
Υπάρχουν εικόνες που γλιστρούν εύκολα από τα βάθη της μνήμης και στρογγυλοκάθονται στα πιο προσιτά σημεία της. Σαν πλοίο που πηγαινοέρχεται χαρούμενο ανάμεσα σε λιμάνια. Σ’ ένα από αυτά που πάει και έρχεται στην Αίγινα, την Αντιγόνη, το 68ο Φεστιβάλ Φιλίππων, μέσα από την συμπαραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας (και με την υποστήριξη της εταιρίας Saronic), δοκίμασε ξανά κάτι που είχε πρωτοδοκιμάσει στο καράβι Καβάλας-Θάσου. Κάτι που ξέφευγε από τις γνωστές συντεταγμένες του θεάτρου: μια παράσταση εν πλω, που στάθηκε ανάμεσα στη θάλασσα, το ηλιοβασίλεμα και τις φράσεις του Χρόνη Μίσσιου.
Αυτή τη φορά σε συνοδεία μιας μουσικής που ξέφευγε ακόμη και από τα δικά της συνηθισμένα: τα Καλογεράκια στο δροσερό κεντρικό κατάστρωμα να παντρεύουν ποίηση και αλμύρα. Έτσι, εκεί που το νερό αγγίζει το σώμα του καραβιού, γεννήθηκε μια εμπειρία που ζητούσε μόνο συμμετοχή - όπως και να αφήσεις για λίγο τον εαυτό σου να χαθεί μέσα σε λέξεις που προσπαθούσαν να πετάξουν.

Η διαδρομή ξεκινούσε από το λιμάνι του Πειραιά στις 6.00. Ήμασταν εκεί στην ώρα μας, μαζί με τους εκατό τυχερούς που είχαν προλάβει το μαγικό χαρτάκι. Ένα team ανθρώπων -αποδεικνύονται ηθοποιοί- μας καθοδηγεί και μας βάζει στις αναπαυτικές καρέκλες. Σε λίγο θα δώσουν το σύνθημα. Μοιράζουν χαρτιά για bingo - δεν ξέρω γιατί, αλλά σκέφτομαι τον Σπύρο που βλέπει όλη την ώρα Golden Girls. Εμείς παίζουμε, εκείνοι χορεύουν. Έτσι χαλαρώνουμε. Και γελάμε, όπως ακουμπάμε τυχαία ο ένας τον άλλο - τον άγνωστο άλλο. Όταν κάποιοι κερδίζουν (δεν ήμουν σε αυτούς), μας χωρίζουν σε ομάδες. Αν είσαι του ροζ ανεβαίνεις στο δεξί κατάστρωμα. Αν είσαι του γαλάζιου, στο αριστερό. Εγώ ήμουν του ροζ.


Ο πρώτος μονόλογος ξεκινά. Οι λέξεις του Μίσσιου, οι σκέψεις του, πλημμυρίζουν το καράβι, σαν θαλασσινή αύρα που ξεσηκώνει κάθε χαραμάδα. Ο σκηνοθέτης Μάριος Κακουλλής, που δεν ξεκίνησε από μια ιδέα περίτεχνη ή λογοτεχνική, θα μου πει: «αυτό που με άγγιξε στον Χρόνη Μίσσιο είναι ο τρόπος που μιλούσε· λαϊκά, έξω απ’ τα δόντια, με απλές κουβέντες που όμως πήγαιναν κατευθείαν στην καρδιά». Δεν ήθελε στόμφο· ήθελε μονολόγους που να σε κοιτούν κατάματα. Η φράση του Μίσσιου "Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δεν θα έρθει ποτέ" έγινε ο άξονας, το κέντρο βάρους. «Όταν την πρωτοδιάβασα», μου λέει, «ένιωσα αμέσως ότι εδώ υπάρχει ένα θέμα που με καίει». Από εκεί ξεκίνησαν όλα.

Η παράσταση δεν προσπάθησε να αποτυπώσει το άρρητο σαν μια εικόνα έτοιμη προς κατανάλωση. Ο Κακουλλής προτίμησε να αφήσει χαραμάδες: «Δεν ήθελα να δώσω μια έτοιμη εικόνα· ήθελα να ανοίξω τον χώρο ώστε το κοινό να το μεταφράσει μέσα του». Και πράγματι, οι αληθινοί συνομιλητές ήταν η θάλασσα, οι γλάροι, το κύμα που έσκαγε στο πλοίο. Η σκηνή έγινε ρευστή, ανοιχτή, σαν τον ίδιο τον ορίζοντα. «Το άρρητο δεν παριστάνεται», μου λέει, «αλλά καλεί τον θεατή να σταθεί απέναντι σε ό,τι έχει αφήσει πίσω – όπως ένα καράβι που απομακρύνεται από τον προορισμό του ή φτάνει τελικά σε αυτόν».

Ακολουθεί ένας ακόμη μονόλογος. Κι αυτός αφιερωμένος στη ματαίωση, σε όλα όσα ξεχνάμε να κάνουμε, σε όλα όσα θα θέλαμε να ήμαστε και δεν θυμόμαστε πώς. Ο σκηνοθέτης, αυτό που συνέλαβε την όλη ιδέα, επιστρέφει ξανά στο ίδιο μοτίβο: το ταξίδι ως εσωτερική μετακίνηση. «Η έννοια του ταξιδιού κουβαλά πάντα μέσα της μια εσωτερική μετακίνηση», λέει. «Όταν ταξιδεύεις, βρίσκεσαι αναπόφευκτα σε μια συνθήκη απομόνωσης με τον εαυτό σου· κοιτάζεις έξω από το παράθυρο και ακουμπάς το κεφάλι στο τζάμι, ή στέκεσαι στην κουπαστή ενός καραβιού και αφήνεσαι στη θάλασσα και στο φως. Σε αυτές τις στιγμές γεννιέται η αναπόληση, ένας άλλος ρυθμός σκέψης. Αυτό ήθελα να φέρω και στη σκηνική εμπειρία: το πλοίο δεν είναι απλώς μέσο μεταφοράς, αλλά ένας χώρος που κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, ένας ενδιάμεσος τόπος που επιτρέπει στη μνήμη και στη φαντασίωση να αναδυθούν».
Δεν ήταν εύκολο. «Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν οι πρόβες. Είχαμε στη διάθεσή μας το καράβι μόλις δύο φορές, κι αυτό με έβαλε στη θέση να εμπιστευτώ το ένστικτό μου, να αφεθώ στη δυναμική του ίδιου του χώρου και να τον αφήσω να υπαγορεύσει μέρος της σκηνικής γραφής. Νομίζω αυτή η αβεβαιότητα, αυτή η ζωντανή συνθήκη, είναι που κάνει την παράσταση αληθινή».

Στάση τρίτη, όσο ταξιδεύουμε. Πλησιάζουμε στην Αίγινα. Μαζευόμαστε στο ανοιχτό γκαράζ. Η ομάδα - παιδιά πανάξια: Συμεών Κωστάκογλου, Αναστάσης Γεωργούλας, Γιώργος Ζιάκας, Θοδωρής Βράχας, Σπύρος Μπόσγας, Γεωργία Ζαχαριάδη-Plastelíne- βυθίζεται στο κείμενο της Έρι Κύργια- δραματουργού και συνοδοιπόρου. Μια κοπέλα στην κουπαστή, με ουράνια φωνή, τραγουδά ένα χιτ με γλάρους - όλοι μοιάζουν να το ξέρουν ή μάλλον το μαθαίνουν εύκολα στην πορεία. Τα παιδιά από κάτω, σε παράλληλη ζωή, ακολουθούν αυτό που ξέρουν: πλανεύουν και πλανεύονται, χορεύουν και καλούν το κοινό να χορέψει μαζί τους Κι αυτό, χωρίς δισταγμό, δέχεται την πρόκληση. Μια στιγμή καθαρής χαράς.



Επιστροφή στην αίθουσα του Bingo Έχουμε μια ακόμη διήγηση να απολαύσουμε. Σκέφτομαι πως η εμπειρία αυτή αλλάζει μορφή από τόπο σε τόπο. Στη Θάσο και την Καβάλα, το ταξίδι είχε άλλη αφετηρία, άλλη ενέργεια, άλλους ανθρώπους. «Οι διαφορές βρίσκονται κυρίως στη στεριά και όχι στη θάλασσα», μου λέει ο Κακουλλής. «Το πλοίο, η φύση, η αίσθηση του ταξιδιού ήταν ο καμβάς - σταθερός, μα κάθε φορά διαφορετικά ζωγραφισμένος από το βλέμμα του κοινού. Και αυτό, ίσως, είναι η ουσία του θεάτρου: μια επανάληψη που δεν επαναλαμβάνεται ποτέ».
Και μετά ήρθαν τα Καλογεράκια. Όχι απλώς ένα μουσικό live, αλλά μια ενέργεια που αγκάλιασε την εμπειρία. «Ο Μιχάλης και ο Παντελής έγιναν κομμάτι της αφήγησης», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Η μουσική τους δεν έντυσε απλώς την παράσταση, αλλά της έδωσε ανάσες και ρυθμό, έκανε το κοινό να αισθανθεί ότι βρίσκεται μέσα σε μια ζωντανή γιορτή, ακόμα κι όταν μιλούσαμε για τις πιο μισοειπωμένες επιθυμίες».
Φύσαγε πολύ ωραία το βράδυ στο κατάστρωμα

Το θεατρικό τελειώνει μόλις φτάνουμε στην Αίγινα. Στο λιμάνι, το κορίτσι με την τρομπέτα θα σημάνει την επιστροφή. Μένουμε στο πλοίο. Η βόλτα απαιτεί επιστροφή. Στο κεντρικό κατάστρωμα, ψηλά, ο Μιχάλης και Παντελής Καλογεράκης «κουρδίζουν» κιθάρα και φωνή και διαλέγουν τις πιο εύθυμες ατάκες τους- και σε αυτό είναι αξεπέραστοι. Αν δεν είσαι τόσο εξοικειωμένος με το υλικό τους - κι εγώ δεν ήμουν- αυτό το κατάστρωμα είναι ο τέλειος τρόπος να συστηθείς. Αλήθεια τι ωραία ιδέα για ένα σταθερό θαλασσινό unplaced θα ήταν αυτή; Θα μπορούσα εύκολα να σκεφτώ αρκετά ονόματα, που θα μπορούσαν να επισκεφτούν Το Κατάστρωμα..

Τα δίδυμα Κολογεράκια είναι θαυμάσια και ευφυέστατα. Η μουσική παράσταση τους, που στην αρχή έμοιαζε με κατάνυξη και στο τέλος με πάρτι, βασίστηκε στα αισθαντικά Ρεμπωτικά, ένα άλμπουμ τους από το 2021, στο οποίο κατάφεραν να παντρέψουν τα ρεμπέτικα με την ιστορία/ποίηση του Ρεμπώ. Γίνεται; Φυσικά. Άκουσε το και θα καταλάβεις. Στο live θεωρώ πως το υλικό αυτό βρίσκει καλύτερα τον αποδέκτη του- βοηθά η χαρισματική περσόνα του Παντελή. Είναι ένα θαυμάσιος storyteller.

Η ιστορία των Ρεμπώ -Βερλέν και η ανταλλαγή των επιστολών τους, έγινε μέσα από τις διηγήσεις του, ένα αστείο και συγκινητικό παραμύθι που ακόμη κι ο αέρας το ερωτεύτηκε και στάθηκε ήσυχος να το ακούσει. Μας επισκέφθηκε για λίγο μόνο, εκεί προς το τέλος, όταν τα φώτα της πόλης αγκάλιαζαν την πλώρη και οι καταραμένοι έρωτες έδιναν τη θέση τους στα χιτ του ντουέτου. Τα σώματα σηκώθηκαν από τα καθίσματα, τα πόδια βρήκαν φιγούρες, τα χέρια χάιδεψαν τη βραδιά και η χαρά οδήγησε χωρίς να το ξέρουμε σε ένα ανέλπιστο αξέχαστο κρεσέντο - ένας Κραουνάκης από τον Μιχάλη που έπνιξε όλο το καράβι σε έρωτες και φιλιά.

Και ξάφνου κάποιος στον μεγάφωνο είπε ότι φτάσαμε στον Πειραιά.
Το ηλιοβασίλεμα έχει χαθεί εδώ και ώρα πίσω από τα κατάρτια. Οι λέξεις του Μίσσιου αιωρούνται ακόμα στον αέρα, μπλεγμένες με Ρεμπώ, μπλεγμένες με μουσικές που ζητούν ζωή- σαν αλμυρή ανάμνηση που δεν θέλει να σβήσει. Οι μονόλογοι, η θάλασσα, οι χοροί, τα γέλια, οι μουσικές, όλα σε λίγο θα χαθούν. Ο θεατής φεύγει, αλλά κάτι μένει. Η εμπειρία δεν ολοκληρώνεται με την επιστροφή· συνεχίζεται στο μυαλό, στη μνήμη, σαν ταξίδι χωρίς χάρτη. Και ίσως αυτό είναι και το νόημα τελικά: όπως και το καράβι, έτσι και εμείς ταξιδεύουμε, ανάμεσα σε αυτό που ζούμε και σε αυτό που ονειρευόμαστε.