Είχα διαβάσει σχεδόν με το που κυκλοφόρησε το βιβλίο του Νίκου Δρίβα Release The Bats: Η Ιστορία της Ελληνικής Σκοτεινής Εναλλακτικής Σκηνής στις εκδόσεις Ars Nocturna, το οποίο είναι αναντίρρητα προϊόν γνώσης, εμπειρίας και γνήσιου πάθους για το αντικείμενο, αλλά δυστυχώς για τον απαιτητικό αναγνώστη θυσιάζει την ποιοτική και κριτική γραφή στο βωμό της πληροφοριακής -έως και ημερολογιακής- καταγραφής των γεγονότων. Στο τέλος της ανάγνωσης ένιωσα να αντιλαμβάνομαι για πρώτη φορά και στην αριθμητική του διάσταση, το πόσο ως εγχώριο κοινό-ακροατήριο μας θέλγει ο γενικώς και αορίστως αποκαλούμενος «σκοτεινός ήχος». Τέτοιου μεγέθους σκοτεινή σκηνή, σε βάθος χρόνου και με όγκο παραγωγής, φαντάζει ίσως παράταιρη για την χώρα που «εδώ έχει πάντα ήλιο». Αν αναλογιστεί κανείς και την ποσοτικά και ποιοτικά υπερπαραγωγή στο μετερίζι του black metal κ.λ.π., θα καταλήξει -αφελώς ίσως- στο συμπέρασμα, ότι το ζητούμενο για κάθε εγχώρια «εναλλακτική μουσική γενιά» είναι το πως θα ξεφύγει τελικά από αυτό τον γαμημένο τον ήλιο, ώστε να διαφοροποιηθεί, έστω και με ημερομηνία λήξης, από τις καρκινογόνες αχτίδες ανοησίας, που πλήττουν ισόποσα τόσο την κοινωνική, όσο και τη μουσική πραγματικότητα, μίας κατά τα άλλα βαθιά νυχτωμένης χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσαμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι όταν εμείς λατρεύαμε τον Nick Cave και τον υποδεχόμασταν σαν Μεσσία, οι απ’ έξω τρώγανε 80s pop βελανίδια και πως ακόμη και εν μέσω της brit pop λαίλαπας, καταφέραμε και αντισταθήκαμε, αποθεώνοντας τους Tindersticks (ώσπου άρχισαν τα πάρε-δώσε με τους Πυξ Λαξ και δαύτοι). Παρότι λοιπόν αυτό το δίπολο Bad Seeds/Tindersticks, όπως ορθά μετεξελίχθηκε αργότερα σε τριγωνική συναλλαγή, στα ετήσια τελετουργικά του David Eugene Edwards, είτε ως 16 Horsepower, είτε ως Wovenhand, οριοθέτησε για πολλά χρόνια την αισθητική της εγχώριας μουσικής ελίτ (εδώ βήχουμε), εν τούτοις ουδείς εντός συνόρων δεν κατάφερε να ανταποκριθεί με σαφήνεια σε αυτή την ιδιόμορφη απαίτηση-βούληση ενός πολυάριθμου, όσο και παροδικά φανατισμένου, κοινού. Η ιδέα μιας εγχώριας ροκ-εν-ρολ μπάντας, στιλάτης, αλλά όχι στιλιζαρισμένης, σκοτεινής, αλλά όχι μίζερα σκοτεινιασμένης (για αυτό και τα Διάφανα Κρίνα δεν πέτυχαν τελικά σε αυτό το ρόλο) και κυρίως χωρίς να υψώνει περήφανες γκοθ-νταρκ σημαίες, από τις οποίες ποτέ δεν είχαμε έλλειψη, αλλά τις περισσότερες φορές κυμάτισαν απλώς και μόνο για να κρύψουν τις αδυναμίες τραγουδοποιητικής ευστοχίας, παρέμεινε για χρόνια παράδοξα ανεκπλήρωτη και ίσως τελικά αυτό να είναι που μας αξίζει, καθώς κρύβουμε πλαστικά μπουκαλάκια με τσίπουρο στα σακίδια μας, ανεβαίνοντας τον Λόφο, για να «γουστάρουμε με τον Θανάση».
Σε πλήρη αντιδιαστολή με τα παραπάνω, ανακάλυψα με καθυστέρηση έξι ετών τους Mani Deum, τον Δεκέμβριο του 2011, σε εκείνη την φημολογούμενα επεισοδιακή εμφάνιση των Death In June στο Passport του Πειραιά (καθώς τους αρνήθηκε την είσοδο το... αυτόνομο παρακράτος των Εξαρχείων). Είχα γράψει τότε τα παρακάτω για λογαριασμό του Mic.gr:
«Τους Mani Deum τους προλάβαμε για ένα εικοσάλεπτο περίπου. Δεν έχω ακούσει ακόμη το CD τους και δυστυχώς δεν είδα να το πουλάνε κάπου στο χώρο της συναυλίας για να μπορέσω να το κάνω, αλλά αυτό που είδα επί σκηνής ταιριάζει απόλυτα με την προσωπική μου επιλογή για νεοσκοτεινά ακούσματα, που τιμούν την παράδοση του είδους, και φλερτάρουν ακομπλεξάριστα ακόμη και με το pop στοιχείο. Το αορίστως αποκαλούμενο neo folk βρίσκει στα πρόσωπα τους ικανούς συνεχιστές, που δεν μένουν προσκολλημένοι στα προστάγματα του Tibet και των φίλων του, αλλά κάνουν και ένα ωραίο πέρασμα από τις ουσιαστικές στιγμές των Tindersticks, για να καταλήξουν στο σημείο που η guitar driven αύρα των γότθων, ξεπερνάει σε γοητεία όσους επιμένουν αυστηρά ηλεκτρονικά. Εξίσου χαρισματικό και το στήσιμο τους πάνω στη σκηνή και αυτό που τα παραδοσιακά ροκ ακροατήρια αποκαλούν "δέσιμο". Έτοιμοι νομίζω για να πατήσουν και σε μεγαλύτερες σκηνές ακόμη και ως κύριο όνομα. Μπράβο τους.»
Αυτό που δεν είχα γράψει τότε, είναι ότι πριν και μετά την παρουσία τους στη σκηνή, είχε πάρει το μάτι μου τους Mani Deum να περιφέρονται στον χώρο ως gang of brothers, ωραίοι ως «ντάρκηδες», που λέει και ο ποιητής, με τα κουστούμια και τα γιλέκα τους και τα 3-4 ημερών κουρέματα τους (εκεί πάνω που «δείχνει» το κούρεμα δηλαδή), αλλά και πάλι όχι ως ακκιζόμενοι γκοθάδες, που προσπαθούν να διεγείρουν ακόμη και βλέμματα απόρριψης, για να ικανοποιήσουν την διαφορετικότητα τους. Δεδομένου ότι οι 3-4 φορές που άλλαξα είδος μουσικής στη ζωή μου (από pop σε metal, από metal σε indie από indie σε «πειραματικά» κ.ο.κ.) είχαν ουσιαστικά αφορμή το να εισχωρήσω χαμαιλεοντικά στην παρέα που τότε έκρινα ως καλύτερη, μια τέτοια συμπεριφορά τη θεωρώ σημαντική αρετή στα μουσικά πράγματα. Ακόμη και αυτοί οι θεωρητικά αδυσώπητοι one man band- black metal μισάνθρωποι, έχουν δίκτυα επικοινωνίας μεταξύ τους και χτίζουν υπόγειες κοινότητες, για να απολαμβάνουν καλύτερα την εσωτερική τους καταχνιά. Επίσης ως παρέα οι Mani Deum είχαν και πολύ ωραίες γκόμενες γυναίκες γύρω και μαζί τους, επίσης σημαντική αρετή, ειδικά αν έχεις φάει τα νιάτα σου στο εγχώριο indie με μ.ο. ύψους τα 157 cm.
Το CD το οποίο δεν είχα καταφέρει να αγοράσω τότε ήταν το Music For Your Local Church… or your local Brothel (Dead Scarlet Records 2011- 6,5/10), που είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες πριν, και εξ αφορμής του οποίου οι Mani Deum είχαν αρχίσει να χαρακτηρίζονται αορίστως ως το πρώτο neo folk ελληνικό συγκρότημα. Το «αορίστως» δεν αναφέρεται στο ζήτημα της πρωτιάς (ίσως και να είναι έτσι, που μάλλον δεν είναι), αλλά στην έννοια του neo folk καθεαυτή, η οποία σε ουκ ολίγους μπελάδες μας έχει βάλει κατά καιρούς, και έχουμε καταλήξει να την αποφεύγουμε, αφού ούτως ή άλλως δεν μας λέει και κάτι εύστοχο για τη μουσική που ακούμε.
Αρκετά χρόνια μετά, παραδέχομαι χωρίς πολλά-πολλά ότι ο λόγος που δεν έγραψα σε πραγματικό χρόνο κάτι για αυτό το άλμπουμ, είναι επειδή με την πρώτη ακρόαση θεώρησα ότι δεν αποδίδει τον ορμητικό ψυχισμό των δημιουργών του, όπως τουλάχιστον εγώ τον είχα εκλάβει στη σκηνή του Passport. Τα 12 τραγούδια του, χωρίς να υστερούν σε έμπνευση και νοήματα, στενεύουν τα αισθητικά περιθώρια των Mani Deum στα αέναα επαναλαμβανόμενα υπόγεια που κατοικούν σπουδαία μεν ονόματα όπως οι Death In June, οι Ordo Rosarius Equilibrio, ίσως και οι Sol Invictus στα λιγότερο πένθιμα τους, αλλά που πάντως δεν υπάρχει ουσιαστικά δημιουργικός χώρος συγκατοίκησης για τρίτους, καθώς μιλάμε για μια μουσική που από την δύστροπη φύση της περισσότερο αναπαράγεται ως μίμηση, παρά αφομοιώνεται ως επιρροή. Παρά ταύτα δεν κρύβουν την αρετή τους στα εύστοχα τραγούδια, καθώς ήδη με το «Nemesis» καταφέρνουν να παίξουν στιχουργικά με την τετριμμένη αντίστιξη του Love/Hate, χωρίς να προ(σ)καλούν φθηνό συναισθηματισμό, αλλά αντίθετα με το να προαισθάνονται ότι μια γνήσια pop στιγμή περισσότερες πιθανότητες έχει να σε σώσει, παρά να σε καταστρέψει. Η (μέχρι τότε) καλύτερη στιγμή τους πάντως, βρίσκεται στο αμέσως επόμενο τραγούδι του άλμπουμ, το ιδιοφυώς τιτλοφορημένο «Velvet Stomach Spams», όπου οι Mani Deum σχεδόν ξορκίζουν τη σχέση τους με το neo folk, παραδίδοντας του ένα από τα καλύτερα τραγούδια τους, καθώς προετοιμάζονται να αποχωρήσουν από τα γοητευτικά, αλλά στενά όρια του.
Οι Mani Deum επιμένουν και επιλέγουν να διηγούνται απλές ιστορίες για τα bar, την πόλη που κατοικούν, τα ποτά που πίνουν και τα φιλιά που δίνουν και παίρνουν, όπως οφείλει να κάνει κάθε rock ‘n’ roll μπάντα που σέβεται τον εαυτό της και τους γύρω της.
Το επόμενο άλμπουμ των Mani Deum κυκλοφόρησε αφότου ολοκληρώθηκε κατά 103% ο στόχος που έθεσε το συγκρότημα, στη συνήθη πλέον Pledge διαδικασία, που ακολουθείται από ανεξάρτητες (και μη) μπάντες, σε εποχές που η κυκλοφορία ενός δίσκου, αποτελεί το ελάσσον πλέον ζήτημα της μουσικής πραγματικότητας (!!!). Δεν συμμετείχα μάλλον από αμέλεια, αλλά κρίνοντας από το αποτέλεσμα είμαι σίγουρος ότι θα (προ)συμβάλλω στην επόμενη κυκλοφορία τους, μιας και θεωρώ πως το να προ-πληρώνει κανείς τον επόμενο δίσκο ενός γκρουπ που έχει κερδίσει ήδη την εμπιστοσύνη του, είναι αντίστοιχο του ρίσκου που παίρναμε στις αρχαίες εκείνες εποχές, που αγοράζαμε το νέο δίσκο του με ασάφεια «αγαπημένου» μας συγκροτήματος, χωρίς πρακτικά να έχουμε τη δυνατότητα να τον ακούσουμε από πριν (και τσαντιζόμασταν ήδη από την πρώτη ακρόαση, όταν έβγαινε μάπα).
Το When Beauty Ends (Top Floor Records 2015- 8/10) χαρακτηρίζεται από τους δημιουργούς του ως folk ‘n’ roll και χωρίς να θέλω να αντιπαρατεθώ στο δικαίωμα του καθενός στην αυτοδιάθεση του music genre-ing, θα άφηνα στην άκρη την προβληματική της folk διάθεσης, εντός και εκτός υπογείων, και θα έκανα λόγο για ένα ατόφια rock ‘n’ roll άλμπουμ, που ό,τι του λείπει σε ηλεκτρισμό, ισοσκελίζεται ισάξια από την ορθή χρήση όλων ανεξαιρέτως των υπολοίπων συστατικών του, έστω και σε καθεστώς ελεγχόμενων εντάσεων. Κάθε εντολή και διδαχή των Bad Seeds της πραγματικής τους περιόδου, η ταραγμένη ευγένεια στην οποία έχουν υποχρεώσει οι Tindersticks τον οποιοδήποτε έχει κατανοήσει πραγματικά τη μουσική τους, αλλά και το μετρημένο εκείνο σκοτάδι, που επέτρεψε σε ονόματα όπως οι Cranes να μη βυθιστούν στο αυτοπροσδιοριζόμενο αδιέξοδο της αισθητικής τους καταγωγής, εμπεριέχονται, σε όχι απαραίτητα ισόποσες δόσεις, στην άποψη που καταθέτουν οι Mani Deum για το πως μία εντός και εκτός του καθενός ζόρικη κατάσταση, μπορεί να βρει τη θέση της στην τέχνη, χωρίς να την υποβιβάσει στα ευτελή πατώματα της συνθηματολογίας και της προπαγάνδας.
Οι Mani Deum επιμένουν και επιλέγουν να διηγούνται απλές ιστορίες για τα bar, την πόλη που κατοικούν, τα ποτά που πίνουν και τα φιλιά που δίνουν και παίρνουν, όπως οφείλει να κάνει κάθε rock ‘n’ roll μπάντα που σέβεται τον εαυτό της και τους γύρω της. Τα κοινωνικά και πολιτικά τους σχόλια, η όποια πίκρα για το κάθε τέλος που διαπιστώνουν γύρω τους, δεν απεκδύεται, αλλά ενισχύει την ρομαντική τους διάθεση, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι Flaming Stars κατάφερναν (καταφέρνουν; Τους έχουμε χάσει εσχάτως) να μας πείθουν πως οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας είναι απλώς μία λιγότερο ή περισσότερο πολύπλοκη ιστορία αγάπης. Αυτό -που κατά την άποψη μου- απουσιάζει από τον δίσκο και θα μπορούσε να απογειώσει ακόμη περισσότερο την αυτοδύναμη θέση του σε ένα ούτως ή άλλως απονεκρωμένο εγχώριο τοπίο ψευδοεναλλακτικής μουσικής, είναι η ακόμη μεγαλύτερη παρέκκλιση προς τα μονοπάτια του σκληρού (έως και βίαιου) ήχου, για την οποία δείχνουν να προετοιμάζουν το έδαφος σε τραγούδια όπως το «The Storm Is Coming». Οι Mani Deum είχνουν να έχουν και τη γνώση και το πάθος για να μετατραπούν σε ένα death & roll όχημα αντίρροπα ρομαντικών και ωμών διαθέσεων, που θα υπενθυμίσει και στο εγχώριο κοινό ότι αυτό στο οποίο θα έπρεπε να μετεξελιχθεί ο Nick Cave ήταν και είναι οι Die Haut και όχι η δήθεν ώριμη τραγουδοποιία του οχταώρου και των ακριβοπληρωμένων υπερωριών. Αν υπήρχε η οικειότητα του ελληνικού στίχου (που βέβαια είναι δίκοπο μαχαίρι), θα μπορούσα να πω ότι το ευφορικό ψυχοπλάκωμα του «When Beauty Ends» ολοκληρώνει με καθυστέρηση τον κύκλο που είχαν ανοίξει οι Λευκή Συμφωνία με τους Μυστικούς Κήπους σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν και ενώ η ποιητικότητα έχει υποκατασταθεί υποχρεωτικά (ίσως και προσωρινά) από μία σκληρότερη στιχουργική.