές μετράει τις πληγές της, να φροντίσουμε να μην την βρει. Οι καταστροφικές πυρκαγιές έγιναν η αφορμή για να γεννηθεί αυτή η πράσινη δράση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που συνεχίστηκε για τέταρτη χρονιά, συμβάλλοντας με τον δικό της τρόπο στην αναγέννηση του τόπου. Και η αλήθεια είναι πως η μάνα φύση έχει ξαναρχίσει να βγάζει τα “μπουμπούκια” της, τα δένδρα και τους θάμνους της πάνω στα καμένα, να καλύπτει το μαύρο χρώμα με ζωή, όπως διαπιστώσαμε. Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς…
Πολλές οι συγκινητικές στιγμές, πολλοί οι καλεσμένοι - σχεδόν όλο το ελληνικό σινεμά ήταν εκεί εκπροσωπώντας διαφορετικές γενιές, από τους βετεράνους ως τα νιάτα που βάζουν τώρα τους σπόρους τους στη μεγάλη οθόνη. Και ήταν πραγματικά διαφορετικό το σκηνικό, όταν 250 άτομα, Έλληνες και ξένοι άνθρωποι του σινεμά, επιβιβαστήκαμε στο «Ελισάβετ ΙΙ» και πλεύσαμε από τα Λουτρά της Αιδηψού στη Λίμνη για να παρακολουθήσουμε την ημερίδα «Κινηματογραφώντας το ελληνικό καλοκαίρι: φως και μύθοι, στερεότυπα και προκλήσεις». Όλοι μαζί, σε ένα σύντομο ταξίδι πάνω σε λάδι θάλασσα, να απολαμβάνουμε τα πανέμορφα γαλανά παράλια της Βόρειας Εύβοιας, τα Ήλια, τις Ροβιές, τις αμμουδιές, τις καταπράσινες πλαγιές που χρύσιζαν κάτω από τις δυνατές αχτίδες του ήλιου.

Απόψε κυρίες και κύριοι θα δούμε το «Τζένη Τζένη» του Ντίνου Δημόπουλου -και πάλι στη μεγάλη οθόνη, όπως στα χρόνια τα παλιά, στα θερινά τα σινεμά
«Το ελληνικό φως είναι σκληρό, και ειδικά στο έγχρωμο φιλμ χρειάζεται προσοχή και ακρίβεια. Οι απαιτήσεις είναι διαφορετικές, ανάλογα αν το φιλμ είναι ασπρόμαυρο ή έγχρωμο. Ωστόσο, όλοι οι Έλληνες διευθυντές φωτογραφίας κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν το ελληνικό φως και να κάνουν υπέροχες δουλειές», έλεγε δυο βράδια πριν ο αειθαλής, θρυλικός διευθυντής φωτογραφίας και σκηνοθέτης Νίκος Καβουκίδης στον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Ορέστη Ανδρεαδάκη, όταν τον ρώτησε αν ισχύει η φήμη ότι οι σκηνοθέτες το αποφεύγουν γιατί είναι δύσκολο να αποτυπωθεί. Αξέχαστη η τιμητική αυτή βραδιά για τον «Νέστορα της φωτογραφίας και μάγο του φωτός», στον κατάμεστο κινηματογράφο «Απόλλων» της Αιδηψού, καθώς είχε πολλά να πει πριν την προβολή της γυρισμένης στις Σπέτσες ταινίας «Τζένη Τζένη» του Ντίνου Δημόπουλου, μία από τις πολλές που κινηματογράφησε στα 70 χρόνια της επαγγελματικής πορείας του. Μίλησε για την βαθιά σχέση του με την Τζένη Καρέζη -που αγαπούσε τρελά το ψαροντούφεκο, το ούζο και το τάβλι, είπε-, την Αλίκη Βουγιουκλάκη που τον άφησε να την φωτίσει όπως ήθελε εκείνος, και για άλλες στιγμές από τα χρόνια του στην Φίνος Φιλμ. Και φυσικά, αναφέρθηκε στην συναρπαστική θητεία του στον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, καθώς ο θρυλικός δάσκαλος «είναι από τους λίγους διευθυντές φωτογραφίας που συνεργάστηκε με όλους τους σκηνοθέτες που όρισαν αυτό το επαναστατικό ρεύμα του ελληνικού σινεμά: τον Παντελή Βούλγαρη, τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Ροβήρο Μανθούλη και βέβαια τον Νίκο Κούνδουρο, σε επίσης εμβληματικές και σπουδαίες ταινίες, όπως «Το προξενιό της Άννας», «Τα χρώματα της ίριδος», το «1922», το «Μπορντέλο», το «Μπάυρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου» και άλλες», όπως επεσήμανε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης.

Ο θρυλικός διευθυντής φωτογραφίας Νίκος Καβουκίδης με τον Σπύρο Παπαδόπουλο και τον Ορέστη Ανδρεαδάκη
Και ο Νίκος Καβουκίδης, συγκινημένος και χαρούμενος που έβλεπε τόσους Ευβοιώτες εκεί, τους διηγήθηκε μια ιστορία από τα γυρίσματα στα «Χρώματα της ίριδος», σε παραλία της Εύβοιας: «Σε μια σκηνή, ο Κώστας Σφήκας έπρεπε να βυθιστεί στο νερό κρατώντας μια ομπρέλα, αλλά δεν σκέφτηκε κανείς πόσο γρήγορα βαθαίνει η παραλία. Έτσι αυτός περπατούσε και περπατούσε για ώρα αλλά δεν βυθιζόταν με τίποτα! Τελείωσε το φιλμ, βράχηκε και το κοστούμι του. Ευτυχώς την επόμενη μέρα είχε κύμα και κάπως το κλέψαμε, καταφέραμε και τον βυθίσαμε. Θέλω να πω πως στον κινηματογράφο δεν μπορούμε να τα προβλέπουμε όλα, αλλά με επιμονή τα καταφέρνουμε».
Κι έτσι συνεχίζει να υπάρχει το σινεμά μας δεκαετίες μετά, στις δύσκολες μέρες που περνάει: «με επιμονή τα καταφέρνουμε». Τόσο απλά. Το είπανε και οι κινηματογραφάνθρωποι στην ημερίδα, ότι πάντα καταφέρνουν να βρούνε λύσεις σε όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν -είτε στην παραγωγή είτε στην κινηματογράφηση, τρανό παράδειγμα το γύρισμα κάτω από αυτό το σκληρό φως του ελληνικού καλοκαιριού, τον ήλιο που σε λιώνει... Όμως είναι κάπως σαν τους πυροσβέστες και αυτοί, καταφέρνουν να σβήσουν όλες τις φωτιές καθώς άλλη διέξοδο δεν έχουν -κι αν ακούγεται υπερβολή αυτό, όταν πας σε γύρισμα θα το καταλάβεις.
Η ημερίδα έκλεισε με πινελιές ποίησης από τον ποιητή -αλλά και υγειονομικό με εξειδίκευση στις ΜΕΘ- Γιάννη Αντιόχου που μίλησε για το ισχυρό καθεστώς φωτός του ελληνικού καλοκαιριού που το πολλαπλασιάζει η θάλασσα, διάβασε σχετικούς στίχους του Σεφέρη και διερεύνησε τη σχέση του βλέμματος με το καλοκαιρινό φως της Ελλάδας, όπως αυτή εγγράφεται στη μνήμη και στο τοπίο. Κάτω από αυτό το εκτυφλωτικό φως το οποίο τόση ώρα μελετάγαμε, πήραμε το δρόμο από το κτίριο Μελά για την ταβέρνα «Πλάτανος». Να κλείσουμε έτσι, όσο πιο ελληνικά και γιορτινά γίνεται, με την Κορίνα την αγαπημένη (που άφησε την Αθήνα για την Εύβοια), να σερβίρει μεζέδες τοπικούς και κρασάκι δίπλα στην αστραποβολούσα θάλασσα, αυτήν την μέρα-αφιέρωμα στο ελληνικό καλοκαίρι που δοκιμάζεται, μας δοκιμάζει και εξαιτίας μας αλλάζει, ενώ αιώνια καταγράφεται και υμνείται.

Στο στέκι του φεστιβάλ, το "Κύμα" η Ελένη Αράπογλου, ερμηνεύει με τη μπάντα της διασκευές σε γνωστά ελληνικά τραγούδια για το καλοκαίρι
Το Evia Film Project έκλεισε τις φετινές αφιερωμένες στο «απέραντο γαλάζιο» του καλοκαιριού μας προβολές του, τα πάρτι του απέναντι στο ηλιοβασίλεμα και κάτω από το φεγγάρι, τις συναυλίες του με ποπ, τζαζ, ρεμπέτικους, παραδοσιακούς και έντεχνους ήχους σε κάθε γωνιά της Αιδηψού και της Λίμνης την μέρα της Μουσικής, τα masterclasses στην Αγία Άννα για τους φοιτητές του Τμήματος Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του ΕΚΠΑ στα Ψαχνά, τα παιδικά και εφηβικά εργαστήρια ρομποτικής του που έφτιαξαν ταινία. Και τις δράσεις της Αγοράς, την «αργή δικτύωση» που γοητεύει τους καλεσμένους της -συναντήσεις με φόντο το μοναδικό τοπίο της Βόρειας Εύβοιας- αλλά και το ξεχωριστό, αγαπημένο εργαστήρι αυτεπίγνωσης «Η τέχνη τού να κάνεις λιγότερα», από την ολιστική θεραπεύτρια Έλενα Χριστοπούλου.

Οι Ευβοιώτες πλημμύρισαν τον κινηματογράφο "Απόλλων" για να απολαύσουν την ταινία λήξης, το "Υπάρχω" του Γιώργου Τσεμπερόπουλου
Αν την αρχή του Evia Film Project την έκανε το απόλυτο καλοκαιρινό μιούζικαλ «Mamma Mia!», το τέλος το έγραψε με τον καλύτερο τρόπο το «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου -αγαπημένου δημιουργού των Ευβοιωτών και δικό τους άνθρωπο επίσης, καθώς περνούσε τα καλοκαίρια του στο σπίτι του στα Βασιλικά μέχρι που η ολέθρια φωτιά το πήρε μαζί της. Ο σκηνοθέτης που μαζί με τον Σάκη Μανιάτη έδωσαν στα νιάτα τους τα πολύτιμα «Μέγαρα» (1973), την ταινία που άνοιξε τον δρόμο στο οικολογικό ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα και παίχθηκε στο πρώτο Evia Film Project, όταν ακόμη οι φωτιές ήταν μνήμη νωπή προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση, αντίκρυσε πάλι ένα ασφυκτικά γεμάτο σινεμά. Αυτή τη φορά για την πρώτη προβολή στην Εύβοια της μεγαλύτερης επιτυχίας των τελευταίων ετών στο ελληνικό box office, την ταινία για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Και ήταν το κύμα στο «Κύμα», το στέκι του φεστιβάλ και εμβληματικό κτίσμα της Αιδηψού, που πήρε μαζί του να ταξιδέψει ως πέρα μακριά, τις νότες του «Υπάρχω». Φωνάζοντας ότι το ελληνικό καλοκαίρι υπάρχει, αλλά μας θέλει δίπλα του, με το νου, την καρδιά και τα μάτια μας πάνω του, για να εξακολουθήσει να υπάρχει ακμαίο και δυνατό και πάνω από όλα, ανέμελο.