«Αυτό που πουλάς τώρα με το όνομά σου είναι παρακμή του γλυκού νερού. Τον παλιό καιρό ήσουν πράγματι ζόρικος, Lou, αλλά τώρα όλο αυτό που κάνεις είναι αποστειρωμένο».
Μου είπε ότι ήμουν βαρεμένος.
«Έχεις βασίσει ολόκληρη την καριέρα σου στο ότι είσαι έκφυλος», του είπα, «και νομίζω ότι πρέπει να το παραδεχτείς, να αναλάβεις τις ευθύνες σου. Κατά κύριο λόγο δεν έχεις ξεχωρίσει ως μουσικός, παρόλο που έχεις σκαρφιστεί μερικά σπουδαία ριφ, και δεν ξέρω γιατί επιμένεις να προσπαθείς να με βάλεις να ακούσω όλα αυτά τα high-tech μουσικά σκατά, γιατί κατά βάση είσαι καμμένος».
Είναι Μάρτιος του 1975, και στο περιοδικό Creem δημοσιεύεται αυτή που μέχρι σήμερα θεωρείται η καλύτερη συνέντευξη που έδωσε ποτέ μάλλον ο χειρότερος άνθρωπος από τον οποίο θα μπορούσε ποτέ να πάρει συνέντευξη ένας δημοσιογράφος, ο οποίος δεν έχει καμία μα καμία αγωνία (ας όψονται τα χάπια και το μπέρμπον...) να υπάρξει έτσι για αλλαγή, έστω για λίγο, έστω κατάτι πιο κουλ απ’ όσο πραγματικά είναι (καθόλου) ενώ γνωρίζει ότι απέναντί του έχει τον ήρωά του («κυριώς γιατί συμβολίζει τα πιο fucked up πράγματα που θα μπορούσα ποτέ να συλλάβω. Το οποίο πιθανότατα απλά αναδεικνύει την περιορισμένη μου φαντασία»), ο οποίος ήρωας με τη σειρά του αναγνωρίζει ότι έχει απέναντί του κάποιον που δε θα πέσει αμαχητί (αν πέσει δηλαδή), κάποιον έτοιμο να ματώσει μαζί του πάνω στο τρενάκι του τρόμου. Του τρόμου του κενού (και) της λογικής. «Ξέρεις, βασικά σε συμπαθώ παρόλο που δεν το θέλω. Η κοινή λογική με οδηγεί στο να πιστέψω ότι είσαι βλάκας, αλλά με κάποιο τρόπο τα επιστημολογικά πράγματα που λες μερικές φορές προδίδουν το γεγονός ότι είσαι ηχομιμητικός με το υπόγειο στιλ ενός ερπετού» - με αυτό τον παραληρηματικό τρόπο καλωσόρισε ο Lou Reed τον Lester Bangs σε εκείνο το θρυλικό, πια, ραντεβού τους.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που συναντήθηκαν οι δυο τους, όμως ήταν η πρώτη με τον Lou Reed να έχει προλάβει να κυκλοφορήσει τέσσερις σόλο στούντιο δουλειές [Lou Reed (1972), Transformer (1972), Berlin (1973), Sally Can't Dance (1974)], μέσα σε τρία χρόνια. Για κάποιες από αυτές ο Lester Bangs είχε εκφράσει και παλιότερα, σε πραγματικό χρόνο, την άποψή του, και δεν έδειχνε έτοιμος να αλλάξει γνώμη. Ανάμεσα στις πολλές χιλιάδες ντελιριακές λέξεις που συνθέτουν το ιστορικό στόρι Let Us Now Praise Famous Death Dwarves (or, How I Slugged It Out with Lou Reed and Stayed Awake), υπάρχουν και οι εξής:
«Ποιος άλλος πέρα από τον Lou Reed θα πάχαινε σαν γουρούνι, και θα προσλάμβανε τους πιο κρετίνους έφηβους που θα μπορούσε να βρει, και θα σεριάνιζε στη χώρα σε μία περιοδεία βαρετή μέχρι θανάτου;»
«Ποιος άλλος θα ερχόταν και πάλι στην επιφάνεια μέσα σε μια γιγάντια κάψουλα από σεκοβαρβιτάλη και θα δούλευε για μήνες με ανθρώπους σαν τον Bob Ezrin, τον Steve Winwood και τον Jack Bruce για να ξεράσουν το Berlin, μία γαργαντουανών διαστάσεων δόση μνησικακίας που μπορεί κάλλιστα να είναι το πιο καταθλιπτικό άλμπουμ που έγινε ποτέ;».
Περιμένετε, έχει και συνέχεια:
«Βρείτε μου κάποιον που θα επέστρεφε από ένα βάλτο σαν το Berlin για να φτιάξει το Sally Can’t Dance, ένα άλμπουμ που θα ξέφευγε από τα στεγανά κάθε ψημένου φαν του Lou Reed για να κάνει όλες τις δυνατές παραχωρήσεις στην εμπορικότητα, καταφέρνοντας να βάλει αυτό το σκατένιο πιάτο στο Top 10;»
«Ο Lou Reed είναι ο τύπος που παρέδωσε την αξιοπρέπεια και την ποίηση και το rock ‘n’ roll στην πρέζα, το speed, την ομοφυλοφιλία, το σαδομαζοχισμό, το φόνο, το μισογυνισμό, την παθητικότητα και την αυτοκτονία, ώσπου τελικά έσπευσε να διαψεύσει όλα αυτά τα κατορθώματά του και να επιστρέψει στη λάσπη μετατρέποντας το όλο πράγμα σε μνημειώδες κακόγουστο αστείο με τον εαυτό του στο κέντρο του ρινγκ να μουρμουρίζει άσφαιρα τσιτάτα.»
Η κυκλοφορία του Metal Machine Music (του μόνου δίσκου που κανείς δεν έχει καταφέρει να ακούσει από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να πάθει μια μικρή υπαρξιακή κρίση, και όποιος προσπαθήσει να σας πείσει για το αντίθετο, είναι πολύ πιθανό να μην έχει στην κατοχή του ούτε καν τη «Μπανάνα») είναι μόλις λίγους μήνες μακριά, και τον Φεβρουάριο του 1976, και πάλι στο Creem, ο Lester Bangs θα παραθέσει 17 λόγους για τους οποίους είναι το καλύτερο άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής. Οι πιο πειστικοί, για μένα, είναι οι εξής δύο:
«Όταν ξυπνάς το πρωί με το χειρότερο hangover της ζωής σου, το Metal Machine Music είναι το καλύτερο φάρμακο. Γιατί είσαι τόσο γαμημένος (δηλαδή μεθυσμένος) όταν σηκώνεσαι από το κρεβάτι, που ακόμη δεν πονάς (όχι τόσο όσο θα πονέσεις στη συνέχεια), οπότε θα έπρεπε να βάλεις αμέσως αυτό το άλμπουμ, όχι μόνο για να καθαρίσεις το μυαλό σου από όλες τις μαλακίες, αλλά και για να προετοιμαστείς για ό,τι σε περιμένει την υπόλοιπη μέρα.»
«Γιατί πηγαίνουν οι άνθρωποι να δουν ταινίες σαν τα Σαγόνια του Καρχαρία και τον Εξορκιστή; Για να κοπανηθούν στο κεφάλι με ρόπαλα του baseball, για να καταρρακωθούν τα νεύρα τους ενώ ηλεκτρόδια συρράπτονται στις σπονδυλικές τους στήλες, και γενικά για να κακοποιηθούν τουλάχιστον μία φορά κάθε δεκαπέντε λεπτά. Αυτό νοείται σήμερα ως ψυχαγωγία, ως διασκέδαση, ακόμη και ως τέχνη! Οπότε έχουν πολύ θράσος όσοι τη λένε στον Lou για το Metal Machine Music. Τουλάχιστον εδώ δεν υπάρχουν δεκαπέντε λεπτά μαλακίας ανάμεσα στις κακοποιήσεις. Οποιοσδήποτε πωρώθηκε με τον Εξορκιστή, θα έπρεπε να γουστάρει το δίσκο. Αν μη τι άλλο είναι πολύ πιο ηθικό ως προϊόν.»
Lester Bangs: «Ο Lou Reed είναι ο ήρωάς μου κυριώς γιατί συμβολίζει τα πιο fucked up πράγματα που θα μπορούσα ποτέ να συλλάβω. Το οποίο πιθανότατα απλά αναδεικνύει την περιορισμένη μου φαντασία»
Στις αρχές Οκτωβρίου του 2016 κυκλοφόρησε το “The RCA & Arista Album Collection” και παραείναι καλή για να είναι απλώς σατανική η χρονική σύμπτωση της εξόδου του box-set στα δισκοπωλεία λίγες ημέρες πριν τη συμπλήρωση τριών χρόνων από την Τελευταία Έξοδο του στρίγγλου που (ευτυχώς) δεν έγινε ποτέ αρνάκι - είναι προφανές ότι κάτι τέτοια μνημόσυνα λειτουργούν άψογα ως συναισθηματικός εκβιασμός ακόμη και προς τους πιο εγκρατείς εκ των εν δυνάμει αγοραστών. Σε αυτό το κουτί περιέχονται τα 16 άλμπουμ που ηχογράφησε o Lou Reed για λογαριασμό της RCA και της Arista, από το 1972 έως το 1986, και όχι πολλά εξτραδάκια, φιοριτούρες, και άχρηστες χάντρες για ιθαγενείς που τσιμπάνε (και καλά κάνουν, γιατί όχι, άμα τους περισσεύουν, μια ζωή την έχουμε).
Φαντάζομαι πως αυτό ήταν επιλογή και του ίδιου του Lou Reed που επιμελήθηκε το remastering των δίσκων. Μου φαίνεται λίγο δύσκολο να θεωρούσε αυτό το project επανασυσκευασίας, επανακυκλοφορίας (“Re-issue! Re-package!”, που θα ‘λεγε και ο δυσοίωνος χορτοφάγος από την άλλη πλευρά της λίμνης) και -το κυριότερο- «ηχητικής επανασύστασης» του μεγαλύτερου και κατά πολλούς του πιο αλλοπρόσαλλου και αμφιλεγόμενου κομματιού του ταλαιπωρημένου κορμιού της καριέρας του, ως γεγονός κολοσσιαίας δικαίωσης για τον ίδιο και σημασίας για τους ακροατές, που επιτέλους θα αποκτούσαν την ευκαιρία να ακούσουν τη μουσική του όπως αυτός ανέκαθεν επιθυμούσε. Ακόμη και τη μουσική του που δεν ακούγεται.
Ευπειθώς αναφέρω απηυδισμένος από τις box-set-ικές επανακυκλοφορίες δίσκων ή δισκογραφιών ολόκληρων που συνοδεύονται από 32 διαφορετικές ανθυπομίξεις τάχαμου αδιαπραγμάτευτης συλλεκτικής αξίας, που αναγκάζουν κόσμο και κοσμάκη να φάει τα λυσσακά του προσπαθώντας να αποφασίσει αν θα σοβαρευτεί αποδεχόμενος την κοινή λογική που υπαγορεύει την ουσιαστική ανυπαρξία ανάγκης απόκτησής τους και του όποιου νοήματος αυτής ή αν θα υποτροπιάσει και θα γίνει κατά μερικές δεκάδες (ή εκατοντάδες…) ευρώ φτωχότερος μόνο και μόνο για να τοποθετήσει στη δισκοθήκη του άλλο ένα «θηρίο», να το έχει να το χαζεύει τα Σαββατοκύριακα που αποχαυνώνεται με την όποια νέα σειρά του Netflix.
Κανείς μη ημίτρελος δεν χρειάζεται πραγματικά να ακούσει την ξεθαμμένη τριτοκλασάτη εκτέλεση του όποιου κατά κανόνα δεύτερου τραγουδιού που συνόδευσε κάποτε ένα τραγούδι που κρίθηκε μάλλον δίκαια σκόπιμο να μπει στην πρώτη πλευρά ενός single, και αν το χρειάζεται τόσο πολύ, ας τραβήξει να εντοπίσει στο discogs τις προ ετών επανακυκλοφορίες ορισμένων δίσκων του Lou Reed κατά μόνας, γιατί εδώ δε θα το βρει.
Κανείς μη βλαμμένος completist δεν χρειάζεται να ενδιαφερθεί για την δωδέκατη, ξερωγω, χαμένη ηχογράφηση του “Street Hassle”, που έγινε ένα βράδυ που ‘βρεχε, που ‘βρεχε μονότονα και ο ηχολήπτης έτυχε να πατήσει record.
Οφείλεις όμως, είτε εμπίπτεις είτε όχι σε μία από τις δυο παραπάνω κατηγορίες (αν εμπίπτεις, μη βαράς, δεν πειράζει, ας μη γίνουμε ποτέ φίλοι) να εκτιμήσεις ως μείζονος ειδικού βάρους εμπειρία την ακρόαση του “Street Hassle” στο σωστό blu-ray και αμφιωτικό πλαίσιο.
«Έτσι ακριβώς ήθελα να ακούγεται και τότε! Χα! Προσπαθούσα να γίνω σαν τον Otis σε αυτό το τραγούδι», είπε ο συγχωρεμένος, ενώ βρισκόταν στο στούντιο και σύμφωνα με τον Hal Willner που ήταν παρών και συνοδοιπόρος του σε αυτό το κύκνειο, απ’ ό,τι αποδείχτηκε, άσμα, και καταγράφει τις εντυπώσεις του στο απαραίτητο συνοδευτικό βιβλίο με τις σπάνιες φωτογραφίες, το διασκέδαζε σαν σχολιαρόπαιδο που παύει να ενδιαφέρεται αν θα τον πούνε φλώρο επειδή αποφάσισε να διαβάσει για να περάσει την τάξη όσοι από τους κολλητούς του μπερδεύουν το αλητεύειν με το μαλακίζειν (που δεν είναι και πολύ φιλοσοφείν).
«Αν μου έλεγες να δώσω έναν ακριβέστερο όρο γι' αυτό που λέγεται “μουσική κριτική”, θα χρησιμοποιούσα μια εξαιρετικά πεζή φράση: “οδηγός αγοράς”», είπε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του ο Αργύρης Ζήλος. Δεν συμφωνώ και φαντάζομαι ότι αυτό έχει γίνει κατανοητό μετά από τις περίπου 1500 λέξεις που θα έχουν προηγηθεί μέχρι να μπει τελεία σε αυτή την πρόταση. Αν συμφωνούσα, όμως, θα τις έσβηνα όλες και θα έκανα κάτι σαν αυτό που δοκίμασε το Spin με τα tweet-reviews (παρεπιμπτόντως, έπεσαν να το φάνε διάφοροι το περιοδικό και φαντάζομαι είναι οι ίδιοι που βρίσκουν καταπληκτικά χρηστικές τις κριτικές μιας παραγράφου του όποιου Uncut εν έτει 2016): Απαραίτητο, λόγω ηχητικής ποιότητας, απόκτημα ακόμη και για κάποιον που έχει ήδη αρκετά από τα άλμπουμ της συγκεκριμένης περιόδου.
Και για να το πάω επί προσωπικού, είναι το καλύτερο και πιο ουσιαστικό κουτί που έχω αποκτήσει μετά το «υπερ-κουτί» με τα άπαντα των Smiths (και σε βινύλιο και σε cd εννοείται) που είχε επιμεληθεί προ ετών ο Johnny Marr. Αλλά για εκείνο θα μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή.
Αξίζουν βέβαια όλα τα άλμπουμ που περιέχονται στο “The RCA & Arista Album Collection” τον κόπο (ενίοτε και πόνο) της ακρόασής τους, ακόμη και υπό αυτές τις άψογες ηχητικές προδιαγραφές (τώρα, αν τα σκάσεις και μετά ακούς τα cd από το laptop, τι να σου πω, όρσε); Όχι βέβαια. Όμως είναι όλα αυτά τα άλμπουμ μαζί, μέτρια, καλά και σχεδόν τέλεια, που -μαζί με το προηγούμενο κεφάλαιο βεβαίως βεβαίως, εκείνης της μπάντας που συνόδευε μια ξανθιά που τη λέγανε Nico, αν θυμάμαι καλά- συνθέτουν το κατά τον Lou Reed «Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα» του. Δεν το λέω εγώ. Το είπε ο ίδιος ο Lou Reed σε μια συνέντευξη που έδωσε 9 χρόνια μετά από «εκείνη» την φοβισμένη και παρανοϊκή συνεύρεση με τον άσπονδο φίλο του, ο οποίος μεταξύ άλλων του είχε απευθύνει το εξής κοπλιμάν: «Στις χειρότερες στιγμές σου θα μπορούσες να θεωρηθείς σαν μία κακή απομίμηση του Tennessee Williams».
Κοντά έπεσε.