Ο Lou Reed ήταν (είναι) θρύλος. Και ως τέτοιος άφησε φεύγοντας το δυσαναπληρωτο κενό ενός πραγματικά μεγάλου, μάλλον όχι αναντικατάστατου, καλύτερα ανεπανάληπτου. Η διαφορά του σε σχέση με τα περισσότερα εκ των υπόλοιπων ιερών τεράτων που θα κλήθούμε μοιραία κάποια στιγμή να αποχαιρετίσουμε είναι ότι ευτυχώς δε συνοδεύεται από την ιεραποστολική διάσταση που πηγαίνει μαζί με τον Bob Dylan, τον Leonard Cohen και σκορπάει πασιφιστικά τις στάχτες του πρόωρα χαμένου John Lennon. O Lou Reed δεν ηταν οικουμενικός, άσχετα αν φιγουράρει δίκαια ή άδικα σε εκατομμύρια social media profiles τις τελευταίες 48 ώρες συμμετέχοντας στο event του παγκόσμιου RIP που ζούμε πια κάθε δεύτερη μέρα. Αιρετικός, βλάσφημος, πρωτοπόρος, προβοκάτορας, αλαζόνας, ματαιόδοξος, επιρρεπής, χαμαιλέων, ο μεγαλύτερος όλων των Κυνικών κι ο κυνικότερος όλων των Μεγάλων.
Ήταν η ενοχλητική ενσάρκωση του Αμερικάνικου Ονείρου. Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν, μεγάλωσε στο Λονγκ Άιλαντ, υπέστη ως έφηβος ηλεκτροσόκ για να «ξεπεράσει» την αμφισεξουαλικότητά του και θα μπορούσε να είναι ένας καλός γραφιάς αν δεν έβρισκε μέντορα στο πρόσωπο του ποιητή Delmore Schwartz φοιτώντας στο πανεπιστήμιο του Syracuse. Χωρίς να υστερεί σε ταλέντο έβαλε τα “looks” δίπλα στα “brains” του ουαλού συγκάτοικού του στο Lower East Side των mid-60s, John Cale, κι εξελίχθηκε στο It Boy της σκηνής του Factory, στην απόλυτη αρσενική μούσα του Andy Warhol που τον έχρισε frontman των Velvet Undergound. Η είσοδος στις προβολές των ταινιών του εισηγητή της pop art επιτρεπόταν μόνο σε «όσους φορούσαν μαύρα», αλλά εκείνοι δεν είχαν πρόβλημα γιατί «έτσι κι αλλιώς δεν είχαν ρούχα άλλου χρώματος». Έγινε έτσι ο τύπος που «καταζητείτο» επειδή «μετέτρεψε μια ολόκληρη γενιά Αμερικάνων σε αδερφές τζάνκις».
Τα σκατά μου αξίζουν περισσότερο από τα διαμάντια των άλλων, είπε κάποτε σε μια κρίση ματαιοδοξίας, σε-ποιον-άλλον, στον Lester Bangs. Και δεν απείχε πολύ, ίσως και καθόλου, από την πραγματικότητα.
Ήταν ο πρωτομάστορας του Λευκού Θορύβου. Όσο κι αν αναζητάμε τις γιάνκικες απαρχές του punk στους New York Dolls, τους MC5 ή ακόμα και τους Ramones, η αλήθεια είναι ότι τίποτα από όλα αυτά δε θα ήταν δυνατό χωρίς τα τέσσερα άλμπουμ των Velvets (για την ακρίβεια χωρίς τα δύο πρώτα). Κάτι που οδηγεί σε έναν υπερβολικό, αλλά δικαιολογημένο, μουσικογραφικό αφορισμό που θέλει τη σωστή απάντηση στο αιώνιο δίλημμα “Beatles vs. Rolling Stones” να είναι The Velvet Undergound. Τουλάχιστον για όσους αντιλαμβάνονται το νόημα του μεταγενέστερου σλόγκαν “taking drugs to make music to take drugs to”.
Ήταν επίσης, τόσο ο ίδιος όσο και οι Velvets, μια αιώνια υπενθυμιση προστασίας από τον Φασισμό της Εμπορικότητας. Κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη μέγγενη του «αυτό δεν πουλάει»/ «αυτά θέλει ο κόσμος», αρκεί να θυμόμαστε ότι η Μπανάνα και το White Light/White Heat πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα στην εποχή τους. Ή τουλάχιστον δεν άγγιξαν παρά ελάχιστους πέρα από το avant garde πλήθος. Κι όμως χωρίς το δημιουργικό φλερτ των Velvets με τις παραμορφώσεις και την κακοφωνία δε θα υπήρχαν οι περισσότερες από τις μπάντες που αγαπήσαμε τα τελευταία 40 χρόνια. Με πρώτους, καλύτερους και χαρακτηριστικότερους τους Sonic Youth. «Ένα ακόρντο είναι μια χαρά, με τα δύο το ζορίζεις, στα τρία παίζεις jazz», είναι μια ακόμα διάσημη σοφιστεία του.
Ήταν εκείνος που συνέγραψε, κατά δήλωσή του μάλιστα, το ηχητικό ανάλογο του Μεγάλου Αμερικάνικου Μυθιστορήματος. Αυτό πίστευε και δε δίσταζε να το δηλώσει για το άθροισμα των προσωπικών του άλμπουμ. Ήταν εκείνος που μίλησε πρώτος για το βρωμικο υπογάστριο στο εσωτερικό της υπερδύναμης. Δεν έγραψε τραγούδια ευθείας πολιτικής διαμαρτυρίας για το Βιετνάμ ή τα σύγχρονά του Κοινωνικά Κινήματα, αλλά μίλησε με μοναδική κυνικότητα και χωρίς καμία πρόφαση θεατρικότητας για το περιθώριο. Για τις τραβεστί που ερωτευόταν, για τους dealers που νταραβεριζόταν, για τους ιδρώτες και τα σύγκρυα της στέρησης, για τα πρεζάκια που πάλευαν να επιβιώσουν στους δρόμους, για τα S&M γούστα των καλών και των κακών παιδιών, για όσα έκρυβε κάτω από το χαλάκι η αγαπημένη του πόλη. Η Νέα Υόρκη, της οποίας πια πρέπει να είναι κάτι σαν πολιούχος. Και την οποία προσπάθησε να εμψυχώσει με τη συγκινητική δημόσια τοποθέτησή του μετά το 9/11.
Ήταν η απόλυτη εικόνα του μουσικού King Of Cool (άσχετα αν ο όρος είναι δάνειο από το σινεμά και τον Steve McQueen). Σε όλη τη διάρκεια των 70s έπαιζε με σταθερή επιτυχία τον ρολο του χαρισματικού αλήτη. «Τα σκατά μου αξίζουν περισσότερο από τα διαμάντια των άλλων» είπε κάποτε σε μια κρίση ματαιοδοξίας, σε-ποιον-άλλον, στον Lester Bangs. Και δεν απείχε πολύ, ίσως και καθόλου, από την πραγματικότητα. Συνέβαλλε στην ωρίμανση που έστειλε τον Bowie στο Βερολίνο, αποτέλεσε glam σύμβολο (χωρίς να κυκλοφορήσει καθαρά glam δίσκο) κι έβγαλε το Metal Machine Music πιθανότατα επειδή μπορούσε. Στα 80s προσπάθησε να πιάσει το τρένο. Να γίνει εμπορικός, να συμβιβαστεί λίγο με την πλαστική εικόνα του MTV, αποδεικνύοντας την καλλιτεχνική θνητότητά του. Δηλαδή το συγκριτικό πλεονέκτημα της γοητείας του ενάντια στους τροβαδούρους του προλόγου. Κι έχασε την αιχμή του, μέχρι να επιστρέψει θριαμβευτής το έτος μηδέν 1989 με το πολιτικό μανιφέστο του. Το ονόμασε, oh the irony, New York, έβαλε τον δικό του επίλογο σε εκείνη την αμαρτωλή περίοδο και πορεύθηκε σιγά σιγά στην προσωπική κάθαρση των τελευταίων δύο δεκαετιών. Με τη Laurie Anderson στο πλευρό του, tai chi στο καθημερινό του πρόγραμμα και πιο εξεζητημένες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Όπως το να κυκλοφορήσει ambient δίσκο, να μελοποιήσει Edgar Allan Poe και να συνεργαστεί με τους Metallica προσεγγίζοντας το φιάσκο.
Τελικά, ήταν ο πρώτος από την Αγία Τριάδα που την έκανε. Ας το έχουν στο νου τους ο Ziggy και ο Iggy στην εξαιρετικά πιθανή περίπτωση που θα χρειαστούν κι εκείνοι μεταμόσχευση ήπατος...