Είναι μία από τις πιο όμορφες ιστορίες της πολύπαθης ελληνικής ηλεκτρονικής σκηνής, έτσι όπως προσπάθησε να υφάνει το δικό της μαγικό χαλί στα μακρινά late 80s και early 90ς. Ο Alex Μαχαίρας και ο Νίκος Βελιώτης, το ντουέτο των In Trance 95, πειραματίστηκαν με συνθεσάιζερ, drum machines και τον ηλεκτρονικό ήχο της εποχής που αγάπησαν. Η minimal wave και η synthpop ήταν το βαρύ τους όχημα, οι Kraftwerk, οι πρώιμοι OMD και Depeche Mode, οι κύριες μουσικές που ξεπηδούσαν με electro αυθάδεια από τα ηχεία τους. Η μουσική τους έχει αυτή τη χαρακτηριστική ψυχρότητα των 80s, αλλά κρύβει μέσα της συναίσθημα και μια έντονη νοσταλγία. Κομμάτια όπως το Desire To Desire, το Brazilia και το 21st C.E.T. είναι γέφυρες που σε μεταφέρουν εκεί που τα ρυθμικά μοτίβα χτίζουν τις καλύτερες πόζες.
Μετά τη διάλυσή τους και την αναγέννηση της minimal wave, επανήλθαν στο προσκήνιο με φρέσκια ενέργεια. Το 2011 υπέγραψαν με τη Minimal Wave Records της Veronica Vasicka, κάτι που υπενθύμισε το πόσο μπροστά από την εποχή τους ήταν. Από τότε, συμμετείχαν σε διεθνή φεστιβάλ και μοιράστηκαν τη σκηνή με καλλιτέχνες που εκτιμούν την αυθεντικότητα του ήχου τους. Πρόσφατα βρέθηκαν στο φεστιβάλ Ombra, στη Βαρκελώνη.
Αναζητήσαμε το εμβληματικό ντουέτο για μια αναδρομή στο παρελθόν και κερδίσαμε και μια μεγάλη βόλτα στο τώρα. Γέφυρες είπαμε. Του διάχυτου χρόνου.
Μετά από τόσα χρόνια, τι σας έκανε να επιστρέψετε με νέο υλικό;
Ν.Β. Είναι η δεύτερη φορά που επιστρέφουμε με νέο υλικό και μάλιστα με απόσταση δεκαετίας. Κοιτώντας πίσω μου αρέσει αυτό. Πάντα υπάρχει μία αφορμή σημαντική ή ασήμαντη για να ξεκινήσουμε πάλι να δουλεύουμε υλικό. Το τι προκαλεί αυτή την αφορμή δεν το ξέρω.
Α.Μ. Βέβαια, πρέπει να πω ότι, ειδικά στην περίοδο ανάμεσα στο Shapes In A New Geometry του 2012 και τώρα, υπήρχαν recording sessions, έστω και σε άτακτα χρονικά διαστήματα. Δεν υπήρχε το κενό στη συνεργασία μας, όπως υπήρχε ανάμεσα στο 1992 και το 2010. Υπάρχει επίσης ένα ολόκληρο άλμπουμ του 2011 που παραμένει ακυκλοφόρητο, εκτός από το κομμάτι “Wave”. Κάπου γύρω στο 2018, ξεκινήσαμε να δουλεύουμε νέο υλικό με την προοπτική ενός νέου άλμπουμ, χωρίς όμως να έχουμε αποφασίσει κάποιο συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο για την ολοκλήρωσή του.
Ν.Β. Είχα και κάποια πολύ παλιά demos του Alex, τα οποία άρεσαν και στους δυο μας. Όπως συμβαίνει συχνά, μαζί με αυτά που αρχίσαμε να δουλεύουμε σε νέες εκτελέσεις, προέκυψαν και κάποια ολοκαίνουργια κομμάτια από το μηδέν. Σιγά σιγά, άρχισε να σχηματίζεται ο κορμός ενός νέου άλμπουμ, όταν ήρθε η πανδημία.
Α.Μ. Εκείνο το αβέβαιο διάστημα, αποφάσισα να βουτήξω για τα καλά στα προσωπικά μου αρχεία, τα οποία περιλάμβαναν υλικό από όλες τις περιόδους. Για άλλη μια φορά, χρειάστηκα εξωτερική βοήθεια, και αυτή ήρθε από τη Veronica Vasicka, στην οποία έδωσα ένα τεράστιο μέρος από αυτό το υλικό, καθώς περιλαμβάνει κομμάτια που φτάνουν μέχρι και τις πρώτες ημέρες των In Trance 95.
Υπάρχει κάποια κεντρική ιδέα ή συναίσθημα που καθοδηγεί αυτό το έργο;
Α.Μ. Είμαστε ένα συγκρότημα με έντονα conceptual χαρακτήρα. Πίσω από κάθε δουλειά μας υπάρχει πάντα μια κεντρική ιδέα που τη διαμορφώνει. Ακόμη και τα remixes, τα demos και τα ακυκλοφόρητα κομμάτια, αν και προέρχονται από διαφορετικές χρονικές περιόδους, εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο που τα συνδέει. Θα ήθελα να το αναλύσω περισσότερο στην επόμενη συνάντησή μας, όταν η νέα μας δουλειά θα έχει κυκλοφορήσει.
Τι μπορούμε να περιμένουμε από τα ακυκλοφόρητα demos και remixes;
Α.Μ. Είναι πολύ αντιπροσωπευτικό του ήχου των In Trance 95. Αρχικά, σκεφτόμασταν να κυκλοφορήσει ως τριπλό άλμπουμ, καθώς το αρχειακό υλικό είναι τεράστιο και θέλαμε να είναι όσο το δυνατόν πιο πλήρες. Παράλληλα, θα περιλάμβανε και τη νέα μας δουλειά. Ωστόσο, για εμπορικούς λόγους – καθώς είναι δύσκολο να προωθηθεί ένα τριπλό άλμπουμ – καταλήξαμε στο διπλό. Σίγουρα, όμως, θα υπάρχουν και κάποια bonus tracks στη ψηφιακή έκδοση και στο CD. Η Veronica έπαιξε πιο ενεργό ρόλο από ποτέ στην επιλογή των κομματιών. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο τελικό στάδιο, λίγο πριν το mastering, ενώ παράλληλα ετοιμάζεται και το τελικό artwork.
Η συνεργασία σας με τη Minimal Wave είναι κάτι που συνεχίζεται και αυτή τη φορά. Πώς νιώθετε για αυτή τη σχέση;
N.B. Είναι προφανές ότι υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης.
Α.Μ. Είναι μια σχέση αγάπης ανάμεσα σε καλλιτέχνη και εταιρεία. Η συμβολή της Veronica Vasicka σε αυτό το μουσικό είδος είναι ανεκτίμητη. Επανέφερε στο προσκήνιο καλλιτέχνες και συγκροτήματα που είχαν σχεδόν χαθεί στη λήθη του χρόνου, ανάμεσά τους και οι In Trance 95. Κάθε κυκλοφορία της χαρακτηρίζεται από υψηλή αισθητική και εξαιρετική φροντίδα στη λεπτομέρεια, αποτέλεσμα της προσωπικής της αφοσίωσης. Επιπλέον, είναι μια χαρισματική DJ και μουσικός, ενώ σπούδασε φωτογραφία με την οποία ασχολείται ακόμη.
Το συγκρότημα υπήρξε καθοριστικό για την ανάπτυξη του minimal cold/synth wave ήχου. Πώς βλέπετε σήμερα την επιρροή που έχετε ασκήσει;
N.B. Το αστείο είναι πως τότε, το 88-89 δεν υπήρχαν αυτοί οι όροι. Το cold wave απ’ ότι έμαθα αργότερα υπήρχε αλλά εγώ τουλάχιστον δεν το είχα υπόψιν (και γιατί να το είχα άλλωστε) αν και συγκροτήματα του είδους ακούγαμε. Εμείς τότε παίζαμε electro, αυτό λέγαμε. Αυτό δε λέγαμε;
A.M. Στο μυαλό μας, ήμασταν απλώς ένα ηλεκτρονικό συγκρότημα. Στην αρχή της πορείας μας πειραματιστήκαμε με διάφορα είδη, όπως τη synth pop, την industrial, και την electronic body music (ή EBM, όπως καθιερώθηκε αργότερα). Παρά τα πολλά demos μας, αυτό που χαρακτηρίζει τον ήχο μας είναι αυτό που ονομάστηκε minimal synth, ένα είδος που συνδέθηκε κυρίως με τη DIY αισθητική. Δημιουργούσαμε τα κομμάτια μας στο πρωτόγονο στούντιο που είχαμε στήσει, χρησιμοποιώντας ένα τετρακάναλο κασετόφωνο, αναλογικά synthesizers και drum machines. Οι επιρροές μας προέρχονταν από αυτό που τότε αποκαλούνταν new wave. Άλλωστε, και η synth pop των OMD στα πρώτα τους άλμπουμ, όπως και το Metamatic του John Foxx, θεωρούνταν μέρος της new wave σκηνής, παρότι δημιουργούνταν με synthesizers.
Η μουσική σας συνδυάζει στοιχεία του industrial και proto-EBM. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες επιρροές σας από αυτά τα είδη;
Ν.Β. Λοιπόν δεν ξέρω αν είναι ή όχι από τα είδη, αλλά οι μεγαλύτερες επιρροές από αυτό το είδος είναι μάλλον οι Cabaret Voltaire και οι SPK (που μου τους έμαθε ο Άλεξ τότε). Ακούγαμε πολλά και διάφορα όχι απαραίτητα ηλεκτρονικά τότε στην περίοδο των τριών πρώτων μας κυκλοφοριών αλλά αυτές τις δύο μπάντες θυμάμαι να τις μελετάω ανελέητα. Αργότερα ανακάλυψα τον Ξενάκη και τελείωσαν όλα ή μάλλον ξεκίνησαν από το μηδέν.
Α.Μ. Στις τότε επιρροές μας απο το συγκεκριμένο είδος, φυσικά θα προσθέσω και τους Front 242 της πρώτης περιόδου, με ιδιαίτερη έμφαση στο Geography και μέχρι το Official Version, καθώς και τους DAF, για τους οποίους γράψαμε και ένα homage, το “Dance Another Fear”. Θυμάμαι το 1991, ταξίδεψα στο Παρίσι για να δω τους Nitzer Ebb σε ένα υπόγειο live – φοβερή εμπειρία. Παράλληλα, ακούγαμε πολλά και διαφορετικά πράγματα όπως και αρκετό Γαλλικό coldwave.
Τα πρώτα σας singles και το "Code of Obsession" έχουν αποκτήσει cult status. Θυμάστε την αντίδραση του κόσμου τότε σε αυτά;
Ν.Β. Είναι κάπως θολή στο μυαλό μου. Έχει περάσει και καιρός. Νομίζω υπήρχαν κάποιοι που τους άρεσαν πολύ. Και κάποιοι που δεν τους άρεσαν και τόσο. Θυμάμαι καλύτερα αυτούς που τους άρεσαν πολύ!
A.M. Η εγχώρια σκηνή μας είχε αγκαλιάσει, σαν τα πιτσιρίκια ντυμένα στα μαύρα που αγαπούσαν τους Suicide και τους Cabaret Voltaire. Ωστόσο, το κοινό που ενδιαφερόταν αποκλειστικά για εμάς ήταν περιορισμένο. Εμφανιστήκαμε σε μια εποχή που πολλά dark wave σχήματα, αλλά και το κοινό είχε στραφεί προς το garage rock. Ήταν πραγματικά ενδιαφέρον όταν παρακολούθησα το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Νίκου Χατζή, Music For Ordinary Life Machines, το 2019. Ωστόσο, κάποιος που το βλέπει ίσως σχηματίσει την εντύπωση ότι υπήρχε τότε μια οργανωμένη ηλεκτρονική σκηνή, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες που παρουσιάζονται, συμπεριλαμβανομένων των In Trance 95, έδρασαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, παρόλο που όλοι προέρχονταν από την ίδια δεκαετία.
Νίκο, κάποια στιγμή, αποχώρησες από το συγκρότημα. Πώς ήταν το γκρουπ μετά από αυτό;
Ν.Β. Συνήθως αφήνω τον Άλεξ να απαντάει σε αυτή την ερώτηση αλλά έτσι για το fun της υπόθεσης θα πω πως κάποια στιγμή μετά την αποχώρηση μου πήγα και είδα ζωντανά τους In Trance 95, τη μπάντα μου δηλαδή, στο Ρόδον αν θυμάμαι καλά. Άκουγα για πρώτη φορά τα κομμάτια που είχαμε γράψει μαζί από τη θέση του κοινού. Είναι μία πολύ ωραία και σουρεαλιστική ανάμνηση!
A.M. Και ιδιαίτερα περίεργη για εμένα τότε! Στο μεταξύ, συνέχισα πάντα να ηχογραφώ, με εξαίρεση μια συγκεκριμένη περίοδο. Παρ’ όλα αυτά, για πολλά χρόνια δεν υπήρχαν κυκλοφορίες. Ο βασικός λόγος ήταν η ίδια η ζωή, καθώς μεγάλωνα και ενηλικιωνόμουν. Το να είμαι στους In Trance 95 δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα για ένα μεγάλο διάστημα, αλλά η ανάγκη να συνεχίσω να γράφω μουσική παρέμεινε ζωντανή.
Όταν σκέφτεστε την πορεία σας από το '88 μέχρι σήμερα, ποια στιγμή ή κομμάτι σας φέρνει την πιο έντονη ανάμνηση ή αίσθηση περηφάνιας;
Ν.Β. Μία έντονη ανάμνηση είναι να ακούμε φρέσκο-ηχογραφημένα κομμάτια του πρώτου single στο αυτοκίνητο. Κάποιος μας είχε πει τότε πως το καλύτερο τεστ για ένα κομμάτι, και μάλιστα ηλεκτρονικό, είναι να ακούγεται καλά στο αμάξι. Τελικά το ακούω συχνά από τότε, δεν ήταν αστικός μύθος. Τώρα πια δεν έχω αυτοκίνητο.
A.M. θα έλεγα ότι νιώθω ιδιαίτερη περηφάνια για την κυκλοφορία του Cities of Steel & Neon κατά την επανασύνδεσή μας. Περιλάμβανε υλικό από την πρώτη μας περίοδο, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μέσα σε ένα πανέμορφο package.
Ν.Β. Επίσης το συναίσθημα όταν κρατήσαμε στα χέρια μας για πρώτη φορά το ντεμπούτο 7ιντσο μας το 1988. Ήταν μοναδικό και αξέχαστο.
Ακούγοντας τα κομμάτια σας νοιώθετε πια ότι η μουσική σας αντανακλά την προσωπική σας εξέλιξη ή περισσότερο τον αντίκτυπο που είχε ο κόσμος γύρω σας;
Ν.Β. Η μουσική μας, και η μουσική κάθε δημιουργού αντανακλά ακριβώς αυτά τα δύο πράγματα.
Α.Μ. Συχνά βρίσκεις τον εαυτό σου να επιστρέφει σε μια ίδια ιδέα, αλλά με διαφορετική προσέγγιση. Υπάρχουν, όμως, και στιγμές που αισθάνεσαι αποκομμένος από τον κόσμο γύρω σου και δημιουργείς βασισμένος μόνο σε αυτό που νιώθεις, χωρίς πολλή σκέψη. Κατά την περίοδο της επανασύνδεσής μας, με κάποιο τρόπο εξελίξαμε τον ήχο της πρώτης μας περιόδου, καθώς εκεί βρήκαμε ξανά την έμπνευση. Ήταν κάτι που ερχόταν πιο κοντά στην αισθητική μας, παρόλο που είχαν περάσει πολλά χρόνια. Ωστόσο, από ηχητικής πλευράς, αυτό που δημιουργήσαμε δεν ήταν ο ήχος του χθες, αλλά του σήμερα.
Υπάρχουν νέες τεχνολογίες ή τάσεις που να σας εμπνέουν;
Α.Μ. Παρακολουθώ την εξέλιξη της τεχνολογίας αδιάκοπα εδώ και χρόνια. Όπως καταλαβαίνεις, με ενθουσιάζουν τόσο οι επανακυκλοφορίες κλασικών synthesizers και drum machines, όσο και η εμφάνιση νέων μοντέλων και τεχνολογιών. Παρόλο που λατρεύω αυτά τα μηχανήματα, δεν παύουν να είναι απλώς το μέσο. Στην πραγματικότητα, αποτελούν εργαλείο για να εκφράσω μια βαθύτερη, πιο εσωτερική ανάγκη για δημιουργία και έκφραση.
Ν.Β. Συμφωνώ πως δεν παύουν να είναι το μέσο. Μετά την αρχική περίοδο των IT95 αργότερα ασχολήθηκα με ένα ακουστικό όργανο, το βιολοντσέλο. Κι αυτό προσπαθούσα να το κάνω να ακούγεται ηλεκτρονικό με κάποιο τρόπο χωρίς όμως να ενισχύσω τον ήχο. Με βοήθησε πολύ να καταλάβω τον ήχο και πως δουλεύουν τα ηχοχρώματα.
Αν μπορούσατε να επιλέξετε οποιονδήποτε καλλιτέχνη για μια μελλοντική συνεργασία, ποιος θα ήταν;
A.M. Θα απαντήσω αναφέροντας έναν καλλιτέχνη που είχαμε επιλέξει, αλλά δυστυχώς δεν καταφέραμε να συνεργαστούμε, καθώς τον χάσαμε αναπάντεχα στις αρχές του έτους. Ο λόγος για τον Silent Servant ή αλλιώς Juan Mendez. Ο Juan ήταν προσωπικός φίλος για πολλά χρόνια, ένας από τους πρώτους DJs που έπαιζαν In Trance 95, και ένας πραγματικά εξαιρετικός άνθρωπος – ταλαντούχος, σεμνός και γεμάτος πάθος για τη μουσική. Είχα και την τιμή να παίξω μαζί του σε δύο ή τρία σετ, σε βραδιές όπου ήταν ο βασικός καλεσμένος. Είχε προλάβει να ακούσει μεγάλο μέρος της νέας δουλειάς μας και είχαμε συζητήσει την πιθανότητα ενός remix με τον χαρακτηριστικό ήχο του. Η ιδέα ενός 12ιντσου με dance κατεύθυνση δεν έχει εγκαταλειφθεί, αλλά σίγουρα η απώλειά του μας επηρέασε βαθιά. Υπάρχουν δύο κομμάτια που αγαπούσε πολύ και τα άκουγε οδηγώντας το αυτοκίνητό του στη Santa Monica - θα του τα αφιερώσουμε, ως έναν ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη του.
Στη σκηνή χρησιμοποιείτε αναλογικά synths και drum machines. Ποιες είναι οι προκλήσεις που συνδέονται με την ζωντανή παρουσίαση αυτών των ήχων;
Ν.Β. Χρησιμοποιούμε ως επί το πλείστων synths που δεν έχουν μνήμη. Δηλαδή δεν υπάρχει η δυνατότητα να ανακαλέσεις έναν ήχο, θα πρέπει να τον θυμάσαι και να τον φτιάξεις στα γρήγορα. Το βρίσκω πιο γοητευτικό από το να πατήσεις ένα κουμπί και να αλλάξουν όλα αυτόματα καθώς αυτό περιέχει και τον παράγοντα του λάθους το οποίο μόνο καλό κάνει στην μουσική. Η άλλη πρόκληση είναι να είναι τα όργανα σχετικά κουρδισμένα.
Η εμφάνισή σας στο Piraeus Club Academy θα είναι η πρώτη με το νέο υλικό. Τι να περιμένουμε από αυτή τη συναυλία;
Α.Μ. Ο χρόνος είναι πάντα σχετικός. Ας ζήσουμε μαζί τη στιγμή. Να είμαστε σε καλή διάθεση, γιατί, ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί, θα μοιραστούμε μια ξεχωριστή στιγμή στον χρόνο, συνδέοντας το παρόν με το παρελθόν των In Trance 95. Το μέλλον είναι ήδη κοντά και θα το φέρει το διπλό άλμπουμ μας το 2025, μέρος του οποίου θα παρουσιάσουμε για πρώτη φορά.
Αγαπημένη σας εμφάνιση παλιά; Πως ήταν τότε; Πως είναι τώρα;
Α.Μ. Από τις πιο καλύτερες αναμνήσεις ήταν οι δύο συνεχόμενες βραδιές ως support στους South of No North στο ΑΝ club κάπου αρχές του 1990. Ήταν η πρώτη φορά που μπορούσαμε να διακρίνουμε ξεκάθαρα το δικό μας κοινό, ανάμεσα σε εκείνο των South.
Ν.Β. Σήμερα αισθανόμαστε την εμπειρία αλλά πάντα κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού ζωντανεύουν κι εκείνες οι πρώτες εμφανίσεις.
Η πιο αναπάντεχη στιγμή σας ποια θα μπορούσε να είναι;
Α.Μ. Υπάρχουν αρκετές, αλλά ας αναφέρω τη συμμετοχή μας στη συλλογή Minimal Wave Tapes Vol. 2, με το “Presidente". Πρόκειται για την demo εκτέλεση που ηχογραφήθηκε το 1988. Το ηχογραφήσαμε λίγο μετά σε επαγγελματικό στούντιο και προοριζόταν για το δεύτερο σινγκλ μας, κάτι που δεν συνέβη τελικά.
N.B. Είναι απίστευτο το γεγονός ότι τελικά κατάφερε να κυκλοφορήσει πάνω από 20 χρόνια αργότερα, ενώ το είχαμε ντεμπουτάρει live στο πρώτο μας gig το 1988 στο ΑΝ Club.
Α.Μ. Και μάλιστα στην αγαπημένη μας συλλογή.
Τι σας έχει μείνει από την εμφάνιση σας στο Release Athens Festival; Ποιες διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στις ελληνικές και διεθνείς σκηνές;
A.M. Ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία η εμφάνισή μας στο Release Athens, παρά την ανυπόφορη ζέστη τη στιγμή που βγήκαμε στη σκηνή. Επίσης, ήταν τουλάχιστον σουρεαλιστικό το γεγονός ότι ο Andy McCluskey των OMD ήρθε να μας δει και στη συνέχεια πέρασε χρόνο μαζί μας στο backstage. Ένας καλλιτέχνης με τον οποίο μεγάλωσα και θαύμαζα το συγκρότημά του από τα 12 μου χρόνια.
Ν.Β. Ειδικά η ηλεκτρονική dance σκηνή έχει ένα παγκόσμιο χαρακτήρα. Οι διαφορές είναι μεγάλες αν μιλήσουμε για συγκροτήματα και καλιτέχνες.
Πώς βλέπετε τη ελληνική ηλεκτρονική σκηνή τα επόμενα χρόνια;
Α.Μ. Υπάρχει πάντα ζωντανή η underground πλευρά της dance σκηνής. Ενδεικτικά, αναφέρω τον Morah, με πολλά ιστορικά DJ sets και κυκλοφορίες στο ενεργητικό του καθώς και τον Re/act, που θα ανοίξει το live μας με το προσωπικό του project, και προέρχεται επίσης από αυτό τον χώρο. Μικρότερη αλλά επίσης σημαντική και η σκηνή της Θεσσαλονίκης, με το δίκτυο γύρω από O.S.M. Tapes, και καλλιτέχνες όπως ο Alpha Sect, που βρέθηκε πρόσφατα μαζί μας στην Ισπανία. Ελπίζω να συνεχίσει να υπάρχει και το αντίστοιχο κοινό που αντιστέκεται στην εμπορευματοποίηση, αναζητώντας πιο αυθεντικές και εναλλακτικές μουσικές εμπειρίες, ειδικά ανάμεσα στους νεότερους.
Ν.Β. Είμαι πάντα αισιόδοξος για οποιαδήποτε σκηνή είτε στην Ελλάδα είτε αλλού. Εννοώ είναι πάντα κάτι έξω από εμάς και δική του δυναμική. Κι αν μας ξεφύγει κάτι δεν πειράζει, θα το ανακαλύψουν οι επόμενοι.