Αξιοθέατα
Από την Εβίτα Κυριαζή
Το 2006, που έκλεισε το
CBGB, έψαξα και βρήκα μια φωτογραφία που είχα βγει εκεί και καμάρωσα γι’ αυτήν. Ήταν μια φωτογραφία από εκείνες που κάνουν καλό στο προφίλ κάποιου όταν τις ποστάρει στα σόσιαλ μίντια. Kαθιστή στο μπαρ, μπίρα-βεντούζα στα χείλη, βραχιολάκι και σφραγίδα CBGS & ΟΜFUG στο χέρι που κρατάει την μπίρα, και ύφος σε γενικές γραμμές σύμφωνο με τους ροκ κώδικες.
Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί το δεύτερο Σεπτέμβριο μετά το νάιν ιλέβεν – πρωτοπήγα στη
Νέα Υόρκη ακριβώς δύο χρόνια μετά το μέγιστο τρομοκρατικό χτύπημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σίγουρα μια βόλτα στη σκιά των Δίδυμων Πύργων θα ήταν μέσα στη λίστα των πραγμάτων που έπρεπε να κάνω την πρώτη μου φορά στη Νέα Υόρκη, αν υπήρχαν Δίδυμοι Πύργοι. Μια επίσκεψη στο MoMa θα έμπαινε ασυζητητί σε αυτή τη λίστα, καθώς και η ανάβαση στο
Empire State Building, η περιήγηση στο Έλις Άιλαντ μαζί με γκρο πλαν στο
Άγαλμα της Ελευθερίας από κόμπακτ βιντεοκάμερα (δεν υπήρχαν σμάρτφον), οι περίπατοι στο Φάιβ Πόιντς, τα λημέρια των συμμοριών της Νέας Υόρκης όπως τα είχε δείξει η ομώνυμη ταινία τον περασμένο χειμώνα, λίγο χάζι στα Strawberry Fields στο
Σέντραλ Παρκ, μια βραδιά στο CBGB...
Οι Talking Heads επί σκηνής. Όταν ακόμη το CBGB ήταν το κέντρο του (πανκ) σύμπαντος.
Πλησιάσαμε με την παρέα μου προς το ναό του πανκ ροκ όχι δίχως αρκετή από τη συγκίνηση που συνοδεύει το αντίκρισμα κάποιου τοτέμ. Το πρόγραμμα της ημέρας, της πιο ενδιαφέρουσας μέρας που μπορέσαμε να βρούμε μέσα στις δεκαπέντε μέρες που διαθέταμε, είχε battle of the bands. Μπήκαμε και προχωρήσαμε προς το μπαρ με χαρακτηριστική εγρήγορση οφθαλμών: συνεχής οπτική σάρωση του χώρου αριστερά-δεξιά, 180 μοίρες. Φτάσαμε το απόγευμα και μείναμε μέχρι αργά τη νύχτα.
Όλο το βράδυ, γκαραζόμπαντες δίχως στον ήλιο μοίρα εναλλάσσονταν στη σκηνή, την οποία περιστοίχιζαν μαύροι τοίχοι -μαύροι όπως θα όφειλαν, θα έλεγε κανείς-, καλυμμένοι με δεκάδες αφίσες για λάιβ συγκροτημάτων για τα οποία έκτοτε ποτέ κανείς δεν έμαθε τίποτα. Η μπίρα, σερβιρισμένη από τα νεαρά άτομα που δούλευαν στο μπαρ, ήταν το πιο δημοφιλές ποτό ανάμεσα στους θαμώνες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν φίλοι και υποστηρικτές των μουσικών, άλλοι ξέμπαρκες φάτσες της νύχτας (δομικά στοιχεία κάθε καταγώγιου που σέβεται τον εαυτό του) και άλλοι ήταν τουρίστες που φωτογράφιζαν και ξαναφωτογράφιζαν την ταμπέλα απέξω καθώς και κάθε σημείο του μαγαζιού όπου ξεδιπλωνόταν η φράση του αρκτικόλεξου: Country BlueGrass Blues & Other Music For Uplifting Gormandizers. Το ίδιο ακριβώς έκανα κι εγώ. Οι γκαραζόμπαντες μπορεί να μην ακούγονταν, αλλά εγώ είχα πατήσει το πόδι μου στο θρυλικό CBGB και αυτό έπρεπε να αποτυπωθεί.
Καθώς ήμουν έξω και τραβούσα φωτό τη μαρκίζα, κάπνισα κι ένα τσιγάρο. Δύο μόλις μήνες πριν, είχε τεθεί σε ισχύ η απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους στην πόλη, διατηρώντας την -κάποτε ηδονικά, το δίχως άλλο, ασφυκτική- ατμόσφαιρα του γερο-CBGB καθαρή από μυρωδιά τσιγάρου, μόνο λίγο λερωμένη από την ξινή οσμή της μπίρας.
Από το ταξίδι στη Νέα Υόρκη το 2003, στα αρχεία μου δεν υπάρχουν φωτογραφίες από το
Knitting Factory και τους τροβαδούρους της αμερικάνα που είχα δει εκεί, ούτε από το Tonic, όπου τα ουρλιαχτά του Μάικ Πάτον, συνοδεία Τζον Ζορν, Μπιλ Λάσγουελ και Χαμίντ Ντρέικ, διονυσίασαν εμάς και ένα πλήθος Νεουορκέζων που σήμερα θα γέμιζε έναν τόμο Sartorialist. Δεν έχω φωτογραφία ούτε καν από το ιστορικό
Village Vanguard, μια βραδιά που ο Μπιλ Φριζέλ υπνώτισε από οινογνώστες κατοίκους του Βίλατζ μέχρι Παριζιάνους ειδικούς της τζαζ. Έχω όμως το “τσεκ ιν” με την μπίρα μου στο νούμερο 315 της Μπάουερι, ανάμεσα σε λήψεις από διάφορα αξιοθέατα: την
Times Square, τον πυρσό του Αγάλματος, ένα ελικόπτερο τραβηγμένο από την οροφή του Empire State Building και κυρίως χιλιάδες λουλούδια, γράμματα και φωτογραφίες από το Σημείο Μηδέν.
Η Ντέμπι Χάρι των Blondie. Αυτό. Χωρίς σχόλια.
Πως τα φέρνει η ζωή...
Από τη Βασιλική Παναγιώτου
Για ενα κατουρηματάκι -με το συμπάθειο - μπήκα εκείνο τον παγωμένο Μάρτη πριν από σχεδόν οκτώ χρόνια, δηλαδή κάθε άλλο παρά στα ντουζένια του το πρόλαβατο CBGB's. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη με την πόλη (και λιώμα) που δεν κατάφερα ούτε να συγκινηθώ τότε ούτε να οσφρηστώ τη μουσική κληρονομιά, παρότι λάτρης της σκηνής που γεννήθηκε εκεί μέσα. Πόσο μάλλον να αναλογιστώ την πληθώρα των gourmandizers, τις ανάγκες των οποίων ικανοποιούσε κάποτε αυτό το τελειωμένο χαμαιτυπεἰο.
Όσο για τις μπάντες που έπαιζαν εκείνο το βράδυ, τα battle of the bands του Κουτσούμπα στο ΑΝ Club ήταν καλύτερα. Με την κάμερα μιας χρήσης έβγαλα δυο τρεις φωτογραφίες τη θρυλικήτουαλέτα.Υπάρχουν ακόμα τα αρνητικά νομίζω, κάπου ανάμεσα στα σύνεργα της κηπουρικής και τα μωρουδιακά που δεν χωράνε πια στο γιο μου όπως και μια πληθώρα άλλων αντικειμένων που τα τελευταία χρόνια έχουν καταφέρει να διακορεύσουν το ροκ εν ρολ μου.
Η Πάτι Σμιθ ανάμεσα στα τραγούδια απήγγειλε τα ποιήματά της και αυτό δεν άρεσε σε όλα τα φρικιά.
Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής δεν περίμενα ποτέ ότι θα κλείσει. Με τον ίδιο τρόπο που βλακωδώς ρομαντικά έχω την ψευδαίθηση ότι το υπέροχο art deco σινεμά εδώ στη γειτονιά μου, στο Χάκνεϊ, αυτό με τα άβολα καθίσματα, δεν θα γίνει ποτέ Starbucks. Πάντως, τον περασμένο μήνα που βρεθηκα πάλι για λίγο στο ομορφότερο νησί του κοσμου όπως το αποκαλεί ένας αγαπητός φίλος, πιο πολύ μου ἐλειψε το παραδίπλα, πλέον κατεδαφισμένο Mars Bar. Δυστυχώς κι αυτό με τη σειρά του μετατράπηκε σε χιπ διαμερίσματα. Τι τα θες, σκατοζωή.
Η ταινία CBGB βγαίνει στους κινηματογράφους από τη Feelgood, στις 27 Φεβρουαρίου.