Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
03.12.2021

Η Γαλλική Αποστολή είναι η πιο “Γουές Άντερσον” ταινία που έχει κάνει ποτέ ο Γουές Άντερσον

Η πολυαναμενόμενη ταινία του Αμερικανού σκηνοθέτη για τις περιπέτειες της συντακτικής ομάδας ενός περιοδικού σαν το New Yorker τερματίζει τη συμμετρία, αλλά δυστυχώς και την υπομονή.

Έχουν περάσει 25 χρόνια από το ντεμπούτο του και είναι πλέον σίγουρο το τι μπορεί να περιμένει κανείς από τις ταινίες του Γουές Άντερσον. Ο σούπερ σταρ σκηνοθέτης (ένας από τους ελάχιστους του οποίου το όνομα αποτελεί το πιο ισχυρό selling point μιας ταινίας) δεν έχει επιδείξει καμία διάθεση να μετακινηθεί από τη ζώνη άνεσής του, αναπαράγοντας την επιτυχημένη συνταγή σε ένα ολοένα και πιο διχασμένο κινηματογραφικό τοπίο, και σε ένα αμερικάνικο οικοσύστημα όπου η συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών έχει παραδοθεί σε μια ομοιόμορφη, άτολμη αισθητική.

Υπό αυτό το πρίσμα, μια νέα ταινία του Άντερσον μπορεί τουλάχιστον να εγγυηθεί μια παιχνιδιάρικη, ευφάνταστη χρήση της κινηματογραφικής φόρμας– όμως με τον ίδιο να έχει τελειοποιήσει το στυλ και την τεχνική του, όπως γίνεται ξεκάθαρο στη Γαλλική Αποστολή, υπάρχει κάτι αληθινό που να απελευθερώνεται από το ασφυκτικό mise en scene; Τις περισσότερες φορές, ναι. Αυτή τη φορά, όχι.

Η Γαλλική Αποστολή καταφτάνει ήδη με την αυτοανακήρυξη “μια ερωτική επιστολή στη δημοσιογραφία”, όμως πέρα από τη δομή (η ταινία είναι χωρισμένη σε 3 μέρη, ακολουθώντας τα περιεχόμενα του τελευταίου τεύχος ενός φανταστικού περιοδικού, εμπνευσμένου από το New Yorker, και είναι αφηγούμενη από τους δημοσιογράφους που υπογράφουν τα αντίστοιχα άρθρα) ο Άντερσον δεν προτίθεται να κάνει μια ωδή στο επάγγελμα όπως, για παράδειγμα, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ στο The Post, αλλά να αναπαραστήσει με σπάνια λεπτομέρεια και οπτική εφευρετικότητα το περιεχόμενο της κάθε ιστορίας που καταγράφουν οι ρεπόρτερ, με την αφορμή του θάνατο του φημισμένου διευθυντή του περιοδικού (Μπιλ Μάρεϊ). Στην πρώτη, ένας καταδικασμένος δολοφόνος (Μπενίσιο Ντελ Τόρο) ερωτεύεται μια φύλακα (Λεά Σεντού) και την κάνει μούσα των επαναστατικών καλλιτεχνικών έργων του, που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί εμπορικά ένας φοροφυγάς συγκρατούμενός του (Άντριεν Μπρόντι). Στη δεύτερη, μια κυνική δημοσιογράφος (Φράνσες Μακ Ντόρμαντ) συνάπτει σχέση με έναν παθιασμένο αλλά ανόητο φοιτητή και faux επαναστάτη (Τιμοτέ Σαλαμέ), στο Παρίσι της δεκαετίας του ’60. Στην τρίτη, ένας κριτικός φαγητού (Τζέφρι Ράιτ) μπλέκεται άθελά του στην υπόθεση απαγωγής ενός παιδιού. 

Με κοινό παρονομαστή των ιστοριών και των προσωπικοτήτων την εκκεντρικότητα, ο Άντερσον χάνεται με ενθουσιασμό μέσα στην αναμφίβολα ξεχωριστή παιδική χαρά που έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του και τους συνεργάτες του. Όμως παρά την ευφυία τους, τα οπτικά gags (όπως το εξαφανιζόμενο ποδήλατο του Όουεν Γουίλσον), οι πολυάριθμες σινεφίλ αναφορές (από το Θείο Μου του Ζακ Τατί και τις Ομπρέλες του Χερβούργου μέχρι το Love Me Tonight του Ρούμπεν Μαμούλιαν και το δικό του Grand Budapest Hotel) και τα γρανάζια, οι υποσημειώσεις, οι συνθέσεις και οι συνδέσεις του εντυπωσιακού οικοδομήματος προσφέρουν μόνο φευγαλέες απολαύσεις, με την προηγούμενη σκηνή να ξεγλιστράει από τη μνήμη σαν νερό στη χούφτα μόλις έχει επέλθει η επόμενη. Με αυτή την έννοια, η ταινία είναι τόσο κουραστική και ακατάλληλη για το attention span της εποχής μας όσο ένα πραγματικό άρθρο του New Yorker. Τελικά, δεν μένει τίποτα, με τον εκνευρισμό να ξεπερνάει τον αρχικό θαυμασμό για το κατόρθωμα. Ίσως ήταν προτιμότερο ο Γουές Άντερσον να είχε καθίσει να γράψει μια επιστολή στο New Yorker για το πόσο το θαυμάζει.

Η Γαλλική Αποστολή κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Feelgood Entertainment.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΣΙΝΕΜΑ
NEWS
Save