Είναι σίγουρα μια απ’τις πιο ιδιαίτερες, εγχώριες μπάντες που λειτουργεί με τους δικούς της ρυθμούς και όρους. Υπάρχει σχεδόν μια δεκαετία κι έχει βγάλει τρεις μόλις δίσκους κι ακόμα κι αν έχει καταφέρει να αποκτήσει ένα προσωπικό δείγμα γραφής, κάθε τους κυκλοφορία είναι κι ένα εμφανέστατο επόμενο βήμα της δημιουργικής σχέσης που συντηρούν κι εμπλουτίζουν οι Μάνος Πατεράκης και Νίκος Ρέτσος, το ντουέτο που εξαρχής τρέχει το project.
Με αφετηρία την προσωπική μου άποψη ότι το Figures of Enormous Grey And The Patterns of Fraud (Restless Wind, 2011) των Gravitysays_i είναι μακράν ο κορυφαίος ελληνικός δίσκος των τελευταίων δέκα χρόνων, ακόμα κι αν βρίσκεται μακριά απ’τις δικές μου μουσικές αναφορές, πριν σχεδόν έναν χρόνο -τον περασμένο Δεκέμβριο- βρεθήκαμε στο στούντιο του συγκροτήματος στη Νίκαια (ένα υπέροχο, αγαπησιάρικο δωμάτιο γεμάτο μουσικά όργανα στο ισόγειο του σπιτιού του Ρέτσου) για να ακούσω το ολόφρεσκο master του Quantum Unknown, του νέου τους δίσκου που θα κυκλοφορούσε κάποια στιγμή απ’την Inner Ear (τελικά βγήκε τον Σεπτέμβριο του 2016 κι έχει ήδη γίνει ανάρπαστη η πρώτη κοπή των βινυλίων). Εκεί ακούσαμε μαζί το νέο υλικό με τον τρόπο που το κάναμε με τους παιδικούς μας φίλους, όταν για μια ώρα δεν ανταλλάζαμε κουβέντα και δεν κάναμε τίποτα άλλο απ' το να γυρίζουμε το booklet με τους στίχους του εκάστοτε αγαπημένου συγκροτήματος που είχε βγάλει νέα δουλειά. Και είναι κάπως έτσι ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι ότι γράφουν μουσική, με έναν εφηβικό ενθουσιασμό και με έναν υπέρμετρο συναισθηματισμό που αποτελεί τον κινητήριο μοχλό τους. Ακόμα δεν ξέρω τι περίμεναν να τους πω τότε, σίγουρα δεν τους ενδιέφερε μια αυτοσχέδια δισκοκριτική της στιγμής. Άλλωστε το ότι είναι χαμηλών τόνων σαν άνθρωποι σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι είναι και ανασφαλείς.
Πολλές απ’αυτές τις σκέψεις προσπάθησα να εκμαιεύσω κι απ’τους ίδιους όταν ξαναβρεθήκαμε στον ίδιο χώρο πριν από ένα μήνα περίπου. Κατά τη διάρκεια της πολύωρης κουβέντας μας όμως το πιο σημαντικό που βγήκε ή καλύτερα που συνειδητοποίησα, είναι πως το Quantum είναι ένας πολύ πιο προσωπικός δίσκος για τους ίδιους απ’ότι το Figures που είχε ευρύτερες κοινωνικές ανησυχίες, με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι αφορούσε κι εμάς με την ίδια ένταση που αφορούσε τους δημιουργούς του. Η νέα τους κυκλοφορία είναι η πιο εσωστρεφής τους δουλειά, μια φυσιολογική πρόοδος ενός ντουέτου που πρώτα και κύρια προσπαθεί να επικοινωνήσει μεταξύ του σε συναισθηματικό επίπεδο και μετά να δει αν μπορεί να το κάνει και με κάποιον ξένο.
Με νέο σχήμα θα ανέβουν στη σκηνή του Gagarin για να παρουσιάσουν το Quantum Unknown και μίλησαν στην Popaganda για το πώς τον έφτιαξαν, για τους στίχους που υπογράφει ο Πατεράκης, για το highlight του δίσκου “Every Man” καθώς και για την ξαφνική τους πρόθεση να δώσουν περισσότερες συναυλίες απ’ όσες συνήθιζαν στο παρελθόν...
Τα πρώτα βήματα του νέου άλμπουμ... Είναι σίγουρα ένας δίσκος για τον οποίο νιώθουμε ότι βγαίνουμε απ’ το καβούκι μας. Μας βοήθησε αρκετά ότι παίξαμε τα κομμάτια ζωντανά μερικές φορές πριν περάσουμε στις τελικές ηχογραφήσεις γιατί μας έδωσε μια καλύτερη αίσθηση του που βρισκόμαστε κι έδωσε και χώρο στο νέο σχήμα να προσθέσει δικές του ιδέες. Για παράδειγμα, είχαμε αρχικά κλαρίνο και σαξόφωνο στα κομμάτια και μετά τις συναυλίες καταλάβαμε ότι προτιμούμε να υπάρχει τρομπέτα. Δεν προσφέρανε την αιχμή που νομίζαμε ότι θα μας έδιναν και τα κόψαμε.
Οι ζωντανές εμφανίσεις που θα γίνουν περισσότερες... Αποφασίσαμε να παίζουμε πιο πολύ γιατί είναι πολύ σημαντικό να έχεις επαφή με αυτό το πράγμα. Ήταν δύσκολο να το κάνουμε, είναι κάτι που με κάποιο τρόπο μας φρικάρει. Το απολαμβάνουμε περισσότερο τώρα, δεν ξέρουμε κατά πόσο τα καταφέρνουμε, αλλά έχουμε μια ψυχραιμία παραπάνω. Ήταν πολύ ωραία τον Αύγουστο στη Δονούσα, ωραίος χώρος, περάσαμε πολύ καλά.
Ο νέος ήχος του γκρουπ... Δεν συζητήσαμε περί νέας κατεύθυνσης. Η ύπαρξη του hammond μαζί με τα πνευστά τονίζουν μάλλον λίγο παραπάνω τις 70s επιρροές μας. Τουλάχιστον λίγο παραπάνω απ’ ότι πριν. Είναι απελευθερωτικό για μας η μπάντα να μην κάνει πράγματα που μας κάνουν να βαριόμαστε. Δεν είναι αυτοσκοπός οι όποιες ηχητικές στροφές ή η όποια αντιεμπορικότητα. Ουσιαστικά κάνουμε τα πράγματα που εμείς νιώθουμε ότι είναι «σωστά». Αυτό που παίζεις κάτι και λες «ναι, έτσι πρέπει να γίνει». Κάπως έτσι λειτουργούμε. Το Quantum Unknown είναι ένας πιο μελωδικός δίσκος, κατά κάποιο τρόπο πιο ποπ απ’ότι ο προηγούμενος. Προφανώς στο δικό μας μυαλό, ο νέος δίσκος είναι βήμα μπροστά, είναι μια πιο ουσιαστική δουλειά με μια πιο οικουμενική αλήθεια, ακόμα κι αν δεν έχει το κοινωνικό πρόσημο που είχε το Patterns.
Tο “Every Μan”... Αν πάρουμε σα δεδομένο ότι στο «τέλος της ημέρας» ο μοναδικός άνθρωπος που μπορεί να σε βγάλει απ΄τον όποιο προσωπικό βούρκο είναι ο ίδιος σου ο εαυτός, έχουμε βρει την κεντρική ιδέα του κομματιού. Η Laurie Anderson στο “Big Science” απ’τον ομώνυμο δίσκο, λέει τον ίδιο στίχο «Every Man For Himself», με το δικό της ειρωνικό τρόπο, εννοώντας ότι τονίζει την εγωιστική πλευρά της πρότασης. Σε εμάς έχει την κυριολεκτική σημασία, ότι πολύ απλά αυτό ισχύει. Είναι το κομμάτι που μας έχει ταλαιπωρήσει πιο πολύ απ’όλα γιατί δεν ξέραμε τι κορύφωση θέλαμε να του δώσουμε. Δεν είχαμε καθόλου το τελευταίο μέρος. Πάντως, επειδή έχουμε ήδη αρχίσει να δουλεύουμε κάποιες νέες ιδέες το συγκεκριμένο κομμάτι έχει παίξει αρκετά μεγάλο ρόλο για το που θέλουμε να πάμε μετά. Είναι νωρίς ακόμα, θα δούμε.
Για τους στίχους: Γενικά, το στιχουργικό κομμάτι του δίσκου ήταν ένα παράθυρο για να βγει ο Μάνος απ’την πραγματικότητα που ζούσε, η οποία ήταν πρακτικά δύσκολη. Με διαφόρων ειδών μετακομίσεις, συναυλίες με την μπάντα και με ελάχιστο ελεύθερο χρόνο. Πάνω κάτω, αυτή είναι η αφετηρία όλων των στίχων του δίσκου, οι οποίοι έχουν μια πίκρα ή μια θλίψη αν προτιμάς, που έχει τις ρίζες της στο πως αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, στο ότι βλέπουμε το τέλος σε ότι κάνουμε. Το “Every Man” μαζί με το ομώνυμο κομμάτι και το εναρκτήριο, το “More Than A Matter of Instinct”, είναι τα πιο προσωπικά, τα πιο γήινα. Στα υπόλοιπα, υπάρχει μια διάθεση για παιχνίδι, μια προσπάθεια να βγούμε απ΄το «σώμα» μας.
Η διαχείριση των επιρροών... Είμαστε πια μεγάλα παιδιά, έχουμε καταλήξει στο τι μας αρέσει και τι όχι οπότε είναι λογικό το χέρι να πηγαίνει να παίξει με ένα συγκεκριμένο τρόπο από μόνο του. Δεν έχουμε τις ίδιες μουσικές αφετηρίες, για παράδειγμα όταν ο ένας ακούει κάτι που γράφει ο άλλος, μας έρχονται διαφορετικά πράγματα στο μυαλό. Ο ένας μπορεί να ακούει Pink Floyd ή Jean Michel Jarre κι άλλος κάτι πιο 90s. Σίγουρα ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τη μουσική έχει κοινά με τον τρόπο που το έκαναν οι Floyd. Απλές μουσικές μελωδίες και πλούσια τοπία. Έχουμε κάτι κοινό σε αισθητικό επίπεδο αλλά και σε συναισθηματικό. Υπάρχει μια θλίψη, δεν είναι σαν τους Jethro Tull ή σαν τους Yes, καμία σχέση. Ούτε με τις υπόλοιπες prog rock μπάντες που έκαναν επίδειξη ικανοτήτων.
Το Quantum Unknown κυκλοφορεί από την Inner Ear.