Η Σωτηρία Μπέλλου, γεννήθηκε και πέθανε έναν Αύγουστο, επιβεβαιώνοντας ότι τα καλοκαίρια μας θα είναι πάντα μικρά, μπροστά στους ατέλειωτους χειμώνες.
Γεννήθηκε το 1921, από μια οικογένεια στην Οκτωνιά της Χαλκίδας, μια οικογένεια που ποτέ δεν της συγχώρεσε το ότι ήταν κορίτσι, το ότι δεν μάσαγε τα λόγια της, ούτε ξεροκατάπινε όσα δεν της άρεσαν.
Την πάντρεψαν πριν καλά-καλά πατήσει τα 17, με έναν από εκείνους τους άνδρες που μεθάνε, χαστουκίζουν και κλωτσούν παιδιά, μοναδικά εναρμονισμένοι με το πατριαρχικό προφίλ της ελληνικής κοινωνίας. Η Σωτηρία Μπέλλου έμεινε έγκυος και απέβαλε από γροθιές που δέχτηκε στο στομάχι από τον σύζυγο της. Μπήκε στη φυλακή, αφού του έκαψε το πρόσωπο με βιτριόλι, μη μπορώντας να ανεχτεί πλέον τον καθημερινό εφιάλτη.
Το 1940, φεύγει για την Αθήνα μαζί με διάφορους φαντάρους, μη μπορώντας να ζήσει πλέον στο χωριό που την κατέκρινε μαζί με την οικογένεια της, για την πράξη της. "Φεύγω, αλλά μια μέρα θα γυρίσω στη Χαλκίδα μεγάλη και τρανή", θα πει πριν αποχωρήσει απ’ το μέρος που γεννήθηκε.
Στην Αθήνα της Κατοχής, οργανώνεται στο ΕΑΜ. Επιστρέφει για έναν χρόνο στη φυλακή και μετά ξανά στον ΕΛΑΣ, στην Καισαριανή. Παρέα της, ο αιώνιος φίλος της, ο Χαρίλαος Φλωράκης.
Η Μπέλλου, θα δηλώσει "Ήμουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω. Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές".
Επιστρέφει στη φυλακή και ακολουθεί ο εμφύλιος. Όταν αφεθεί ελεύθερη από το υπόγειο της οδού Βουκουρεστίου, θα βρεθεί στην ταβέρνα του Καλλέργη στα Εξάρχεια. Από εκεί θα γίνει η φωνή του ρεμπέτικου τραγουδιού στην Ελλάδα, δίπλα στον Τσιτσάνη.
Όποιος ανέβαινε στην πίστα με σκοπό να την ακουμπήσει, τον χαστούκιζε. Ένα βράδυ μάλιστα, όταν μια παρέα από χίτες μπήκαν στο μαγαζί παραγγέλνοντας το "Του αετού ο γιος", η Μπέλλου του αποκρίθηκε με ένα "Α πάενε ρε".
"Έξι άτομα με βαράγανε στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί", θα πει μετά τον ξυλοδαρμό της.
Η εγγονή του παπά, η κόρη του εύπορου εμπόρου, η βιτριολίστρια, η ΕΑΜίτισσα, η ρεμπέτισσα που αναδείχτηκε από τον Τσιτσάνη, όλα ήταν η Σωτηρία. Ένα κράμα παθών, που χωρίς αυτά μάλλον η ζωή της δεν θα μπορούσε να συνεχίσει. Ζάρια, αλκοόλ και λεφτά που εξαφανιζόντουσαν σε ελάχιστα λεπτά.
Δήλωνε ομοφυλόφιλη σε μια εποχή που καλύτερα να παραδεχόσουν ότι σκότωσες άνθρωπο. Έφυγε νικημένη από το καρκίνο, έχοντας χάσει τη φωνή και την περιουσία της. Δίπλα της μέχρι το τέλος, ο Χαρίλαος.
Σαν σήμερα, "φεύγει" η Σωτηρία και η φωνή της αντηχεί στην πόλη.
Μην κλαις
Δίσκος "Λαϊκά προάστια", 1980
Συννεφιασμένη Κυριακή
Τραγούδι που κυκλοφόρησε το 1948 σε μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη
Μη μου ξαναφύγεις πια
Κυκλοφόρησε το 1950
Χωρίσαμε ένα δειλινό
Κυκλοφόρησε μεταξύ 1944-1946