Ο Γερμανός συνθέτης του μπαρόκ Γκέοργκ Φρήντριχ Χέντελ αγαπήθηκε ιδιαίτερα στην Αγγλία και κέρδισε τον σεβασμό των «κλασικών» Χάυντν, Μότσαρτ και Μπετόβεν. Συνομήλικος των Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και Ντομένικο Σκαρλάτι, ο Χέντελ έδειξε από νωρίς την κλίση του στη μουσική προς μεγάλη δυσαρέσκεια του πατέρα του.
Ο Γκέοργκ Χέντελ ο πρεσβύτερος ήταν χειρουργός και θεωρούσε την ενασχόληση με τη μουσική χάσιμο χρόνου για τον γιο του, τον οποίον ονειρευόταν να κάνει δικηγόρο. Έτσι, έλαβε άμεσα δράση, απομακρύνοντας όλα τα μουσικά όργανα από το σπίτι της οικογένειας και απαγορεύοντας στον γιο του μέχρι και να επισκεφτεί κάποιο σπίτι στο οποίο υπήρχε η υποψία ότι μπορεί να υπάρχει μουσικό όργανο.
Κι όμως, όλα αυτά δεν αποθάρρυναν τον Χέντελ, αλλά μάλλον το αντίθετο. Λέγεται, μάλιστα, ότι είχε καταφέρει να αποκτήσει ένα μικρό κλαβίχορδο – πρόγονο του πιάνου – και να το κρύψει στη σοφίτα του σπιτιού εν αγνοία της οικογένειας. Εκεί, κατέφευγε όποτε οι υπόλοιποι πήγαιναν για ύπνο.
Η παρέμβαση του Δούκα
Όλα αυτά άλλαξαν όταν τυχαία, σε μια επίσκεψη πατέρα και υιού στην αυλή του Δούκα του Βάιζενφελς, ο μικρός Χέντελ κατάφερε να παίξει στο εκκλησιαστικό όργανο του ναού. Ο Δούκας, ενθουσιασμένος, θέλησε να μάθει ποιος έπαιζε στο όργανο και γνώρισε τον Χέντελ και τον πατέρα του. Συμβούλεψε τον τελευταίο να παράσχει οπωσδήποτε μαθήματα μουσικής στο παιδί, καθώς θα ήταν κρίμα να καταπνίξει το θείο δώρο του.
Τα λόγια του Δούκα φάνηκε να «ταρακούνησαν» τον Χέντελ τον πρεσβύτερο που φρόντισε να παρακολουθήσει ο γιος του μαθήματα εκκλησιαστικού οργάνου. Ωστόσο, μόνο μετά το θάνατό του μπόρεσε ο Χέντελ να εστιάσει αποκλειστικά στη μουσική. Εγκατέλειψε τις σπουδές του στη νομική και ταξίδεψε στο Ανόβερο και την Ιταλία, όπου γνώρισε σε βάθος την ιταλική όπερα και τη θρησκευτική μουσική.
Μεσσίας
Σύντομα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Λονδίνο, το οποίο λάτρευε την όπερα. Εκεί, ανέβασε πολυδάπανες και εξεζητημένες παραγωγές που εκτόξευσαν τη φήμη του. Κατά την καλλιτεχνική περίοδο 1740-41 και μετά από τριάντα παραγωγικά χρόνια στην αγγλική πρωτεύουσα, ο Χέντελ βρέθηκε αντιμέτωπος με την χλιαρή υποδοχή που επεφύλαξε το κοινό στις όπερες «Ιδομενέας» και «Δηιδάμεια». Τα γούστα των ακροατών είχαν αλλάξει. Πλέον, οι όπερες που ήταν γραμμένες σε ξένες γλώσσες είχαν χάσει την απήχησή τους.
Ο Χέντελ, σκεπτόμενος ρεαλιστικά, αποφάσισε να στραφεί στις προτιμήσεις της αστικής τάξης και αφοσιώθηκε στη σύνθεση ορατορίων. Ο Μεσσίας γράφτηκε μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα και παρόλο που πλέον έχει συνδεθεί με τον εορτασμό των Χριστουγέννων, το ορατόριο παρουσιάστηκε ανήμερα του Πάσχα το 1742. Η πρεμιέρα, που πραγματοποιήθηκε στο Δουβλίνο, ήταν τεράστια εισπρακτική επιτυχία. Οι διοργανωτές κλήθηκαν να χωρέσουν 700 άτομα σε έναν χώρο που χώραγε μόνο 600, ενώ αναγκάστηκαν να προειδοποιούν μέσω του Τύπου τους άντρες να έρθουν χωρίς τα ξίφη τους και τις κυρίες να μην φορέσουν τα κρινολίνα τους, για να χωρέσουν μέσα στην αίθουσα! Τα έσοδα από τη συναυλία δόθηκαν για τη βελτίωση των συνθηκών σε φυλακές και νοσοκομεία του Δουβλίνου.
Μύθοι & παραδόσεις
Μέχρι και σήμερα, αρκετά ανέκδοτα συνοδεύουν τη σύνθεση του Μεσσία, ωστόσο, τα περισσότερα δεν είναι παρά μύθοι. Αρχικά, το σύντομο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ο Χέντελ συνέθεσε το ορατόριο, οδήγησε πολλούς να πιστεύουν ότι εργαζόταν υπό το κράτος της θείας έμπνευσης. Στην πραγματικότητα, ο Χέντελ πάντοτε εργαζόταν με γρήγορους ρυθμούς.
Μια άλλη ιστορία αναφέρει ότι ο υπηρέτης του βρήκε τον συνθέτη λουσμένο στα δάκρυα να γράφει μανιωδώς μονολογώντας ότι είδε μπροστά στα μάτια του τον Παράδεισο και τον ίδιο το Θεό. Κάτι τέτοιο δεν συνάδει καθόλου με την ιδιοσυγκρασία του συνθέτη, που αν και ήταν πιστός λουθηρανός καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ήταν και εξαιρετικά οξύθυμος. Συχνά είχε ομηρικούς καβγάδες με τους συνεργάτες του, απειλώντας, μάλιστα, σε έναν από αυτούς μια σοπράνο ότι θα την πετάξει από το παράθυρο.
Ακόμη, πολλά έχουν ειπωθεί για τον λόγο που ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ σηκώθηκε όρθιος την πρώτη φορά που άκουσε την επωδό «Αλληλούια». Μετά από αυτή του την κίνηση υπάρχει μέχρι και σήμερα η παράδοση το κοινό να σηκώνεται όρθιο στο συγκεκριμένο σημείο του ορατορίου. Γιατί, όμως, σηκώθηκε; Υπάρχουν πολλές θεωρίες. Άλλοι λένε ότι το έκανε για να τιμήσει τον Χριστό ως Βασιλέα των Βασιλέων, ενώ ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τον έπιασε αρθρίτιδα και σηκώθηκε για να ανακουφιστεί. Οι πιο κακοπροαίρετοι αναφέρουν ότι ο βασιλιάς είχε αποκοιμηθεί και πετάχτηκε όρθιος από τις απότομες νότες.
Υστεροφημία
Στις 6 Απριλίου του 1759, και ενώ ήταν τυφλός και με επιβαρυμένη υγεία, ο Χέντελ επέμεινε να παρακολουθήσει μια παραγωγή του Μεσσία στο Covent Garden. Μετά από έξι μέρες πέθανε στο σπίτι του. Οπωσδήποτε, επρόκειτο για ένα από τα πιο αγαπημένα του έργα, αφού ήταν το μοναδικό που συμπεριλαμβανόταν πάντα στις ετήσιες φιλανθρωπικές συναυλίες για το Foundling Hospital στο Λονδίνο (ένα ίδρυμα για φτωχά και εγκαταλελειμμένα παιδιά).
Μια από τις πολλές ενορχηστρώσεις που έχει γνωρίσει ο Μεσσίας είναι δια χειρός του ίδιου του Μότσαρτ, ο οποίος μάλιστα είχε παραδεχτεί πως δίσταζε μπροστά στην ιδιοφυία του Χέντελ. Ήθελε, μάλιστα, να διευκρινίσει ότι η δική του ενορχήστρωση δεν ερχόταν για να «διορθώσει» την πρωτότυπη, αλλά για να την φέρει πιο κοντά στην εποχή του. Αν και η δική του εκδοχή δεν γνώρισε την ίδια επιτυχία με την πρωτότυπη, ήταν καθοριστικής σημασίας για τη δημοφιλία του Μεσσία.
Όσοι είναι εξοικειωμένοι με το έργο μιλούν για μια κατανυκτική εμπειρία ακρόασης που ξεπερνά το θρησκευτικό του περιεχόμενο. Πράγματι, ο Μεσσίας έχει αγαπηθεί περισσότερο για τη μουσική του ομορφιά, παρά για τη θρησκευτική του αξία. Μια ομορφιά που απευθύνεται σε όλους και είναι αδύνατον να προξενήσει κάτι άλλο πέρα από θαυμασμό.