
Ο George Gaudy ανήκει στους μουσικούς που κυνηγούν την αλήθεια. Από το πρώτο του άλμπουμ Millionaire (2012) μέχρι το πιο πρόσφατο Little Pieces (2020), χτίζει μια διαδρομή όπου το rock συναντά τη μελωδικότητα της folk και την εσωτερικότητα της alternative μουσικής, χωρίς ίχνος επιτήδευσης. Συνθέτης, τραγουδιστής και παραγωγός με σπάνια ενορχηστρωτική ακρίβεια και φωνή που ακουμπά στο συναίσθημα με τη δύναμη του βιώματος, ο Gaudy έχει σταθεί σε μεγάλες σκηνές πλάι σε ονόματα όπως ο Sivert Høyem και οι Fun Lovin’ Criminals, ενώ η μουσική του ντύνει πλέον και εικόνες –χαρακτηριστικά μέσα από την τριλογία Mother / I Lost My Soul / Down Down Below για την επιτυχημένη σειρά “Έτερος Εγώ”.
Αυτή τη φορά, επιστρέφει στο Theatre of the No την Παρασκευή 17 Οκτωβρίου, με τους: Δημήτρη Γρηγοριάδη στα τύμπανα και Θανάση Γκιουλέα στο μπάσο. Το power trio που έχει ήδη ξεχωρίσει στα Writer’s Sessions του Μουσείου Γουλανδρή έρχεται πιο δεμένο από ποτέ, σε ένα live set που ισορροπεί ανάμεσα στην ένταση και τη γαλήνη, τη ρυθμική φόρτιση και τη μελωδική μελαγχολία. Εκεί όπου κάθε τραγούδι μοιάζει με μικρή εξομολόγηση και κάθε εξομολόγηση, με μια σπίθα ηλεκτρισμού.

Η τριλογία Mother / I Lost My Soul / Down Down Below συνδέθηκε έντονα με το “Έτερος Εγώ”. Πώς βιώνεις το να γίνεται η μουσική σου κομμάτι μιας τόσο επιδραστικής τηλεοπτικής αφήγησης; Δεν θα πω ψέματα, είναι πολύ ευχάριστο. Ακόμα περισσότερο επειδή το Έτερος Εγώ δείχνει να άνοιξε μια πόρτα προς την παραγωγή ποιοτικών σειρών και ταινιών, οι οποίες δεν φοβούνται να απευθύνονται σε μεγάλο κοινό. Μ’ αρέσει η ιδέα του ότι ακούγεται το τραγούδι από το σαλόνι και τρέχεις να προλάβεις την αρχή του επεισοδίου!
Από το «Millionaire» (2012) μέχρι το «Little Pieces» (2020) η πορεία σου δείχνει έναν δημιουργό που δεν φοβάται να αλλάζει. Ποια ήταν η πιο καθοριστική στιγμή εξέλιξης για σένα αυτά τα χρόνια; Δεν αλλάζω λόγω κάποιου θάρρους. Νομίζω ότι φοβάμαι να αλλάζω. Το θέμα είναι όσο περνάνε τα χρόνια και όσο δουλεύει κανείς -και μόνος του και με τους συνεργάτες του- βγαίνει από την συνήθειά του και ακούει και κάνει πολλά καινούρια και ενδιαφέροντα πράγματα. Κάποια απ’ αυτά ενσωματώνονται και στη δική του δουλειά. Στ’ αλήθεια έχω κάποιες καλλιτεχνικές εμμονές και προσπαθώ να βρω τρόπο να τις πλησιάσω. Δοκιμάζω το ένα μετά το άλλο και κάθε φορά είμαι ένα εκατοστό πιο κοντά σ’ αυτό που προσπαθώ να κάνω. Έτσι κι αλλιώς αν σε ικανοποιούσε κάτι που έκανες εντελώς, δεν θα έκανες το επόμενο.
Έχεις βρεθεί στην ίδια σκηνή με καλλιτέχνες όπως ο Sivert Høyem και οι Fun Lovin’ Criminals. Ποια εμπειρία από αυτές τις συνεργασίες σε θυμάσαι πιο έντονα; Θυμάμαι τον κιθαρίστα των Paradise του Sivert Hoyem, τον Rob McVey που είναι πανύψηλος, και μαζί με τον Hoyem ήταν σαν γίγαντες. Σε εκείνο το live είχαμε έρθει με την τότε μπάντα μου από το Λονδίνο, τον Archie, την Annie, τον Tom και τη Δώρα. Ο Archie και η Annie ήταν 19 χρονών, σπούδαζαν μουσική στο ICMP και δεν είχαν ξαναπαίξει σε μεγάλο club, οπότε περάσαμε άψογα, και θέλω να πιστεύω ότι ήταν ωραίο και γι’ αυτούς. Τώρα και οι δύο έχουν τις μπάντες τους και τουράρουν την Αγγλία. Στο Fuzz με τους Fun Loving Criminals είχαμε πάει με ολόκληρη την μπάντα μου και με έξτρα κουαρτέτο σαξοφώνων. Την ίδια μέρα κάτι έπαθε ο λαιμός μου και έκλεινε και δεν μου έβγαινε φωνή - στον ήχο ήταν ο Stevie Fleming από την Σκωτία, που έκανε την παραγωγή στο πρώτο μου άλμπουμ και πήγα να πεθάνω από ντροπή.
Πόσο σε απελευθερώνει ή σε δυσκολεύει το να έχεις δική σου δισκογραφική για την κυκλοφορία της μουσικής σου; Η δική μου δισκογραφική δεν λειτουργεί πια. Ήταν ένα πείραμα με βάση το Λονδίνο το οποίο το κατέστρεψε δυστυχώς ο κορωνοϊός. Οι ελλείψεις βινυλίου, τα κλειστά εργοστάσια, οι τεράστιες καθυστερήσεις και ο επαναπατρισμός μου το έκαναν αδύνατον να συνεχίσει. Ταυτόχρονα το όραμα ήταν να γίνει μια εταιρεία, η πιο σωστά ένα agency παραγωγής. Είχα ήδη κάνει κάποιες παραγωγές στην Αγγλία ως freelancer, και υπήρχε ένα δίκτυο. Τώρα οι περισσότεροι είτε έχουν γυρίσει στις χώρες καταγωγής τους είτε συνεχίζουν διαφορετικά. Όσο κράτησε ήταν πολύ ωραίο, είχε και την έξτρα γοητεία του να αρχίζεις από το μηδέν, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Τον κατάλογο μου πλέον τον διαχειρίζεται η Minos EMI και εκδότης μου είναι η Universal, με τις οποίες επισημοποιήσαμε την συνεργασία μας μετά το «Έτερος Εγώ».
Το power trio σου έχει ήδη διαγράψει μια πορεία στα Writer’s Sessions. Τι αλλάζει στη δυναμική όταν αφιερώνεται αποκλειστικά στη δική σου μουσική; Τα Writer’s Sessions ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία και μια ακόμα καλύτερη άσκηση για μένα και για το trio. Έπρεπε να πιάσουμε το στυλ και τα κομμάτια του κάθε αφιερώματος - Nick Cave, Bruce Springsteen, κομμάτια από τις ταινίες του Almodovar και του Tarantino, Patti Smith… Και να συνεργαστούμε με πολλούς και πολλές τραγουδιστές και τραγουδίστριες, από indie και αγγλόφωνους μέχρι mainstream, όλοι υπέροχοι και όλοι διαφορετικοί. Ο Θανάσης Γκιουλέας στο μπάσο και ο Δημήτρης Γρηγοριάδης στα τύμπανα ήταν οι καλύτεροι δυνατοί συνεργάτες. Ανυπομονώ να παίξουμε την Παρασκευή. Έχουμε γνωριστεί πια πολύ καλά σαν παίκτες και ξανα-ανακαλύπτω τη μουσική που έχω γράψει μαζί τους.
Πολλοί λένε ότι η μουσική σου ακροβατεί ανάμεσα στην ένταση και στην τρυφερότητα. Εσύ σε ποια πλευρά νιώθεις πιο κοντά δημιουργικά; Στην τρυφερότητα. Είναι πιο εσωστρεφής και είναι δυσκολότερο να την μεταφέρεις, ειδικά στο live, αλλά δεν συγκρίνεται με τίποτα. Έχοντας πει αυτό, μου αρέσει που τα live μας είναι ενεργητικά και δυνατά και δεν θεωρώ ότι το ένα αποκλείει το άλλο αναγκαστικά.

Αν έπρεπε να περιγράψεις με μια μόνο εικόνα το νέο υλικό που ετοιμάζεις για τον επόμενο δίσκο, ποια θα ήταν αυτή; Το νέο υλικό έχει επηρεαστεί πολύ από την έρευνα που έκανα στα πλαίσια του διδακτορικού μου στο University of East London. Mε δυσκολεύει πολύ το να βρω μια εικόνα, οπότε θα σου περιγράψω κάτι. Στην Πανεπιστημίου είδα έναν παλιό τηλεφωνικό θάλαμο, γεμάτο tags, βρώμικο και φθαρμένο, άχρηστο. Πάνω στο τηλέφωνο κάποιος είχε αφήσει μια Αγία Γραφή, με εξώφυλλο έναν χρυσό σταυρό σε μαύρο φόντο.
Το «Little Pieces» κυκλοφόρησε μέσα σε μια περίοδο παγκόσμιας αναταραχής. Πιστεύεις ότι οι κοινωνικές συνθήκες σε σπρώχνουν σε πιο εσωτερική ή πιο εκρηκτική δημιουργία; Εμένα πιο εσωτερική, αλλά κατανοώ το ότι είναι παράδοξη αντίδραση.
Στη μουσική σου φαίνεται μια διαρκής αναμέτρηση με το φως και το σκοτάδι. Είναι κάτι που κουβαλάς σαν προσωπικό βίωμα ή ένα καλλιτεχνικό παιχνίδι που στήνεις σκόπιμα; Είναι προσωπικό βίωμα. Αγγίζει περιπέτειες ψυχικής υγείας και μια φυσική ροπή στην θλίψη. Κάθε μέρα το παλεύω. Το σκοτάδι είναι γοητευτικό, η αυτοκαταστροφή και η παραίτηση ακόμα περισσότερο. Ό,τι ωραίο όμως, υπάρχει στην άλλη πλευρά τελικά.
Ως παραγωγός, συνθέτης και ερμηνευτής, πώς διαχωρίζεις τους ρόλους σου στο στούντιο και στη σκηνή; Ή είναι όλα ένα; Το ένα τροφοδοτεί το άλλο και όλα σε κάνουν καλύτερο με τον τρόπο τους. Είναι και παρενέργεια της μουσικής ως επάγγελμα σήμερα. Αν θέλεις να μην κάνεις άσχετα πράγματα, πρέπει να μπορείς να τα κάνεις όλα. Υπάρχει μια πεποίθηση στο Ζεν, που λέει ότι αν μάθεις ένα πράγμα σε πραγματικό βάθος, τότε μαθαίνεις τα πάντα. Παλιότερα μας λέγανε ότι αν θέλεις να γίνεις μουσικός δεν πρέπει να πατάς ούτε το κουμπί του record στην κονσόλα, είναι άλλη δουλειά. Τώρα αυτό δεν γίνεται, οπότε ο χρόνος σου είναι τεμαχισμένος. Στην αρχή είχα μεγάλη αγωνία μ’ αυτό, αν οι παραγωγές μου τρώνε ζωτικό χρόνο από τα δημιουργικά, ή από το να μάθω καλύτερα τα όργανα που παίζω. Τελικά το ένα τροφοδότησε το άλλο. Δεν ξέρω πως θα ήταν αν π.χ. έπαιζα μόνο κιθάρα 8 ώρες την ημέρα κάθε μέρα με εμμονή, ή αν είχα την πολυτέλεια να ηχογραφώ ένα άλμπουμ το χρόνο, αλλά το όποιο επίπεδο αντίληψης έχω αυτή τη στιγμή το χρωστάω στους πολλαπλούς ρόλους. Η παραγωγή και η διδασκαλία επίσης σε αναγκάζουν να μένεις κοινωνικός, πράγμα που είναι ανεκτίμητο, ειδικά σήμερα.
Στη χώρα μας συχνά μιλάμε για «ανεξάρτητη σκηνή». Νιώθεις ότι υπάρχει πραγματικά ή παραμένει μια ετικέτα χωρίς περιεχόμενο; Υπάρχει -κυριολεκτικά- ανεξάρτητη σκηνή. Αυτή περιλαμβάνει και αυτό που τελευταία ονομάζουμε ελληνικό indie αλλά δεν περιορίζεται σ’ αυτό. Τους περιλαμβάνει σχεδόν όλους - και τα hip παιδιά, και αυτούς που δεν έχουν την διάθεση της νεωτερικότητας. Είναι πάρα πολύ ανθεκτική και έχει περάσει σοβαρές και διαδοχικές κρίσεις. Επιμένει παρ’ όλο που οι δρόμοι προς την οικονομική σταθερότητα καταρρέουν ο ένας μετά τον άλλον. Είναι decentralized και ακραία δημιουργική. Οι υποδομές είναι ελάχιστες για τον αριθμό των συγκροτημάτων και η νυχτερινή κουλτούρα της Αθήνας δεν είναι υπέρ της και παρ’ όλα αυτά συνεχίζει και μεγαλώνει. Είναι παράδοξο και δείχνει το υψηλό επίπεδο αντοχής της κοινωνίας, παρ’ όλο που τίποτα δεν την ευνοεί. Επίσης υπάρχει και η σκηνή του hip hop, για την οποία δεν ξέρω τόσα πολλά, αλλά καταλαβαίνω ότι έχει πάρα πολλούς ανεξάρτητους και απολαμβάνει και δημοφιλία και επιτυχία. Υπάρχει και φετιχοποίηση του indie, ως αισθητική. Αυτό μου φαίνεται καμιά φορά ενοχλητικό, σαν να νιώθω ότι αντιμετωπίζεται σαν κάποιου είδους παράσημο, η σαν να είναι το νέο punk? Αλλά νομίζω ότι είναι η φυσική μας τάση να οργανωνόμαστε σε φυλές. Το προβληματικό στην ανεξάρτητη σκηνή (σε αντίθεση με το λεγόμενο indie) είναι και αυτό που την κάνει ενδιαφέρουσα, το ότι δηλαδή δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα κοινό στο σύνολο της, και δεν δημιουργείται μόνο κουλτούρα όπως στις σκηνές του παρελθόντος. Είναι πολύ καλό δημιουργικά από τη μία, από την άλλη την αποδυναμώνει ως εμπορική κατηγορία και υπονομεύει τις προσπάθειες της.
Η παγκόσμια κατάσταση σήμερα - πολεμικές συγκρούσεις, γενοκτονία, κοινωνικές ανισότητες, ρατσισμός, διαφθορά, κλιματική κρίση- επηρεάζει τη δική σου μουσική ματιά; Πιστεύεις ότι ο καλλιτέχνης έχει την ευθύνη να σχολιάζει όσα συμβαίνουν γύρω του ή καλύτερα απλώς να προσφέρει μια απόδραση;
Καλή ερώτηση και δύσκολη απάντηση. Δεν μ’ αρέσει τίποτα το αναγκαστικό και δεν απαιτώ από κανέναν να τοποθετείται. Εδώ υπάρχει μια περίεργη δυναμική -οι καλλιτέχνες συνήθως έχουν μεγαλύτερη πλατφόρμα από τον μέσο άνθρωπο και μπορούν να μεγεθύνουν τις λιγότερο δυνατές φωνές ή να στρέψουν την προσοχή σε κάτι σημαντικό. Απ’ την άλλη οι καλλιτέχνες δεν είναι ούτε κοινωνιολόγοι, ούτε πολιτικοί αναλυτές, ούτε επιστήμονες, οπότε ρισκάρουν το να σχολιάσουν κάτι για το οποίο δεν καταλαβαίνουν πολλά ή και τίποτα. Υπάρχει μια ηδονή στο να απέχεις στον υπερσυνδεδεμένο σημερινό κόσμο και είναι κι αυτό μια πράξη αντίστασης. Σαν να λες, αν δεν έχω κάτι που να αξίζει να πω, καλύτερα να μην πω τίποτα.

Ποιο είναι το δικό σου σχόλιο; Το δικό μου σχόλιο; Εγώ είμαι φύσει αντίθετος του πολέμου. Είμαι ξεκάθαρα και κάθετα αντίθετος στην γενοκτονία. Εκτός από το προφανές που είναι το ασύλληπτο ξόδεμα ανθρώπινων ζωών, είναι μαύρη σελίδα στην ιστορία του κόσμου, θυμίζει πάρα πολλά που προσπαθούμε να ξεχάσουμε για τον Δυτικό πολιτισμό. Τον κόσμο δείχνουν να τον κυβερνάνε οι αντιδραστικοί και κακόψυχοι χωρίς ούτε την ανάγκη του προσχήματος. Διαχειρίζονται ιστορικές, γιγάντιες αλλαγές ίσως οι χειρότεροι πιθανοί άνθρωποι. Ο ρατσισμός και η διάκριση σήμερα, στην εποχή της πληροφόρησης, που όλοι ξέρουμε να διαβάζουμε και να γράφουμε, που πολλοί έχουμε ταξιδέψει δεν βασίζονται στην άγνοια, όπως ίσως ίσχυε παλιότερα. Αυτό είναι και το πιο επικίνδυνο σημείο σήμερα, το ότι υπάρχει συνείδηση, προηγούμενο, ιστορικότητα, προειδοποίηση.
Η κλιματική κρίση είναι η εσχατολογία της εποχής μας. Έχει αντικαταστήσει κατά πολύ την θρησκευτική ηθική με την οικολογική συνείδηση. Μας καλεί να σκεφτούμε το ότι είμαστε μέρος του όλου, έχουμε ευθύνη απέναντι του, και χρειαζόμαστε μια νέα πρακτική ηθική για να μην καταδικάσουμε τον εαυτό μας στην επίγεια- κόλαση. Είμαστε ανάμεσα σε δύο κόσμους και ζούμε και τον οδυνηρό θάνατο του παλιού και την αγριότητα της γέννησης του νέου. Τίποτα δεν μου κάνει εντύπωση, και τίποτα δεν είναι πια απίθανο. Είμαστε οι πρώτοι που ζουν χειρότερα από τους αμέσως προηγούμενους. Κανένα ίντερνετ, καμία συνεχής ψυχαγωγία, κανένα subscription και καμία πληροφορία δεν θα μας ελευθερώσει απ’ αυτό. Οι πόλεμοι, ο ρατσισμός, οι σφαγές, στατιστικά υποτίθεται ότι είναι λιγότερα από ότι τον προηγούμενο αιώνα. Αυτό που έχει αλλάξει όμως είναι ο αριθμός των ανθρώπων που το θεωρούν αδιανόητο. Το ότι το θεωρούμε αδιανόητο να γίνονται όλα αυτά είναι ίσως και το μόνο πού με παρηγορεί. Με ανησυχεί το να τα θεωρήσουμε φυσιολογικά ξανά.
Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι ένας από τους δρόμους που ανοίγονται μπροστά μας καταλήγει σε έναν ψυχρό και ανελέητο κόσμο, στον οποίο δεν θα θέλει να ζήσει κανείς. Ίσως (εκτός από την οικονομική φρίκη) αυτός είναι ο λόγος που γεννιούνται λιγότερα παιδιά. Αυτό δεν θα αλλάξει ούτε με επίδομα, ούτε με 150 ευρώ το μήνα παραπάνω. Είναι συνέπεια του infantilisation της κουλτούρας από τη μία, και κάποιο ένστικτο που σταματάει πολλούς απ’ την άλλη. Πρέπει να είμαστε σε θέση να ξαναφανταστούμε τον κόσμο εκτός σημερινού συστήματος, και αυτό μπορεί να σημαίνει να είμαστε σε θέση να φανταστούμε το τέλος του.
Αν έπρεπε να γράψεις ένα κομμάτι ειδικά για την Αθήνα του σήμερα, πώς θα ακουγόταν; Σαν ένα ατελείωτο zapping ή ένα αέναο σκρολάρισμα στο TikTok. Πολύχρωμο, κουραστικό, ενδιαφέρον, overwhelming, άδειο.