«
“Για μένα έμοιαζε οπωσδήποτε με εκκλησία”, εξήγησε [ο Knuckles] στο WMAQ TV του Σικάγο.
“Γιατί όταν έχεις τρεις χιλιάδες ανθρώπους μπροστά σου, έχεις μπροστά σου τρεις χιλιάδες διαφορετικές προσωπικότητες που γίνονται μια, είναι κάτι απίθανο. Είναι όπως στην εκκλησία. Τη στιγμή που λειτουργεί ο κήρυκας ή ψέλνει η χορωδία, υπάρχει ένα καθοριστικό σημείο που αρχίζει το αποκορύφωμα, που όλη η αίθουσα γίνεται ένα, δεν υπάρχει πιο καταπληκτικό πράγμα απ’ αυτό".
Στο Σικάγο, όπως τα 80s διαδέχονταν τα 70s, αν ήσουν μαύρος και γκέι η δική σου εκκλησία θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Frankie Knuckles. Το Warehouse ένα τριώροφο εργοστασιακό κτίριο στην απομονωμένη βιομηχανική ζώνη στα δυτικά της πόλης πρόσφερε ελπίδα και σωτηρία σε όσους δεν είχαν και πολλά μέρη να πάνε για να τα αναζητήσουν. Εκεί ξεχνούσες τα γήινα προβλήματά σου και αποδρούσες σε ένα καλύτερο κόσμο. Σαν την εκκλησία, το κλαμπ υποσχόταν ελευθερία, πιο σύντομα μάλιστα από κάποια επόμενη ζωή. Ο Frankie Knuckles οδηγούσε το ποίμνιο του σε ταξίδια λύτρωσης και αποκαλύψης.
The Warehouse, Chicago, IL
(…)Μια μέρα την εβδομάδα, από το βράδυ του Σαββάτου μέχρι το απόγευμα της Κυριακής, ένα πιστό πλήθος συγκεντρωνόταν στο 206 της οδού North Jefferson, περιμένοντας να ανέβει από την σκάλα στον τελευταίο όροφο του κτιρίου και να πληρώσει το δημοκρατικά χαμηλό αντίτιμο των $4. Το κλαμπ χωρούσε 600, αλλά σε μια καλή βραδιά σχεδόν 2000 –κυρίως γκέι, σχεδόν όλοι μαύροι- περνούσαν την είσοδο. Ντύνονταν κομψά, αλλά με ρούχα που μαρτυρούσαν την ετοιμότητά τους να ιδρώσουν. Πολλοί μάλιστα κοιμούνταν πριν βγουν για να μεγιστοποιήσουν την ενέργειά τους. Με το που έμπαιναν στο κλαμπ κάποιοι έμεναν πάνω, στο χώρο με τα καθίσματα. Άλλοι κατέβαιναν στο υπόγειο για δωρεάν χυμό, νερό και σνακ. Οι περισσότεροι όμως πήγαιναν κατευθείαν στο σκοτεινό, ιδρωμένο dancefloor που βρισκόταν στον ενδιάμεσο όροφο. Για αυτούς δεν υπήρχε λόγος να αποσπαστούν: είχαν έρθει για τον Frankie Knuckles και τη μουσική του.
(…) Για να φτάσεις στην πίστα του Warehouse έπρεπε να κατέβεις μια σκάλα που ξεκινούσε από το, γεμάτο φυτά, πάνω λευκό lounge. Ιδρώτας και καπνός σε συναντούσαν αμέσως καθώς πολλαπλασιάζονταν στο σκοτάδι του υποφωτισμένου δωματίου από τα αστραφτερά μαύρα κορμιά που χόρευαν jack (σ.σ. όρος με τον οποίο έμεινε στην ιστορία ο τρόπος που χόρευαν το Chicago house). Κι έτσι όπως καταδυόσουν στην σκιερή καταπακτή, σε χτυπούσε η δύναμη του ηχητικού συστήματος, πυροδοτημένη από την ενέργεια των χορευτών, πολλοί εξ των οποίων ήταν ντοπαρισμένοι με acid και σκόνη MDA (ο προπομπός του ecstasy). Τρελαμένα κορμιά συνωστίζονταν από τη μια πλευρά του τοίχου στην άλλη, τα ρούχα τους είχαν πια μειωθεί στο μίνιμουμ του αθλητικού εξοπλισμού τους, το ίδιο τους το δέρμα έσταζε ιδρώτα και συμπυκνωνόταν.
“Το δωμάτιο ήταν σίγουρα σκοτεινό”, είπε ο Frankie στη δημοσιογράφο Sheryl Garrat.
“Ο κόσμος έλεγε ότι ένιωθαν σαν να πέφτουν στο νταμάρι της κόλασης. Έλεγαν ότι φοβούνταν όταν άκουγαν το γδούπο της μουσικής και συνειδητοποιούσαν πόσα κορμιά ήταν ολοκληρωτικά κλειδωμένα στο ρυθμό της”.
Και, βέβαια, η μουσική του Frankie ήταν κάτι εντελώς καινούριο στους περισσότερους. Τους προκαλούσε φρενίτιδα δίνοντας νέες μορφές στα κομμάτια με τα νέα mixes κι edits του. Ήταν νεοϋορκέζικα κόλπα που δεν είχαν φτάσει ακόμα στο Σικάγο. Σε κάποιο σημείο της νύχτας, έσβηνε όλα τα φώτα της αίθουσας προκαλώντας μπλακ-αουτ κι έβαζε έναν δίσκο που δεν περιείχε τίποτα άλλο από τον ήχο μιας μηχανής τρένου περασμένο από το εφέ της κονσόλας. Ταυτόχρονα, μετέφερε τον ήχο από το ένα σετ ηχείων στο άλλο, έτσι ώστε να δημιουργήσει την αίσθηση ότι ένα αληθινό εξπρές περνούσε από το κλαμπ. Ο dj/παραγωγός Chez Damier (Anthony Pearson) θυμάται τις αντιδράσεις: “Τα παιδιά κυριολεκτικά έχαναν το μυαλό τους”.
(…) “Πολλά πράγματα δεν είχα πρόβλημα να τα παίξω στο κλαμπ γιατί ήθελα να τα δοκιμάσω και να μάθω την τέχνη. Αλλά μέχρι το ’81 που όλοι είχαν διακηρύξει ότι η disco ήταν πια νεκρή, οι δισκογραφικές ξεφορτώνονταν τα dance ή disco τμήματά τους κι έτσι δεν υπήρχαν πια καθόλου uptempo χορευτικοί δίσκοι, ότι καινούριο έβγαινε ήταν downtempo. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι έπρεπε να επέμβω και να αλλάξω ορισμένα πράγματα προκειμένου να ταΐσω το κοινό μου. Αλλιώς θα κατέληγα να κλείσω το κλαμπ”.
(…) O Frankie Knuckles λέει ότι η πρώτη φορά που έμαθε για τον όρο house ήταν το 1981. Οδηγώντας νότια στα περίχωρα της πόλης για να επισκεφθεί τη βαφτισιμιά του, παρατήρησε μια πινακίδα σε μια βιτρίνα που έλεγε ‘WE PLAY HOUSE MUSIC’. Σαστισμένος, γύρισε στη φίλη του και ρώτησε, “τώρα τι είναι πάλι αυτό;”. Εκείνη κοίταξε την πινακίδα και του απάντησε, “εννοεί ότι παίζουν τη μουσική που παίζεις εσύ στο Warehouse”».
* Από το σχετικό κεφάλαιο της χορευτικής βίβλου Last Night A DJ Saved My Life: The History Of Disc Jockey (Bill Brewster – Frank Broughton, 1999, Headline Book Publishing).
φωτό από το Last Night A DJ Saved My Life
Επέλεξα σκόπιμα αυτά τα δύο κομμάτια από τα αντίστοιχα πολύ ενδιαφέροντα (και σαφώς προτεινόμενα) βιβλία για την ηλεκτρονική χορευτική κουλτούρα, γιατί νομίζω ότι αντιπροσωπεύουν πολύ καλύτερα από οποιαδήποτε δημοσιογραφική αποτίμηση το μέγεθος πρωτοπόρων όπως ο Frankie Knuckles που έφυγε από τη ζωή την Πρωταπριλιά υποκύπτοντας στη μάχη με τον διαβήτη που τον βασάνιζε την τελευταία δεκαετία. Την επόμενη φορά που θα αναζητήσετε άσυλο στην πίστα κάποιου σκοτεινού underground κλαμπ, σκεφθείτε ότι στα τέλη της δεκαετίας του 70 - αρχές του 80, τίποτα από τα σημερινά δεν ήταν δεδομένο. Ούτε το ρομποτικό-υπερβατικό κομμάτι του ρυθμού, ούτε ο μαζικός εορτασμός του περιθωρίου ή/και των απόβλητων, ούτε η τυφλή αποθέωση της σεξουαλικότητας μακριά από το γκλίτερ και τις ντισκομπάλες. Κάποιος τα έκανε να συμβούν. Ο Frankie Knuckles. Οι βάσεις είχαν τεθεί στη Νέα Υόρκη από τον Larry Levan και τους συνοδοιπόρους του, όμως η χορευτική μουσική άρχισε να παίρνει το σχήμα που ξέρουμε σήμερα από τον καλύτερό του μαθητή. Που πέρασε από το φουτουριστικό φίλτρο το συναίσθημα της soul και τον ηδονισμό της disco. Επηρεάζοντας ραγδαία τον Derrick May κι αναγκάζοντάς τον να επινοήσει με την παρέα του τον ήχο των μηχανών στα αμέσως επόμενα χρόνια, το Detroit techno.
Αυτή είναι η παρακαταθήκη του αγαθού γίγαντα Knuckles. Όχι τόσο κάποια
singles, ούτε κάποια άλμπουμ, ούτε κάποια
remixes – ούτως ή άλλως από ένα σημείο και μετά ο ίδιος δεν μπορούσε να αποφύγει την μετατροπή του σε περιφερόμενο μύθο. Ο Frankie Knuckles δημιούργησε και παρέδωσε στην αιωνιότητα της πίστας ένα είδος. Τη χορευτική μουσική που φέρνει τους ανθρώπους κοντά. Το House. Θα ήταν απόλυτα ευτυχές (και προπάντων δίκαιο) αυτό το Σάββατο, όλοι οι DJs σε όλα τα κλαμπ του κόσμου να σβήσουν τα φώτα – όπως εκείνος – και να παίξουν αυτό.
Δίνοντας την ευκαιρία στο πλήθος να εκφράσει το δικό του RIB. Όπως λέμε Rest In Beats.