Συμπληρώθηκαν λοιπόν δεκαέξι χρόνια από τον θάνατο του Fabrizio De André. Αυτό έγινε στις 11/1/1999 στη Ρώμη, και ενώ τελικά έφτασα στην πόλη λίγους μήνες μετά. Αν είχα επιλέξει να κάνω το Erasmus στο τρίτο και όχι στο τέταρτο έτος (όπως όλος ο κόσμος) το πιθανότερο είναι ότι θα τον έβλεπα στην τελευταία του περιοδεία, καθότι τότε πήγαινα και έβλεπα ό,τι εκινείτο στην κυριολεξία. Στη Ρώμη, μάλιστα, παίχτηκε και ο τελευταίος του on stage θρίαμβος. Λίγο πριν το τέλος του Φλεβάρη, συμπληρώνονται εβδομήντα τέσσερα χρόνια από τη γέννηση του. Αυτό θα γίνει στις 18/2/2014. Από μία άποψη είναι καλύτερα που πέθανε ο De André πριν προλάβει να φτάσει σε αυτή την ηλικία (θα πει ο ανόητα κυνικός οπαδός, που παραβλέπει τον παράγοντα- άνθρωπος).
Ο Fabrizio De André ήταν από τους τύπους που φαίνονταν να μην του πάνε τα γηρατειά, με τον ίδιο τρόπο που δεν πάνε και στον Morrissey, όπως ήδη έχουμε αρχίσει να διαπιστώνουμε. Είχε και αυτός αυτό το αόριστα φέμινιν στο πρόσωπο του, ενώ ταυτόχρονα ήταν ξεκάθαρα ‘γόης’. Πώς είπες; Πρέπει να πεθάνει ο Morrissey; Όχι, απλά θυμήθηκα μια φράση του Vini Reilly για τον Moz και το ότι δεν υπάρχει τίποτε το μη αληθινό πάνω του και στην προσωπικότητα του. Ε, το ίδιο ακριβώς και για τον Fabrizio De André. Απόλυτα και συγκλονιστικά αληθινός, όσο κλισέ και αν ακούγεται αυτό, και χωρίς να είναι απαραίτητο άλλωστε να είναι κάποιος αληθινός για να είναι σπουδαίος καλλιτέχνης. Ο David Bowie είναι κατά βάση μη αληθινός σε κάθε διαφορετική του εκδοχή, αλλά ακόμη και αυτός, όπως και όσο και να μεταμορφωθεί, διατηρεί πάντοτε μια αύρα γνησιότητας σε ό,τι κάνει. Ο Fabrizio De André, όπως και ο Morrissey, ήταν «καταδικασμένος» να καταθέτει μέρος του εαυτού του σε κάθε επόμενη ηχογράφηση, ακόμη και όταν ανακατασκεύαζε τραγούδια τρίτων. Πολύ, δε, περισσότερο σε κάθε επόμενη ζωντανή εμφάνιση, καθότι για αρκετά χρόνια απέφευγε συνειδητά την σκηνή και χρειάστηκε το ‘σπρώξιμο’ της σκερτζόζας συζύγου, για να ανέβει επιτέλους στη σκηνή χωρίς φόβο.
Στην Ελλάδα υποτίθεται ότι έχουμε μεγάλη και σοβαρή σχέση με το ιταλικό τραγούδι. Στις πλάτες του (του ιταλικού τραγουδιού) κάνουν καριέρα τυχάρπαστοι τύπου Μαχαιρίτσα, που καθώς το ξεπατικώνουν με καθυστέρηση δεκαετιών και απευθυνόμενοι στο χαμηλό βαρομετρικό του λαού μας, φτάνει μια μέρα που γεμίζουν το Παναθηναϊκό Στάδιο, περισσότερο από τους Αμερικάνους R.E.M., αλλά και από την Α.Ε.Κ. του Γιώργου Αμερικάνου. Με γεια τους, με χαρά τους. Περιττό βέβαια να ειπωθεί, πως η σχέση μας με το ιταλικό τραγούδι και η επίδραση που έχει ασκηθεί στο αντίστοιχο ελληνικό είναι σφόδρα επιφανειακή, όπως επιφανειακό είναι στο συντριπτικό ποσοστό του και το ελληνικό τραγούδι (ενώ οι Ιταλοί έχουν και μπόλικη επιφάνεια, αλλά και ακόμη περισσότερη ουσία). Λάβαμε ό,τι λάβαμε στα 60s και έκτοτε Lucio Dalla με το κιλό, Battisti με το σταγονόμετρο και από μετάφραση, και μπόλικο Carotone και Branduardi, που ούτως ή άλλως ταιριάζει και ως prosecco αφέψημα, μετά τις μακαρονάδες και τις ρόκες παρμεζάνες. Οι συλλέκτες βινυλίου παραδοσιακά συλλέγουν ιταλικό progressive και ψυχεδέλεια των 70s, αλλά κάτι τέτοιο ασφαλώς και δεν εξισορροπεί τις ελλείψεις. Άλλωστε αρκετοί εξ αυτών, δεν μπαίνουν καν στον κόπο της ακρόασης.
Ο Fabrizio De André ήταν από τους τύπους που φαίνονταν να μην του πάνε τα γηρατειά, με τον ίδιο τρόπο που δεν πάνε και στον Morrissey.
Ο Fabrizio De André (Faber, για τους Ιταλούς) δεν είναι άγνωστος στην ατέλειωτη λίστα των εγχώριων τραγουδοποιών, που βγάζουν ψυχούλα κατά το δοκούν και κουτσά-στραβά τη βολεύουνε δεκαετίες τώρα, όποιος όμως βγει και πει ότι ευθέως τον έχει μεταλάβει στην κουτσουρεμένη του έμπνευση, κάτι σίγουρα παρέλειψε να κατανοήσει στην πορεία από τον τρόπο που έγραφε, αλλά και ερμήνευε τα τραγούδια του ο De André. Ως προς την ερμηνεία του, τόσο οι τραγουδιστές που έχουν ασχοληθεί με το υλικό του, όσο και οι μουσικοί που κατά καιρούς τον συνόδευσαν, επιβεβαιώνουν και συμφωνούν στο ότι χρειάζονται πολλή και εξειδικευμένη εξάσκηση και κόπο για να ερμηνευτούν από κάποιον τρίτο, ο οποίος και πάλι δεν θα καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα. Για τον De André η χρήση της γλώσσας, το χώρισμα των συλλαβών και ο ξεχωριστός τονισμός κάθε λέξης είχαν όχι δήθεν κάποια ιδιότροπη σημασία, αλλά με ουσιαστικό τρόπο υπογράμμιζαν τα νοήματα του. Στην πορεία τα τραγούδια του συνάντησαν και αρκετές από τις δεκάδες τοπικές διαλέκτους της Ιταλικής γλώσσας, ακόμη και κάποιες με τις οποίες δεν είχε κάποια άμεση σχέση ως καταγωγή. Ο Faber κατάγονταν από τη Genova, διέπρεψε όμως ως Ναπολιτάνος στην έξοχη ανακατασκευή του Don Raffae, αφού άλλωστε πήρε τα εύσημα και από τον δημιουργό του Mauro Pagani, ειδικά ως προς τη χρήση και το σεβασμό της διαλέκτου.
Ομοίως, δεν γράφονται και πολλά πράγματα για τον De André στα ελληνικά μουσικά περιοδικά και πολιτιστικά έντυπα εν γένει. Δηλαδή ουσιαστικά τίποτε δεν γράφεται. Αλλά για αυτό είμαστε όλοι υπεύθυνοι, καθώς κινούμαστε άκριτα ανάμεσα στο δίπολο Αγγλία-Αμερική, όχι απαραίτητα ως τόπους καταγωγής, αλλά ως σημεία αναφοράς, ενώ όποτε παρεκκλίνουμε αυτό γίνεται για μία αυθαίρετα εξωτική διάσταση των μουσικών πραγμάτων, που εξιδανικεύει οτιδήποτε το μακρινό.
Στην Ιταλία, αντίθετα, αυτή τη στιγμή υπολογίζεται ότι έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει περί τα 200 (!!!) βιβλία γύρω από τον Fabrizio De André. Βιογραφίες, λευκώματα, αναλύσεις των δίσκων και των τραγουδιών του, κόντρα αναλύσεις κ.λ.π. . Όχι τόσο η ζωή του ( η οποία πάντως έχει ένα ακραιφνώς ξεχωριστό ενδιαφέρον.... από τον γάμο του με την ‘ελαφριά’ Dori Ghezzi, μέχρι την απαγωγή τους στη Σαρδηνία, όπου και είχαν ‘αποσυρθεί’, και τον πατέρα De Andre να ‘υποχρεώνεται’ να πληρώσει τελικά μέρος των λύτρων), όσο το έργο του, βρίσκονται διαρκώς σε ένα ανελέητο μικροσκόπιο, με αποτέλεσμα οι Ιταλοί να μιλάνε πλέον βάσιμα για τον κόσμο του De André, όπως ας πούμε σε λογοτεχνικό επίπεδο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον κόσμο του Σέξπηρ ή του Ντοστογιέφσκι. Και όλη αυτή η υπερανάλυση αποκτά ακόμη πιο σύνθετες διαστάσεις, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο κόσμος του De André άλλαξε τουλάχιστον τέσσερις και πέντε φορές, μέσα από τις διακριτές περιόδους που χαρακτηρίζουν τόσο την έμπνευση του, όσο και το αποτέλεσμα αυτής.
Η απόσταση από τον εσωστρεφή τραγουδοποιό της δεκαετίας του ’60, στον θριαμβευτή πρωτοπόρο world καλλιτέχνη των mid 80s, που εντυπωσίαζε τον David Byrne, με ενδιάμεσες στάσεις όπως η σύμπραξη με το progressive rock σχήμα των P.F.M., που «αλλοίωσε» μια και για πάντα την ενορχηστρωτική του άποψη, δεν είναι τόσο τεράστια, όσο ουσιαστικά μεταβλητή σε κάθε επόμενη μετεξέλιξη της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι απόλυτα θεμιτό το να μην σου αρέσει ΟΛΟΣ ο De André (σε μένα π.χ. δεν αρέσει όλος ο De Andre, παρότι με αυτόν που μου αρέσει φανατίζομαι εδώ και κάποια χρόνια περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη μουσική και μέχρι νεωτέρας), χωρίς απαραίτητα να υπάρχει κάποιος De André, που είναι λιγότερο σπουδαίος από τον άλλον, ενώ κατ’ αντιστοιχία είναι πολύ εύκολο να διακρίνει κανείς τον ‘κακό’ Dylan σε αρκετές περιόδους του (και τον κακό Σαββόπουλο σε μια παρατεταμένη περίοδο, που μάλλον δεν θα λήξει ποτέ).
Ο Fabrizio De André έχει γράψει τραγούδια όπως το “Bocca Di Rosa”, που με την πρώτη ακρόαση ακόμη και από κάποιον που δεν γνωρίζει Ιταλικά, αφήνουν να γίνει εύκολα κατανοητό το μέγεθος της έμπνευσης του και της ικανότητας του να την μετουσιώνει σε ένα τελικά απόλυτα εύστοχο αποτέλεσμα, από το οποίο δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί τίποτε. Τα σπουδαία τραγούδια δίνεται η εντύπωση ότι του βγαίνουν αβίαστα και εύκολα, κυρίως επειδή είναι πάρα πολλά σε τέτοιο υψηλό επίπεδο. Αλλά κάθε τραγούδι του είναι στην εντέλεια και στην κάθε του λεπτομέρεια δουλεμένο, ακόμη και αυτά στα οποία επεξεργάζεται ιδέες και παραδόσεις που προηγήθηκαν αυτού.
Μέσα σε όλα αυτά τα τραγούδια υπάρχει ένα, για το οποίο η υποψία ότι πρόκειται για το καλύτερο και το πιο αψεγάδιαστο τραγούδι, που έχει γραφτεί ποτέ, είναι το ίδιο βάσιμη όσο και για το “Hallelujah” του Leonard Cohen, το “Mr Tambourine Man” στην μεταμόρφωση του από τους Byrds κ.ο.κ. Και αυτό το τραγούδι είναι το “Via Del Campo”, εξαιρετικά απλή και λιτή σύνθεση, στη διάρκεια της οποίας ο De André εξομολογείται με στωικό τρόπο τον εθισμό του στις ‘διαφορετικές γυναίκες’ των δρόμων, αλλά και την αδυναμία του να συνδέσει άρρηκτα τη ζωή του με αυτές και να τις αποδεχτεί ως έχουν. Ευχαριστιέσαι να δακρύζεις κάθε επόμενη φορά που το ακούς.
Ο φίλος μου ο Δημήτρης Κάζης αποφάσισε να μάθει Ιταλικά για να μπορέσει να κατανοήσει τον Fabrizio De André. Και αυτή είναι μια από τις πιο σωστές αποφάσεις που έχω ακούσει στη ζωή μου σε σχέση με την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, πολύ πιο ωφέλιμη ασφαλώς από όσους μάζεψαν πτυχία για να παίρνουν επιδόματα ξένης γλώσσας ή απλώς έξτρα πόντους στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ. Τα τραγούδια του De Andre, παρότι σε ορισμένες στιγμές τους άμεσα προσβάσιμα, δεν έχουν ασφαλώς τις χάρες του ελαφρού ιταλικού τραγουδιού, που κατά καιρούς μας έχει συγκινήσει ως λαό. Δεν ξέρω αν έχετε τη διάθεση να μάθετε Ιταλικά ή να κοπιάσετε με τις μεταφράσεις στα Αγγλικά, που θα βρείτε στο διαδίκτυο. Το γεγονός όμως ότι σήμερα μπορεί κάποιος απλά να ανοίξει το Spotify και να βρει όλη τη δισκογραφία του De André, τα στουντιακά άλμπουμ, τα live με τους P.F.M. , πριν από αυτούς και μετά από αυτούς και μέχρι το τέλος, μου φαίνεται ως εξαιρετικά συναρπαστική πρόκληση για ένα ακροατήριο όπως το ελληνικό, που τα τελευταία 20-30 χρόνια έχει πιστέψει στους τραγουδοποιούς σαν να είναι η απόλυτη αλήθεια. Το να παρασύρεσαι από όλους αυτούς που σκαρώνουν ανόητα τραγουδάκια βυθιζόμενοι σε έναν ωκεανό προσωπικής άγνοιας και μιζέριας, χωρίς να έχεις κάτσει να ασχοληθείς με τον Fabrizio De André, είναι σαν να μιλάς για rock ‘n’ roll χωρίς να ξέρεις τους Rolling Stones. Και αυτό δεν είναι υπερβολή.
Στην επόμενη σελίδα: