Η αρχή έγινε με το έργο της Φωτεινής Πούλια. Όταν ο ιδιοκτήτης της Crux Galerie, Σάκης Παπακωνσταντίνου, προετοίμαζε την ατομική της έκθεση, ήρθε σε επαφή με το έργο της Εσμεράλδας Μομφερράτου και αμέσως διέκρινε τα κοινά τους στοιχεία. Πρόκειται για δύο διαφορετικές περιπτώσεις καταγραφής ενός «δράματος», που δημιουργούν έναν φαντασιακό κόσμο αποτελούμενο από ρεαλιστικά στοιχεία. Η διατομική αυτή έκθεση είναι τόσο ισορροπημένη, ακριβώς επειδή παρακολουθούμε την κοινή προσέγγιση εννοιών όπως η καταστροφή, η απώλεια, η βία και ο θάνατος να εκφράζεται με εντελώς διαφορετικούς τρόπους.
Μπαίνοντας στην Crux Galerie, ο θεατής βρίσκεται μέσα στο ψυχρό σύμπαν της Φωτεινής Πούλια. Ένας κόσμος ψυχρός, σχεδόν πολικός, τόσο γοητευτικός, αλλά και τόσο απρόσιτος. Βουνά της Νορβηγίας, ηφαίστεια, παγόβουνα, ένας τεράστιος κορμός στο Κολοράντο που καταστράφηκε μετά από καταιγίδα, μια αντεστραμμένη παράγκα, ένα κατεδαφισμένο σπίτι σε παλαιστινιακή γειτονιά στο Ισραήλ, ένας βράχος που λόγω της τριβής, κάποια στιγμή θα πέσει, όλα τονίζουν και υπενθυμίζουν τον κίνδυνο και την καταστροφή. Αν και η καλλιτέχνις έχει αφαιρέσει από τις εικόνες οποιοδήποτε ανθρώπινο στοιχείο, σε ένα μόνο έργο απεικονίζεται η ίδια με τα χέρια ψηλά δίπλα σε μια στοίβα από πλαστικά στρατιωτάκια και αυτή είναι η ιδανική αφετηρία για το ξετύλιγμα του αφηγήματός της.
«Στα προηγούμενα έργα μου, ό,τι ήθελα να πραγματευτώ, ουσιαστικά το έκανα με το αυτοπορτρέτο μου. Η ενότητα "Νο land" ξεκίνησε με δύο έργα στα οποία υπάρχω μεν, αλλά σε πιο απλή μορφή και αυτή ήταν μια έναρξη που με οδήγησε στο τι θέλω να κάνω μετά. Έτσι στα υπόλοιπα έργα έχω αφαιρέσει τελείως την ανθρώπινη ύπαρξη, ακόμα και όταν υπήρχε.
Αυτό που είχα κατά νου όταν ξεκίνησα ήταν να δώσω μια μορφή σε τόπους που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν πια όπως είθισται, εξαιτίας της ανθρώπινης επέμβασης.
Για παράδειγμα δύο τοπία από Κόσοβο και από Γάζα, τα οποία έχω παραμορφώσει και στα οποία έχω επέμβει αφαιρώντας το ανθρώπινο στοιχείο που προϋπήρχε, φανερώνουν την καταστροφή του πολέμου την οποία προφανώς προκαλεί ανθρώπινο χέρι.
Αυτοί οι τόποι παύουν πια να είναι οικείοι.
Εγώ παίρνω φόρμες, σχήματα, οντότητες, στοιχεία, αντικείμενα και τα μεταφέρω από τον φυσικό τους τόπο σε έναν τεχνητό, που είναι κενός και από χρόνο και από χώρο. Ο τεχνητός αυτός τόπος, που σχεδόν αρνείται την τρίτη διάσταση, έχει μια αίσθηση μυστικιστική και μεταφυσική και σε κάνει να νιώθεις πως δεν μπορείς πια να τον αγγίξεις, δεν μπορεί να κατοικηθεί ξανά.
Από την άλλη πλευρά, έχω συμπεριλάβει και τόπους που δεν μπορούν να κατοικηθούν λόγω των κλιματικών αλλαγών – που και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ανθρώπινη ευθύνη- ή λόγω της υψομετρικής θέσης τους και των κλιματικών συνθηκών. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει στην απόλυτη παγωνιά. Για εμένα, αυτή η αίσθηση του παγωμένου, αποτελεί ένα δίπολο: από τη μία θέλω να εκφράσω το πόσο παγώνω εγώ απέναντι σε όλα τα κακώς κείμενα της ιστορίας, αλλά και σε προσωπικές εμπειρίες και από την άλλη θέλω να δείξω την ψυχρότητα με την οποία το ανθρώπινο είδος κακοποιεί τη φύση, τους ανθρώπους, τα ζώα και την ίδια του την ύπαρξη.
Η ψυχρή και σχετικά μονοχρωματική γκάμα που χρησιμοποιώ, δημιουργεί ούτως ή άλλως μια αποστασιοποίηση, αλλά δηλώνει και τη δική μου θέση στα πράγματα. ΄Όπως κάθε άνθρωπος που τον αφορά συναισθηματικά όλο αυτό που συμβαίνει, έτσι κι εγώ νιώθω και εκφράζω την ανικανότητά μου να πράξω το οτιδήποτε, να προσφέρω, να παρέχω βοήθεια. Γύρω μας παίζεται ένα παιχνίδι το οποίο παρακολουθούμε αμέτοχοι και βουβοί.
Η ενότητα αυτή είναι πολύ “de profundis”, ξεκίνησε από το προσωπικό μου άγχος γιατί θα έχανα ένα σπίτι στο οποίο ζούσα πάρα πολλά χρόνια και ο προσωπικός μου «ξεριζωμός» συνέπεσε με το μεταναστευτικό ρεύμα από τη Συρία. Όλα τα έργα μου τα θεωρώ συναισθηματικούς τόπους. Πολλές φορές νιώθω ότι το παγόβουνο είναι αυτοπορτρέτο: εγώ παγωμένη, πλωτή, σε έναν χρόνο που κυλά πολύ αργά, να μην μπορώ να κάνω τίποτα.
Κάποιες φορές αισθανόμουν ότι τα έργα μου είναι σαν μετά- ρομαντικά τοπία. Έχω πάρα πολλούς αγαπημένους ρομαντικούς ζωγράφους και παίρνω στοιχεία από το πως δείχνουν τον χρόνο μέσα από πέτρες και βράχια που ζωγραφίζουν, αλλά από την άλλη είναι και η ασημαντότητα του ανθρώπου μπροστά στο κακό που μπορεί να φέρει η φύση.
Όλα τα έργα είναι "δίδυμα", τα δουλεύω ως διάλογο και από την αρχή ξέρω ποιο «αδερφάκι» θα έχει το κάθε έργο».
Στη δεύτερη αίθουσα, ένα πάτωμα από το σπίτι της γιαγιάς Εσμέ με καμένα και σπασμένα πλακάκια, ενώνεται με παιδικές πλαστελίνες που διεισδύουν για να κολλήσιουν, αλλά και να τονίσουν τις ρωγμές. Μικρά γλυπτά από απομεινάρια που έχει συλλέξει η καλλιτέχνις από δικές της προσωπικές στιγμές γίνονται σηματοδότες τόσο της φθοράς, όσο και της αναδόμησης, της. Το εικαστικό γράμμα της Εσμέ Μομφερράτου στην συνονόματη γιαγιά της, γίνεται ένα γράμμα αυτογνωσίας προς τον ίδιο της τον εαυτό.
«Αυτό το έργο είναι ένα κομμάτι από ένα πιο μεγάλο project που με είχε απασχολήσει τα τελευταία 4 χρόνια και ξεκίνησε με αφορμή τη γιαγιά μου την Εσμέ.
Τη γιαγιά μου δεν τη γνώρισα και πάντα ήθελα να μάθω πράγματα για εκείνη, γιατί ούτε ο πατέρας μου έλεγε πολλά, καθώς την είχε χάσει όταν ήταν πολύ νέος. Επειδή προέρχομαι από τον χώρο του κινηματογράφου, είχα στο μυαλό μου να κάνω ένα φιλμ, κάτι ανάμεσα σε ντοκιμαντέρ και μυθοπλασία.
Ξεκίνησα την έρευνα διαβάζοντας τα γράμματα της, τα οποία είχε κρατήσει ο παππούς μου, είδα φιλμ σε 8 mm από προσωπικές της στιγμές και έψαξα διάφορα αρχεία που είχε κρατήσει ο θείος μου.
Στην πορεία, καταστράφηκε ολοσχερώς το εξοχικό σπίτι της στο Μάτι με την πυρκαγιά του 2018.Επί 2-3 χρόνια πήγαινα τακτικά και προσπάθησα να μαζέψω ό,τι μπορούσα να διασώσω, γιατί εκεί βρίσκονταν τα περισσότερα προσωπικά της αντικείμενα που είχαν απομείνει. Εκεί χάθηκαν σχεδόν όλα, οπότε άρχισα να μαζεύω ακόμα και τις στάχτες και τότε πήρε την εικαστική του διάσταση το project.
Το μεγαλύτερο μέρος της ενότητας ολοκληρώθηκε στο σπίτι της γιαγιάς μου στην Αθήνα, που είναι το σπίτι που μεγάλωσα, οπότε ουσιαστικά έφερα το ένα σπίτι μέσα στο άλλο και έτσι η γιαγιά μου ήταν πια παντού.
Το συγκεκριμένο έργο το ολοκλήρωσα στο παιδικό μου δωμάτιο, πήρα το πάτωμα που βρήκα στο σπίτι της γιαγιάς Εσμέ στο Μάτι, σπασμένο και φθαρμένο και η συναρμολόγηση έγινε και λίγο σαν παιχνίδι παζλ. Διατήρησα όλη την καταστροφή και η δική μου επέμβαση με κάποιες πλαστελίνες και φωτογραφίες έγινε για να δώσω έμφαση στις ρωγμές που επήλθαν είτε από την καταστροφή, είτε από τον χρόνο, ενώ τα κενά σημεία έμειναν για να τονίσω με κάποιο τρόπο την απουσία. Η πλαστελίνη, ως υλικό, παραπέμπει στην παιδική ηλικία, κατά την οποία ένιωθα έντονα την απουσία της γιαγιάς μου, και είναι επίσης ένα υλικό που πλάθεται και ενσωματώνεται εύκολα, κάτι σαν τη φαντασία που τρυπώνει μέσα στα ερείπια με αναφορές στην ιαπωνική τεχνική του kintsugi.
Αν και φτιάχνοντας το έργο δεν το είχα καταλάβει, παρατηρώντας το και συζητώντας γι’ αυτό στην έκθεση, συνειδητοποίησα πως τα κενά κομμάτια, είναι ίσως όλα όσα δεν θα μάθω ποτέ για τη γιαγιά μου.
Όσο μάζευα αντικείμενα από το Μάτι, παράλληλα συνέλεγα πράγματα και από δικές μου προσωπικές στιγμές, κάνοντας έναν διάλογο- μονόλογο με τη γιαγιά Εσμέ, γιατί το “A letter to Esmée” είναι ένα γράμμα και προς τη γιαγιά μου, αλλά και προς εμένα. Έτσι κατέληξα να έχω πάρα πολλά κελύφη από ζώα, όστρακα, κοχύλια, καβούκια και κοιτώντας τα μετά, συνειδητοποίησα ότι με ενδιέφεραν επειδή είναι τα απομεινάρια που μένουν όταν φύγει το ζώο από τη ζωή, αλλά παράλληλα είναι και το σπίτι τους και το ίδιο τους το σώμα: αυτό που τα αποτελεί, αλλά και αυτό που τα προστατεύει. Στα γλυπτά μου, αυτό που προσπαθώ είναι να τους δώσω μια νέα υπόσταση, διασώζοντας αυτό που έχει μείνει».
Στην ίδια αίθουσα, το έργο της Φωτεινής Πούλια “One of these graves” φανερώνει την προσωπική της ανάγκη να διασωθεί αυτό που νομοτελειακά θα χαθεί.
«Είναι μία από τις πολλές φωτογραφίες που τράβηξα πάνω από το μνήμα του πατέρα μου και ήθελα από εκείνη τη στιγμή να το κάνω έργο. Ο άνθρωπος θα φύγει, αλλά ούτε και ο τάφος του θα μείνει εκεί και κάτι έπρεπε να κάνω γι’ αυτό».
Στην τρίτη αίθουσα της Crux Galerie τα γλυπτά της Εσμέ Μομφερράτου, τα οποία συντίθενται από απομεινάρια οργανισμών που κάποτε ήταν ζωντανοί, αλλά και από «λάφυρα» που συνέλεξε από το σπίτι στο Μάτι, στέκουν αυθύπαρκτα. Μέσα σε μια ντουλάπα εντάσσεται ένα βίντεο που προβάλλεται πάνω σε δυο κομμάτια από μάρμαρο, στο ένα βλέπουμε την εικόνα ενός δέντρου έξω από το σπίτι της γιαγιάς Εσμέ που αντιστέκεται στον αέρα και προέρχεται από παλιό φιλμ της, ενώ στο άλλο παρακολουθούμε μια μελανιά στο δέρμα της Εσμέ Μομφεράτου που επουλώνεται. Αυτές είναι και οι μόνες εικόνες που διασώθηκαν από το φιλμ που είχε ξεκινήσει να δημιουργεί και ουσιαστικά αποτυπώνουν αναφορές στο γενεαλογικό δέντρο, αλλά και στο δέρμα, το DNA και όλα όσα γονιδιακά κληρονομούνται.
«Επειδή από τη μία πλευρά της οικογένειάς μου έχω 15 πρώτα ξαδέρφια και από την πλευρά του πατέρα μου δεν είχα γνωρίσει κανέναν, προσπαθούσα να ανακαλύψω κάποια πράγματα. Για παράδειγμα από πολύ μικρή ηλικία άσπριζαν τα μαλλιά μου και μου είπε ο πατέρας μου πως η γιαγιά Εσμέ είχε ασπρίσει από τα 16 της χρόνια. Σιγά- σιγά άρχισα προσπαθώ να ανακαλύψω από που έρχονται κάποια πράγματα, που τελικά μπορεί να είναι τελείως δικά μου, αλλά ήθελα να ψάξω αν υπάρχει κάποια σύνδεση».
Τα έργα αυτά συνομιλούν πετυχημένα με τους «μικρόκοσμους» της Φωτεινής Πούλια.
«Όταν ξεκίνησα αυτά τα σχέδια, αισθανόμουν ότι εστιάζω σε σημεία που υπάρχουν στα άλλα έργα μου με λάδι ή σε σημεία έξω από αυτά. Πάλι «παίζω» με στοιχεία του χρόνου και πραγματεύομαι έννοιες που με απασχολούν σε όλη τη σειρά».
Ολοκληρώνοντας την περιήγηση στην έκθεση, παρότι τα έργα των δύο καλλιτέχνιδων είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, αυτό που μένει είναι η ομοιότητα του νοήματος, γιατί άσχετα από τους μηχανισμούς τους οποίους χρησιμοποιούμε για να τα επεξεργαστούμε και να τα εκφράσουμε, είμαστε όμοιοι απέναντι στα γεγονότα που μας ορίζουν.
Επιμέλεια: Πάνος Φαμέλης και Σταύρος Παπαγιάννης
Crux Galerie: Σέκερη 4, Κολωνάκι. τηλ: 2130458911
Επίσκεψη κατόπιν ραντεβού