
Δεν ήξερα αν πήγαινα σε συναυλία, σε αρχαίο δράμα ή σε αγρυπνία. Ήταν απλώς βράδυ Κυριακής στον Λυκαβηττό, με το φεγγάρι να κρατά φανάρι και τις πρώτες νότες να 'ναι ψίθυροι απ’ τη μνήμη. Η Νατάσσα Μποφίλιου δεν είπε «θα τραγουδήσω Θεοδωράκη». Έστησε έναν κόσμο από την αρχή.
Έναν κόσμο όπου το “Πέλαγο” ανοίγει a cappella με μια ομάδα νεαρών ερμηνευτών που στήνουν τη φωνή σαν λιτανεία. Μια είσοδος σχεδόν τελετουργική και μετά εκείνη ξυπόλητη, στα λευκά, σαν οπτασία που κατεβαίνει από κάπου πολύ μακριά, και ξεκινά το “Την πόρτα ανοίγω το βράδυ” σαν να ξεκλειδώνει μια σιωπηλή συμφωνία με όλους.

©Αφροδίτη Ζαγγανά
Ας το πάρω από την αρχή, νωρίτερα είχα πάει στην πορεία για την Παλαιστίνη στο Σύνταγμα και δεν έβρισκα ταξί για να ανέβω στον λόφο για πάνω από μισή ώρα, έτσι αποφάσισα να το πάρω με τα πόδια (why lord why?). Εννοείται ότι μέχρι να φτάσω είχα δει το τέλος μου μπροστά μου 40 φορές. Πρέπει να ανέβηκα τουλάχιστον 300 σκαλιά (κάποια στιγμή έβλεπα μόνο κάθετα σκαλιά μπροστά μου και νόμιζα ότι παίζω στον Εξορκιστή ή στο Τζόκερ ένα πράγμα). Μετά από 100 κιλά ιδρώτα, 5.000 χιλιάδες ανάσες σαν του Βασίλη Καρρά και κράμπες στις γάμπες, έφτασα την ώρα που ακούστηκαν οι πρώτες ψιθυριστές φωνές από τα ηχεία.

©Αφροδίτη Ζαγγανά

©Αφροδίτη Ζαγγανά
Δεν είχα την τύχη να παρακολουθήσω την παράσταση στο Ηρώδειο πέρυσι και ήμουν απροετοίμαστη για όσα είδα και άκουσα. Και ειλικρινά, δεν ξέρω αν ήταν παράσταση, συναυλία ή κάτι τρίτο, ήταν σαν η Μποφίλιου να τραγούδησε την ίδια την Ιστορία της Ελλάδας. Με την ίδια να αλλάζει μορφή και ύφος, να γίνεται κάποτε παιδί του λαού, κάποτε η ίδια η μάνα της “Μυρτιάς”, και κάποτε μια αρχαία τραγωδός που μιλά για ήρωες και νεκρούς. Η φωνή της, αλλά και το πάθος το δικό της και όλης αυτής της παρέας στη σκηνή, κουβαλούσαν όχι μόνο τη μουσική αλλά και το βάρος των λέξεων.
Η σύλληψη του όλου εγχειρήματος ήταν δική της, το στήριγμα και η εμπνευσμένη ενορχήστρωση του Θέμη Καραμουρατίδη. Η σκηνοθεσία του Άγγελου Τριανταφύλλου έδωσε θεατρική σπονδή σε κάθε τραγούδι. Υπήρχε ρυθμός, αφήγηση, κλιμάκωση. Η μπάντα μεταμορφωνόταν –από ρεμπέτικη κομπανία σε big band, από μπάντα του δρόμου σε γκρουπ αντιστασιακών. Κάθε φορά ένα διαφορετικό σύμπαν, με μια εσωτερική λογική που οδηγούσε τη μουσική από την καρδιά στον νου.

©Θωμάς Δασκαλάκης

©Αφροδίτη Ζαγγανά
Το σκηνικό του Κωνσταντίνου Λαμπρίδη έστησε έναν ολόκληρο μικρόκοσμο: πότε αυλή λαϊκού σπιτιού, πότε σκηνή παράνομου αγώνα, πότε ταράτσα με αναμνήσεις. Όλα μέσα σε αποχρώσεις φωτός που δεν φώναζαν, αλλά υπονοούσαν πολλά, όλα τόσο μελετημένα και ταυτόχρονα τόσο ζωντανά.
Το σύνολο των ερμηνευτών λειτούργησε ως σώμα ενιαίο. Η Μυρτώ Βασιλείου, σαν φτερό λυρικό, η Μαρία Διακοπαναγιώτου, δραματική και γήινη, με φωνή γεμάτη βαρύτητα. Οι πέντε άντρες –Ηλίας Βαμβακούσης, Βασίλης Προδρόμου, Μιχάλης Ατσάλης, Ματθαίος Μπουμπάρης, Γιάννης Δάφνος– συγκροτούσαν μια παρέα που μπορούσε να είναι οι σύντροφοι του Μίκη στη Μακρόνησο, οι αδερφοί του στον Έβρο ή οι φίλοι του σε ένα υπόγειο του Παρισιού.

©Αφροδίτη Ζαγγανά

©Θωμάς Δασκαλάκης
Και ο Νίκος Μποφίλιος. Ο πατέρας της. Με κιθάρα και φωνή – όχι φτιασιδωμένη, αλλά γεμάτη χρόνο και ιστορία. Τραγούδησε μόνος του το “Κάποτε θα 'ρθουν να σου πουν” και το “Στα Περβόλια” και έπειτα, μαζί με τη Νατάσσα. Εκεί σταμάτησε για λίγο ο χρόνος. Μια κόρη και ένας πατέρας, δυο φωνές κι ένα τραγούδι που είχε κιόλας αρχίσει να ανήκει σε όλους. Εκεί έσπασα κι εγώ που θυμήθηκα τον δικό μου πατέρα, τον Περικλή Χαρβά, φωνή της αντίστασης την εποχή της Χούντας στην Ελλάδα, που δεν ζει πια και πόσο μου λείπει που δεν μπορούμε να τραγουδάμε αυτά τα τραγούδια παρέα.

Με τον πατέρα της, Νίκο Μποφίλιο ©Αφροδίτη Ζαγγανά
Η Μποφίλιου είχε όλη τη σκηνή και, ταυτόχρονα, άφηνε χώρο για τους άλλους. Δεν μονοπώλησε, δεν κυριάρχησε, αλλά μοιράστηκε και σε αυτό το μοίρασμα, ανέδειξε το μεγαλείο της. Στα λαϊκά κομμάτια χόρευε παθιασμένα. Στα λυρικά, καθόταν στο χώμα. Στα πολιτικά, ψήλωνε και κάρφωνε τη ματιά στο κοινό σαν να έλεγε: “Σας αφορά κι αυτό”. Ειδικά στο “Θα σημάνουν οι καμπάνες”, το Θέατρο του Λυκαβηττού (ή μήπως η πλατεία Συντάγματος;) έβραζε.
Από τα πρώτα κομμάτια, όπως “Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ”, μέχρι τις κορυφώσεις των “Δραπετσώνα” και “Σώπα όπου να ‘ναι”, κάθε επιλογή ήταν συνειδητή και δομημένη. Ήταν μία αφήγηση, μία επιστολή στη μνήμη, αλλά και ένας οδηγός για το σήμερα.

©Αφροδίτη Ζαγγανά

©Αφροδίτη Ζαγγανά
Και, αλήθεια, δεν τραγουδήθηκαν τα τραγούδια του Μίκη “όπως τα ξέρουμε”. Ούτε θα έπρεπε. Ήταν όλα διασκευασμένα, ενορχηστρωμένα ξανά, τολμηρά, αλλά με αγάπη. Ο Καραμουρατίδης δεν “έπαιξε” με τα τραγούδια, τα μετέφρασε στο σήμερα. Τα πέρασε μέσα από φίλτρα βαλκανικά, ρεμπέτικου, σύγχρονης εναλλακτικής σύνθεσης, κι όμως κράτησε τις ρίζες. Και η σκηνοθεσία έδινε πλαίσιο, χρονικότητα, πρόσωπα. Έβαλε τους θεατές να δουν και να νιώσουν και όχι μόνο να ακούσουν.
Και τι κοινό ήταν αυτό! Νέοι και μεγάλοι. Γονείς που εξηγούσαν στα παιδιά τι σημαίνει Σφαγείο και ηλικιωμένοι που έβλεπαν τη ζωή τους να ξαναπαίζεται μπροστά τους, σε μια γλώσσα που δεν είχε ανάγκη τη νοσταλγία, αλλά μόνο την αλήθεια. Η παράσταση δεν ήταν ρετρολαγνεία, αλλά μία ξεκάθαρη πολιτική πράξη. Η παρουσία του Πρέσβη της Παλαιστίνης, Yussef Dorkhom, οι Παλαιστινιακές μαντίλες και η σημαία που σήκωσαν στο τέλος οι συντελεστές, έδωσαν ένα ακόμη βάθος.

Οι συντελεστές της παράστασης ©Θωμάς Δασκαλάκης

Με τον Πρέσβη της Παλαιστίνης, Yussef Dorkhom ©Θωμάς Δασκαλάκης
Το φινάλε ήταν λυτρωτικό, σαν να σου δίνεται το δικαίωμα να ξαναπείς “σ’ αγαπώ” σ’ αυτή τη χώρα, όχι με πίκρα. Στο χειροκρότημα είχες την αίσθηση ότι αν κοίταγες καλά κάπου στις κερκίδες, θα ορκιζόσουν πως ένας ψηλός άντρας με γκρι μαλλιά και μάτια βρεγμένα, ντυμένος στα μαύρα, που χτυπούσε παλαμάκια, χαμογελώντας ήταν ο Μίκης.
Υ.Γ. Αυτή η παράσταση πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο. Να τη βλέπουν όσοι δεν πρόλαβαν. Να θυμούνται όσοι ξέχασαν. Να καταλάβουν όσοι τώρα ξεκινούν. Να μην ξεχάσουμε ποτέ πως η Ελλάδα δεν είναι μόνο ειδήσεις και απελπισία, αλλά έχει υπάρξει και το “Ένα το χελιδόνι” και πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει, έτσι ακριβώς.