Ο Αλέξανδρος Γκόνης μιλά με τη σταθερότητα ανθρώπου που έχει κατακτήσει τις σιωπές του. Έχει περισσότερο την αύρα του ανθρώπου που παρατηρεί παρά του μαέστρου που απαιτεί – αυτή είναι η αίσθηση που κυλά μέσα από τις λέξεις του. Οι οποίες ρέουν με την ίδια ευγένεια που ρέει και η μουσική του: χωρίς φόρμα, χωρίς άμυνα, με μια "απαιτητική ανεμελιά" – όπως την ονομάζει ο ίδιος.
Η νέα του δουλειά, Οι Υποβολείς, είναι μια συνομιλία με τους νεκρούς που επιμένουν να ψιθυρίζουν. Ο Couperin, ο Monteverdi και ο Montale – τρεις διαφορετικοί αιώνες, τρεις διαφορετικοί κόσμοι – ενώνονται σ’ ένα έργο που μοιάζει περισσότερο με τελετή παρά με συναυλία. «Η ιδέα άρχισε να ωριμάζει αργά και κρατάει περίπου 20 χρόνια», λέει ο Γκόνης, «όταν και ήρθα για πρώτη σε επαφή με το Τρίτο Ανάγνωσμα του Σκότους του Κουπρέν. Αυτό το έργο υπήρξε ρυθμιστής στα εφηβικά μου χρόνια και με μια γλυκιά και άκομψη κλωτσιά με ώθησε να ασχοληθώ με τη μουσική και να αγαπήσω τις φωνές και το τραγούδι. Έτσι, όταν βρέθηκαν στον δρόμο μου ο Μοντάλε και ο Μοντεβέρντι, δημιουργήθηκε μια τριάδα που αγάπησα· και τους ανθρώπους που αγαπάμε θέλουμε και να τους αφιερώνουμε κάτι. Για αυτό το λόγο κάνουμε αυτή τη συναυλία».
Το πρόγραμμα της απαρτίζεται από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος γεφυρώνει τη φωνητική μουσική δωματίου του γαλλικού μπαρόκ με την ποίηση του 20ού αιώνα. Συνδυάζεται, σε ένα ενιαίο έργο, το τρίτο μοτέτο από τα Αναγνώσματα του Σκότους του συνθέτη Φρανσουά Κουπρέν με το ποίημα του Ιταλού νομπελίστα Εουτζένιο Μοντάλε «Στον φίλο Πέα» (Φινιστέρε και άλλα ποιήματα, μτφρ. Νίκος Αλιφέρης, Άγρα, 1995). Μπλέκοντας τις δύο αυτές ετερόκλητες αφηγήσεις σε ένα μουσικό έργο, ένας μαέστρος, δύο τραγουδίστριες, μία ηθοποιός και ένα κουαρτέτο εγχόρδων δημιουργούν το μονοπάτι για μια πρωτόγνωρη συνύπαρξη και συνομιλία. Το δεύτερο μέρος της συναυλίας αποτελείται από δέκα πεντάφωνα μαδριγάλια του Κλάουντιο Μοντεβέρντι και πέντε ακόμη ποιήματα του Μοντάλε (μτφρ. Νίκος Αλιφέρης). Δεκαπέντε σύντομα και αυτόφωτα έργα, το καθένα από τα οποία διαδέχεται το προηγούμενο, μεταφέροντας τον ακροατή από τον πλούσιο μπαρόκ ήχο σε έναν πιο λεπτό και εύθραυστο μουσικό ψίθυρο, που συμπορεύεται αρμονικά με την απαγγελία.

Οι Υποβολείς, ποιοι είναι, αναρωτιέμαι. «Οι Υποβολείς είναι ο Κουπρέν, ο Μοντάλε και ο Μοντεβέρντι. Έχουν τον ρόλο του υποβολέα γιατί το έργο τους έχει τη δύναμη να σε επαναφέρει και να σε βάζει στον ίσιο δρόμο όταν πας να παραστρατήσεις από τον δρόμο που έχεις επιλέξει. Με λίγα λόγια, αυτοί που σε βάζουν στη θέση σου. Είναι αυστηρή η αγάπη». Και οι φωνές, οι ανθρώπινες και μουσικές, πώς «κουρδίζονται» ώστε να γίνουν όργανα αφήγησης; «Σημαντικά είναι τα μάτια των ανθρώπων», ξεκαθαρίζει, «από εκεί, νομίζω, όλοι μας μπορούμε να καταλάβουμε αρκετά. Προσπαθώ να συνεργάζομαι με ανθρώπους που έχουν έκφραση στα μάτια τους. Δεν υπάρχει κάποιο τρικ για τη δουλειά πάνω στις φωνές. Έχουμε μια ιδέα και προσπαθούμε όλοι μαζί, ο καθένας από το πόστο του και την ευθύνη του».
Τον ρωτάω ποια είναι γι' αυτόν η ουσία της τέχνης. Να παραμένεις σοβαρός μέσα στο παιχνίδι, ίσως; «Δεν το γνωρίζω», απαντά, «αλλά καταλαβαίνω πως κινείται κανείς πιο ανάλαφρος όταν στο κοστούμι του έχει αφήσει το τελευταίο κουμπί ξεκούμπωτο και τον κόμπο της γραβάτας, λίγο, στον αέρα». Ο ρυθμός του στίχου και η μελωδία της φράσης είναι δύο καταστάσεις που ζητάνε την ίδια φροντίδα και την ίδια προσοχή, μου αποκαλύπτει.
Η συζήτηση πηγαίνει στη «μουσικότητα του λόγου». Στο πώς η φράση, πριν γίνει μελωδία, έχει ήδη μέσα της ρυθμό και αναπνοή. «Στη μουσικότητα του λόγου υποβόσκει η αρμονία», λέει. «Με τον τρόπο που μιλάμε χρωματίζουμε τις φράσεις και με αυτόν τον τρόπο γινόμαστε ξεκάθαροι. Με το χρώμα και την καμπύλη. Για αυτό το λόγο μου αρέσει, και το σκέφτομαι με φυσικότητα, να συνδέω τον λόγο με τη μουσική. Έχουν τις ίδιες ποιότητες και αλληλοσυμπληρώνονται».

Ο Αλέξανδρος Γκόνης δεν φοβάται να μιλήσει για την πίστη. Όχι με τη θρησκευτική έννοια, αλλά ως πυρήνα ύπαρξης: «Η πίστη σε κάτι, σε οτιδήποτε, είναι πραγματικό καύσιμο. Σε ξεκουράζει. Ο πιστός έχει δρόμο στρωμένο. Με αγκάθια, αλλά στρωμένο». Κι όταν τον ρωτάς πότε αφήνει την τύχη να μπει στη μουσική, απαντά χωρίς σκέψη: «Μέσα από το Άγιο Λάθος. Η τύχη χτυπάει την πόρτα μέσω αυτού, στην πρόβα. Το Άγιο Λάθος έρχεται μέσα από την προσπάθεια και το νοιάξιμο. Αυτό το “λάθος” έχει δώσει αρκετές φορές υπέροχες λύσεις, έχει φωτίσει διαφορετικά σημεία και μας έχει κάνει να αλλάξουμε και γνώμη. Δεν το υποτιμάμε – το επιζητούμε».
Είναι η σειρά του Montale, του ποιητή της μελαγχολίας, της σιωπής και της ειρωνείας, να μπει στην παρέα μας. Ζητώ διευκρινίσεις για το πώς μεταφράζονται αυτά τα στοιχεία σε μουσικό ήχο. «Ίσως, να τον χαρακτήριζα ως μια σοφή γάτα», λέει. «Είναι μια πολύ σπουδαία προσωπικότητα ο Μοντάλε και τα ποιήματα του ζητάνε να παίξεις μαζί τους. Ακριβώς αυτό προσπαθούμε κι εμείς. Να παίξουμε με τον ρυθμό και τις αρμονίες, πλέκοντας τα λόγια του μέσα σε μία μουσική σύνθεση. Είμαστε επίσης πολύ τυχεροί, όπως και ο ίδιος, γιατί στην Ελλάδα έχει μεταφραστεί με τρομερή λεπτότητα και προσοχή από τον Νίκο Αλιφέρη, πράγμα που μας λύνει τα χέρια και μας βοηθάει στο κομμάτι της μουσικότητας του λόγου».
Μεταξύ Μοντάλε και Couperin υπάρχει πάντα ο άνθρωπος. Αυτός που αναζητά κάτι που να του μοιάζει. Τι κοινό να βρήκε άραγε ανάμεσα στο μπαρόκ σκοτάδι και τον υπαρξισμό του 20ού αιώνα; «Το κοινό στοιχείο», λέει, «νομίζω πως βρίσκεται στον ψυχισμό των μεγάλων δημιουργών, ανεξαρτήτως αιώνων. Οι μεγάλοι δημιουργοί συντονίζονται στην αγάπη και στο νοιάξιμο. Για τις χαρές και τα βάσανα των ανθρώπων, δηλαδή για τη ζωή». Στον Monteverdi, πάλι, ο έρωτας και η απώλεια είναι σχεδόν δραματουργικές πράξεις. Πώς τον προσεγγίζει χωρίς να τον "σκηνοθετεί"; «Είναι ήδη "σκηνοθετημένος"», διευκρινίζει, «από τον ίδιο του τον εαυτό. Εμείς πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τον φωτίσουμε, να τον ντύσουμε και να τον τραγουδήσουμε».
Τον ρωτώ ποιον «υποβολέα» κουβαλάει μέσα του. «Τον Δάσκαλο», απαντά. «Έχω βρει τους δικούς μου. Πρέπει να είμαστε πολύ αυστηροί με το ποιον αφήνουμε να μας διδάξει. Έχω απορρίψει αρκετούς, όπως και αρκετοί έχουν απορρίψει εμένα. Οι τρεις της συναυλίας μας είναι σίγουρα Δάσκαλοί μου. Μαζί με αυτούς είναι και ο Μπαλζάκ, η Γιουρσενάρ, ο Γέητς, ο Σεφέρης, ο Αναγνωστάκης, ο Φούρτβενγκλερ, ο Κουρεντζής, ο Μητρόπουλος και φυσικά οι δύο μου γονείς, που έχουν περάσει το τεστ και τους αφήνω να μου λένε διάφορα».
Αν το έργο σου ήταν μια φράση του Montale, ποια θα ήταν; Ρωτώ και απαντά: «Ρωτάς γιατί αρμενίζω μες στην αβεβαιότητα και δεν αλλάζω πορεία. Μάθε απ’ το πουλί, που τη γλιτώνει αλώβητο γιατί το πυροβόλησαν από μακριά και σκόρπισαν τα σκάγια». Τέλος, του ζητώ να περιγράψει το άρωμα των Υποβολέων. Χαμογελάει, σχεδόν παιδικά: «Φρέσκο ματσάκι λεβάντας δεμένο με λεπτά κλωνάρια».

Σύλληψη, πρωτότυπη μουσική, ενορχήστρωση, μουσική διεύθυνση: Αλέξανδρος Γκόνης.
Πληροφορίες και εισιτήρια εδώ.