O παραλληλισμός της συνθήκης για τους περισσότερους είναι σχεδόν αναπόφευκτος.
Ο Kendrick Lamar το 2018 κερδίζει το βραβείο Πούλιτζερ στη Μουσική και γίνεται ο πρώτος καλλιτέχνης που τιμάται με αυτό χωρίς να προέρχεται από τον χώρο της κλασικής μουσικής ή της τζαζ – κατάγεται μάλιστα από τη γη του hip hop, ενός κατεξοχήν μη «ακαδημαϊκού» είδους.
Ο Bob Dylan το 2016 κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το στιχουργικό έργο του, αποτελώντας τον πρώτο μουσικό (με εξαίρεση εν μέρει τον πολυσχιδή Ινδό Rabindranath Tagore που έλαβε το βραβείο... το 1913) και την πρώτη προσωπικότητα που περνάει με σφραγίδα αμιγούς ποπ κουλτούρας και «με τη βούλα» το «υψηλό»κατώφλι της λογοτεχνίας.
Αμφότερες οι παραπάνω διακρίσεις γέννησαν αντιδράσεις και συγκινήσεις –όχι απαραίτητα εντελώς νηφάλιες ή/κι εμπεριστατωμένες. Σχεδόν δύο χρόνια πριν είχαμε: «Ναι, επιτέλους αναγνωρίστηκε το μεγαλείο του Dylan», «Γιατί ο Dylan και όχι και ο...», «Από πότε οι στίχοι ποπ τραγουδιών θεωρούνται λογοτεχνία;». Την τελευταία εβδομάδα ακούμε/διαβάζουμε: «Ναι, ο Lamar γράφει ιστορία σαν ένας μουσικός Μεσσίας της γενιάς του», «Ναι, ο Lamar αναγνωρίζεται και μαζί με αυτόν επιτέλους και το ίδιο το hip hop», «Μία μεγάλη διάκριση για την ποπ κουλτούρα, σταθμός στην ιστορία των Πούλιτζερ».
Μάλλον δεν χωρά αμφιβολία για τη νίκη της ποπ κουλτούρας, για τη δικαίωσή της και στις δύο περιπτώσεις. Αναφορικά με τον Dylan, μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει επί χιλιάδων λέξεων για το σχεδόν απυρόβλητο της αξίας και της επιδραστικότητάς του, αλλά αφενός μεν δεν είναι επί του παρόντος και αφετέρου δε έχει φροντίσει γι’ αυτό ο Greil Marcus καλύτερα από οποιονδήποτε.
Αν μάλιστα παρατηρήσει κανείς τους νικητές των Μουσικών Πούλιτζερ ανά τα χρόνια, η νίκη του Lamar μοιάζει ριζοσπαστικότερη, μιας κι ακόμη και η τζαζ μπήκε στο παιχνίδι για πρώτη φορά μόλις πριν από 21 χρόνια (το 1997 με τον Wynton Marsalis και το jazz ορατόριο Blood on the Fields - τα πρώτα βραβεία Πούλιτζερ δόθηκαν το 1943). Αρκετά συντηρητικός ως τώρα ο θεσμός , θα μπορούσε εύκολα να υποστηρίξει κανείς.
Κι όμως αποφασίζει φέτος να βραβεύσει τον Kendrick Lamar για τον περσινό του δίσκο DAMN. Επισφραγίζοντας έτσι ότι είναι ο αδιαφιλονίκητος σημαιοφόρος του hip hop που πλέον βρίσκεται στην κορυφή, όχι μόνο εμπορικά, αλλά ως ένας κοινώς αποδεκτός πολιτισμικός εκπρόσωπος της γενιάς και της εποχής του. «Τι τους "έπιασε" και του έδωσαν το Πούλιτζερ τώρα; Νομίζω ότι αναγνώρισαν ότι είναι ένας καλλιτέχνης που έχει δυναμικό λόγο, αλλά παράλληλα αγγίζει και τη μαζική κουλτούρα. Κι αξίζει να ξεχωρίσει», υπογραμμίζει η έμπειρη δημοσιογράφος και συγγραφέας Μαρία Μαρκουλή.
Είναι ένας πολύ καλός δίσκος; Ναι. Όχι οπωσδήποτε ο καλύτερός του μιας και έχει προηγηθεί το To Pimp A Butterfly (2015). Το magnum opus του, ένας δίσκος που έφερε μέσα του όλη την παράδοση της μαύρης μουσικής. Τα γκάζια του funk, την κομψότητα της jazz, την ψυχή της... soul, τις απαρχές του rap. O δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός Μάκης Μηλάτος τονίζει: «Κατά τη γνώμη μου, έπρεπε να το πάρει με το προηγούμενο άλμπουμ του. Θεωρώ πως είναι αριστούργημα».
«Τα πολύ στενά όρια υψηλής και ποπ κουλτούρας έχουν διαρραγεί εδώ και καιρό. Απλά τώρα επιβεβαιώθηκε το τέλος του χάσματος»
Μην ξεχνάμε βέβαια ότι τα πάντα είναι και θέμα συγκυριών, μιας και την εμπορική κορυφή έμελλε να την αγγίξει με το περσινό άλμπουμ DAMN.: «Έτσι γίνεται συνήθως. Όταν κανείς βγάζει ένα αριστούργημα αρχίζει να δημιουργείται μία θετική προδιάθεση γι’ αυτόν και με τον επόμενο δίσκο με κάποιον τρόπο δικαιώνεται σε ένα ευρύτερο κοινό. Ήρθε να δέσει και το πακέτο του Black Panther, όλα αυτά συντέλεσαν στο να πάρει το Πούλιτζερ», συμπληρώνει ο Μάκης Μηλάτος, «βάζοντας στο παιχνίδι» και τη φετινή κυκλοφορία-soundtrack της ταινίας Black Panther, με τον Lamar να παίζει το ρόλο «μαέστρου» σε εξέχοντα ονόματα της hip hop αφρόκρεμας. Πίσω στο DAMN., όχι ότι δεν συνεχίζει να είναι ένα δείγμα της ευφυίας του Lamar. Είναι η εμπορική επιβεβαίωση της λεωφόρου της δόξας που άνοιξε ο προκάτοχός του.
Αφήνοντας όμως στην άκρη τη «μουσική μικρογραφία» του θέματος, ας επιστρέψουμε στο βασικό μας ερώτημα. Ξεκινήσαμε να το συζητάμε με το Νόμπελ του Dylan, επανήλθαμε τώρα με τον Lamar. Μήπως έφτασε άραγε η στιγμή που πέφτουν οριστικά τα τείχη που διαχώριζαν τα δημιουργήματα της «υψηλής» τέχνης με τα προϊόντα της ποπ κουλτούρας;
«Είναι μία σημαντική στιγμή για τον ίδιο τον Lamar και την αναγνώριση του έργου του αλλά και για το βραβείο το ίδιο που κάνει μία δυναμική στροφή συνιστώντας μια σημαντική πολιτιστική στιγμή για την εποχή μας. Υπήρξε η ανάγκη να βγουν τα κοινωνικά και πολιτικά θέματα μπροστά, αλλά με τον τρόπο και τη δυναμική της ποπ κουλτούρας», είναι η απόψη της Μαρίας Μαρκουλή.
Πρόκειται πράγματι για τη βράβευση όχι μόνο ενός σπουδαίου μουσικού, αλλά ενός αφηγητή των καιρών του. Μιλάει για τη γενιά του, την κουλτούρα του, κατακεραυνώνει την πολιτική των ΗΠΑ και σηκώνει με αυτή τη νίκη το μεσαίο δάχτυλο στον Trump. Στον απόλυτα ειρωνικό αντίποδα, η βράβευση των πασιφιστικών στίχων του Lamar από έναν αμερικάνικο θεσμό συνέβη σχεδόν ταυτόχρονα με τους «ανθρωπιστικούς» βομβαρδισμούς και των Αμερικάνων στη Συρία. Ο Lamar δείχνει, σχεδόν με καθετί που κάνει, ότι μπορεί να κερδίσει το «εδώ και το τώρα».
«"Διαβάζοντας" το σκεπτικό της βράβευσης από τη μεριά της επιτροπής, αυτή έγινε γιατί ο Lamar κατόρθωσε να δώσει μία συνεκτική αφήγηση για την αφροαμερικάνικη εμπειρία μέσα από τη μουσική του, όπως μας είχαν συνηθίσει λογοτέχνες σαν τον James Baldwin. Θεωρώ τον Lamar (όπως και τον Kamashi Washington) δύο πολύ λαμπρά παραδείγματα για το πως η μαύρη μουσική μπορεί να θεωρηθεί πρωτοπορία στο σήμερα» σχολιάζει ο ραδιοφωνικός παραγωγός Θανάσης Μήνας. «Τα πολύ στενά όρια υψηλής και ποπ κουλτούρας έχουν διαρραγεί εδώ και καιρό. Απλά τώρα επιβεβαιώθηκε το τέλος του χάσματος», συνεχίζει.
Ο Μάκης Μηλάτος έχει λίγο διαφορετική άποψη. «Δεν νομίζω ότι υψηλή και ποπ κουλτούρα έρχονται κοντά. Απλά η τελευταία δικαιώνεται και σε έναν κόσμο που μέχρι τώρα, παρότι εδώ κι εξήντα χρόνια τροφοδοτεί το πνεύμα σε όλα τα επίπεδα, κάπως την υποτιμούσε» υποστηρίζει. Ενώ η Μαρία Μαρκουλή θεωρεί πως όλο αυτό συνάδει με το πνεύμα των καιρών: «Δεν σηματοδοτεί μία τρομερή αλλαγή, είναι απλά μια στιγμή που τα πράγματα τρέχουν πάρα πολύ γρήγορα, οι εποχές έχουν αλλάξει και η ποπ κουλτούρα ανακατεύεται λίγο πιο εύκολα με την υψηλή τέχνη. Ένα βραβείο δεν μπορεί να προκαλέσει μία καταλυτική δράση μέσα στα πράγματα. Δείχνει όμως τις πολλές ιδέες και τη δημιουργικότητα στο χώρο της μαύρης μουσικής. Είναι ίσως ο πιο ζωτικός χώρος της αυτή τη στιγμή».
Όπως ο Dylan υπήρξε ένας διαχρονικός κήρυκας που έχει μιλήσει πραγματικά για τα πάντα, έτσι κι ο Lamar χρησιμοποιεί ως όπλο τον πύρινο λόγο. «Και ο Dylan και ο Lamar, από διαφορετικά μονοπάτια ο καθένας, διακρίνονται ακριβώς για την εξαιρετική τους αφηγηματικότητα. Και οι δύο με τον τρόπο τους είναι θαυμάσιοι storytellers», σχολιάζει ο Θανάσης Μήνας.
Ο επίλογος στον Μάκη Μηλάτο: «Στο μέλλον, όπως μνημονεύουμε άλλα ορόσημα στην εξέλιξη της μουσικής, όπως ότι ο Dylan έπαιξε με ηλεκτρικά όργανα στο Newport ή το Woodstock, έτσι θα μνημονεύουμε αυτά τα δύο γεγονότα ως σημαδιακά για την εξέλιξη της ποπ κουλτούρας».
Όπως και να 'χει, πραγματική σημασία στο τέλος της ημέρας μοιάζει να έχει αυτό που είπε και ο Dylan με τον λόγο του που διαβάστηκε στην απονομή του Nόμπελ (όταν τέλος πάντων τον βρήκαν για να του το απονείμουν): «Ελπίζω κάποιοι από εσάς να ακούσετε αυτούς τους στίχους με τον τρόπο που προορίζονταν να ακουστούν: ζωντανά, σε δίσκο ή όπως αλλιώς ακούνε οι άνθρωποι μουσική σήμερα. Θα επιστρέψω στον Όμηρο που λέει: “Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις”».