
Λίγοι μουσικοί σήμερα μπορούν να ισχυριστούν ότι κουβαλούν στις αποσκευές τους τη σοφία της παράδοσης, το ρίσκο του πειραματισμού και το ηθικό βάρος της εποχής τους. Ο John Beasley είναι ένας από αυτούς.
Πιανίστας, ενορχηστρωτής, διευθυντής ορχήστρας, συνθέτης και παραγωγός, έχει διαγράψει μια ασύλληπτη διαδρομή που περνά από τον Miles Davis, τον Freddie Hubbard και τη Chaka Khan, μέχρι τους Steely Dan και τη δική του MONK’estra, μιας big band-ύμνο στη δημιουργική ανατροπή, που επανερμηνεύει το έργο του Thelonious Monk με ριζοσπαστική ελευθερία και τεχνική ακρίβεια.
Ο John Beasley είναι διπλά βραβευμένος με Grammy, με πολλές ακόμη υποψηφιότητες στο ενεργητικό του, είτε για τις ενορχηστρώσεις του, είτε για την καλλιτεχνική επιμέλεια έργων υψηλών απαιτήσεων. Πρόσφατα διακρίθηκε για τη μουσική του συμβολή στα Oscars και για διευθύνσεις συμφωνικών έργων που γεφυρώνουν τη τζαζ με τον κινηματογράφο και τη σύγχρονη σύνθεση. Εκτός σκηνής είναι βαθιά πολιτικοποιημένος και ευαισθητοποιημένος στα κοινωνικά ζητήματα. Για τον ίδιο, η μουσική είναι πρωτίστως μια πράξη επικοινωνίας και ψυχικής σύνδεσης, ένα μέσο κατανόησης του κόσμου και του εαυτού.
Με αφορμή την πρώτη του ατομική εμφάνιση στην Ελλάδα, στις 15 Μαΐου, στο Theatre of the NO (του οποίου την καλλιτεχνική διεύθυνση αναλαμβάνει από τον Σεπτέμβριο του 2025 ο Νίκος Φυτάς, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Βόλου, με έναν φιλόδοξο προγραμματισμό τριών ετών), μιλήσαμε με τον Beasley για τον Monk, για την πολιτική της ενορχήστρωσης, για τη μουσική ως μια γλώσσα που ενώνει ανθρώπους και εποχές. Γιατί για εκείνον, κάθε νότα είναι μια χειρονομία κατανόησης. Και κάθε project του, μια πράξη αγάπης και πνευματικής περιπέτειας.

Έχετε περιγράψει πολλές φορές τη μουσική του Thelonious Monk ως “απείθαρχη” αλλά και “ακριβολόγα”. Ποια ήταν η αρχική σπίθα που σας οδήγησε στη δημιουργία του MONK’estra και πώς προσεγγίσατε την αναδιατύπωση της κληρονομιάς του για μια σύγχρονη big band; Η σπίθα ήρθε σαν πολυρυθμικό χτύπημα στα πλευρά — ξαφνικό, εκτός κέντρου, αλλά βαθιά συντονισμένο. Η μουσική του Monk μιλούσε πάντα μέσα μου, όχι μόνο αρμονικά αλλά και πνευματικά. Οι συνθέσεις του είναι σαν origami: φαινομενικά απλές, αλλά διπλωμένες με τρόπους που, όταν τις ανοίγεις, αποκαλύπτουν ολόκληρους γαλαξίες. Η δημιουργία του MONK’estra δεν είχε να κάνει τόσο με την ενορχήστρωση των κομματιών του, όσο με το να μπω σε έναν διάλογο με τα φαντάσματά του — τις σιωπές του, τις ιδιορρυθμίες του, την αρχιτεκτονική του swing του. Δεν ήθελα να “εκσυγχρονίσω” τον Monk. Αυτό θα ήταν σαν να ξαναζωγράφιζες έναν Picasso. Αντίθετα, αντιμετώπισα τις συνθέσεις του σαν ζωντανούς οργανισμούς: ελαστικούς, εύκαμπτους, αλλά πάντα με το DNA τους άθικτο. Η φόρμα της big band μου έδωσε την παλέτα για να εξερευνήσω όχι μόνο το χιούμορ και τη δυσαρμονία του Monk, αλλά και την κομψότητά του — ενσωματώνοντας παράλληλα στοιχεία από hip-hop, Afro-Cuban και κινηματογραφικές γλώσσες. Ο στόχος; Να ακούσουν τα νεότερα αυτιά τη μεγαλοφυΐα του με τη δική τους γλώσσα, χωρίς να χαθεί ποτέ η αιχμηρότητα της φωνής του.
Οι ενορχηστρώσεις του MONK’estra ισορροπούν ανάμεσα στον σεβασμό προς το πνεύμα του Monk και στην τολμηρή καινοτομία. Πού τραβάτε τη γραμμή ανάμεσα στη διατήρηση της παράδοσης και την υπέρβασή της; Είναι σαν να περπατάς σε τεντωμένο σχοινί, σίγουρα. Η παράδοση είναι σαν το ριζικό σύστημα ενός δέντρου· συγκρατεί τα πάντα, τα θρέφει. Αλλά τα κλαδιά — η επέκταση, η αναζήτηση νέων οριζόντων — εκεί βρίσκεται η μαγεία. Για μένα, δεν πρόκειται ποτέ για επιλογή του ενός ή του άλλου. Είναι η κατανόηση ότι και τα δύο είναι αδιαχώριστα μέρη του ίδιου δέντρου. Στην περίπτωση του Monk, η ουσία του πνεύματός του δεν είναι κάτι που απλώς “διατηρείς”. Είναι ζωντανή στους χώρους ανάμεσα στις νότες, στην ένταση μεταξύ ρυθμού και μελωδίας, στην ωμή ειλικρίνεια του ήχου. Έτσι, παρόλο που επαναπροσδιορίζουμε τα κομμάτια του με νέα χρώματα, ρυθμούς και υφές, εξακολουθούμε να τιμούμε το συναίσθημα που προκαλεί η μουσική του — αυτό το αίσθημα του απρόβλεπτου, του «κάτι πρόκειται να συμβεί». Η γραμμή είναι ρευστή, σχεδόν αόρατη. Τιμάς την παράδοση μη χάνοντας ποτέ από τα μάτια σου γιατί έχει σημασία. Και μετά την υπερβαίνεις προσθέτοντας κάτι αυθεντικά δικό σου στη συζήτηση — κάτι που να ανήκει σε αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή. Η πρόκληση είναι να ξέρεις πότε η καινοτομία είναι προέκταση της παράδοσης και όχι απομάκρυνση από αυτήν.
Έχετε συνεργαστεί με θρύλους όπως οι: Miles Davis, Freddie Hubbard και Chaka Khan. Πώς αυτές οι συνεργασίες διαμόρφωσαν την κατανόησή σας για τη μουσική γλώσσα και την έκφραση; Το να δουλέψω με θρύλους όπως ο Miles, ο Freddie και η Chaka ήταν μία από τις μεγαλύτερες τιμές της ζωής μου, και ο καθένας τους μου δίδαξε κάτι μοναδικό. Ο Miles είχε αυτή την απίστευτη ικανότητα να λέει τόσα πολλά με τόσο λίγες νότες. Μου έμαθε ότι η δύναμη της μουσικής κρύβεται μερικές φορές σε αυτό που μένει ανείπωτο. Στους χώρους ανάμεσα στις νότες, στη σιωπή. Το να κάνεις κάθε ήχο να μετράει. Ο Freddie ήταν φωτιά. Το παίξιμό του ήταν σαν φυσικό φαινόμενο. Δεν έπαιζε απλώς τις νότες, ήταν ο ίδιος ο ήχος. Από εκείνον έμαθα να παίρνω ρίσκα. Να αγκαλιάζω την ένταση, το πάθος, την ακατέργαστη δύναμη του αυτοσχεδιασμού. Η Chaka Khan… η φωνή της είναι γεμάτη ψυχή και δύναμη. Μου έδειξε τη σημασία της σύνδεσης με το κοινό. Δεν τραγουδά, μιλά απευθείας στην ψυχή σου. Η ειλικρίνεια και η ευαλωτότητά της στη σκηνή είναι κάτι που με συγκινεί βαθιά. Μου θύμισε ότι η μουσική δεν είναι απλώς τεχνική, είναι μια ψυχική προσφορά. Από όλους αυτούς έμαθα πώς να προσεγγίζω τη μουσική με αλήθεια, με τον πιο ειλικρινή και αφοσιωμένο τρόπο.

Ο ρόλος σας ως ενορχηστρωτής είναι κεντρικός στην καριέρα σας. Πώς αντιλαμβάνεστε την ενορχήστρωση -όχι απλώς ως τεχνική ικανότητα, αλλά ως μορφή αφήγησης; Για μένα, η ενορχήστρωση είναι τρόπος να αφηγείσαι ιστορίες. Δεν σκέφτομαι μόνο πώς ακούγονται τα όργανα μεμονωμένα, αλλά πώς αλληλεπιδρούν για να δημιουργήσουν αφήγηση. Κάθε επιλογή -από τα όργανα έως τις διαμορφώσεις των φωνών- είναι μέρος μιας μεγαλύτερης ιστορίας που προσπαθώ να πω. Μια ορχήστρα ή μια big band είναι σαν σύνολο χαρακτήρων σε ένα θεατρικό έργο. Μιλάνε, διαφωνούν, συμφωνούν. Η ενορχήστρωση είναι η σκηνοθεσία αυτής της αφήγησης, με κορυφώσεις, ανατροπές, συναισθηματικά ξεσπάσματα ή λεπτές σιωπές. Η ενορχήστρωση είναι εργαλείο για να μεταδώσεις αυτό που οι λέξεις δεν μπορούν. Ένα σενάριο γραμμένο με ήχους.
Από τα jazz clubs μέχρι τις τελετές των Όσκαρ, έχετε κινηθεί με άνεση ανάμεσα σε είδη και πλαίσια. Ποιες προκλήσεις –και ποιες ελευθερίες– αντιμετωπίζετε όταν συνθέτετε ή διευθύνετε για κινηματογράφο ή συμφωνικά σύνολα, σε σχέση με τα μικρά jazz σχήματα; Η πρόκληση βρίσκεται στην απόσταση ανάμεσα στα περιβάλλοντα και στις προσδοκίες που έχει η μουσική μέσα σε κάθε πλαίσιο. Στα jazz σχήματα υπάρχει υπέροχη ελευθερία, όλα περιστρέφονται γύρω από τον αυτοσχεδιασμό, τη στιγμή, την αλληλεπίδραση. Η μουσική αναπνέει μαζί με τους μουσικούς. Αντιδράς στο δωμάτιο, στην ενέργεια, αφήνεις τα πράγματα να εξελιχθούν φυσικά. Υπάρχει αυτή η ωμή, οργανική αίσθηση. Αντίθετα, στον κινηματογράφο ή στη συμφωνική μουσική, υπάρχουν πιο αυστηρές δομές. Πρέπει να είσαι πιο σκόπιμος με κάθε νότα. Η μουσική εξυπηρετεί την αφήγηση, είτε ενισχύει τη συναισθηματική διαδρομή μιας ταινίας, είτε αποδίδει τη μεγαλοπρέπεια μιας συμφωνικής παράστασης. Η ελευθερία του jazz αυτοσχεδιασμού υποχωρεί μπροστά στη στόχευση και τη συνέπεια. Αλλά υπάρχει κι εκεί ομορφιά: στην κλίμακα, στην πολυπλοκότητα, στα στρώματα. Μπορείς να δημιουργήσεις πλούσιες υφές που δεν είναι εφικτές σε μικρό σχήμα. Η μουσική γίνεται κινηματογραφική, αφηγηματική. Γίνεσαι οδηγός συναισθημάτων για το κοινό. Η δυσκολία στον κινηματογράφο είναι οι προθεσμίες και η συνεργασία με τον σκηνοθέτη -πρέπει να ταιριάξεις το όραμά του με τη μουσική σου. Στη συμφωνική μουσική, η πρόκληση είναι ο χειρισμός μεγάλων δυνάμεων -δεκάδες μουσικοί, κάθε λεπτομέρεια μετράει. Αλλά κι αυτό έχει τη δική του έξαψη. Στο τέλος, κάθε πλαίσιο έχει άλλους κανόνες, αλλά και άλλες ελευθερίες. Στη jazz, είναι η στιγμή. Στη συμφωνική και στον κινηματογράφο, είναι ο κόσμος του ήχου που μπορείς να δημιουργήσεις. Και τα δύο είναι συναρπαστικά με διαφορετικό τρόπο.

Η δουλειά σας έχει βαθιές ρίζες στη jazz, αλλά αγγίζει και ευρύτερα πολιτισμικά και πολιτικά θέματα. Πώς βλέπετε τον ρόλο του καλλιτέχνη σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής ή παγκόσμιας αβεβαιότητας; Σε τέτοιες εποχές, ο ρόλος του καλλιτέχνη γίνεται πιο ουσιαστικός από ποτέ. Η τέχνη -και ειδικά η μουσική- ήταν πάντα καθρέφτης της κοινωνίας. Μπορεί να προσφέρει θεραπεία, έκφραση, μεταμόρφωση. Η jazz, με τις ρίζες της στην αφροαμερικανική κουλτούρα και το ιστορικό της ως φωνή αντίστασης και ενδυνάμωσης, έχει ιδιαίτερο ρόλο. Δεν δημιουργούμε μόνο για ψυχαγωγία. Σε δύσκολες εποχές, η μουσική γίνεται εργαλείο σκέψης και συναισθηματικής επεξεργασίας. Είναι τρόπος να διοχετεύσουμε τον θυμό, την ελπίδα, τη λύπη, την αγωνία, με τρόπο που να αγγίζει πέρα από τις λέξεις. Η μουσική μπορεί να γίνει μια σιωπηλή κραυγή, μια προσευχή, μια σπίθα. Ο καλλιτέχνης μπορεί να σταθεί έξω από το χάος και να προσφέρει νόημα. Να ρίξει φως. Και η jazz, ως ζωντανός αυτοσχεδιαστικός διάλογος, είναι ιδανική για αυτό. Είναι αντίδραση στον παλμό της εποχής. Ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να μιλήσει την αλήθεια, να ταρακουνήσει τα δεδομένα, να υπενθυμίσει την κοινή μας ανθρωπιά. Η μουσική μπορεί να είναι παρηγορητική αλλά και να προκαλεί. Να εμπνέει και να κινεί αλλαγές. Αν δεν το κάνουμε αυτό, τότε τι κάνουμε πραγματικά;
Πολλά έργα σας βασίζονται στον διάλογο, ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, στην jazz και την κλασική, στον αυτοσχεδιασμό και τη δομή. Τι σημαίνει για εσάς ο όρος “συνομιλία” στη μουσική; Για μένα, η “συνομιλία” είναι το παν. Είναι η καρδιά της σύνθεσης και της ερμηνείας. Η μουσική είναι ανταλλαγή, ανάμεσα σε ήχους, ιδέες, συναισθήματα, κουλτούρες και ανθρώπους. Η jazz το ενσωματώνει αυτό στον πυρήνα της. Ο αυτοσχεδιασμός είναι ακρόαση και ανταπόκριση, δεν είναι ποτέ μονόλογος. Με έργα όπως το MONK’estra, ο διάλογος είναι πολυεπίπεδος. Με τον Monk, την παράδοση, τους σημερινούς μουσικούς, το κοινό. Είναι τρόπος να τιμήσεις το παρελθόν και να εμπλακείς στο παρόν. Ακόμα και σε κλασικά ή κινηματογραφικά πλαίσια, υπάρχει συνομιλία: ανάμεσα στα όργανα, στη μελωδία και την αρμονία, στη δομή και την ελευθερία. Η μουσική είναι ένας ζωντανός διάλογος, και κάθε φράση είναι αντίδραση στην προηγούμενη. Όπως κάθε καλή συζήτηση.

Έχετε πει ότι η μουσική αφορά την ανθρώπινη σύνδεση. Σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία μεσολαβεί συχνά στις επαφές μας, πώς διατηρείτε τη συναισθηματική οικειότητα μέσα από τον ήχο; Η τεχνολογία αλλάζει συνεχώς τον τρόπο που ακούμε και δημιουργούμε μουσική, αλλά ο πυρήνας της σύνδεσης δεν αλλάζει. Αυτό που κάνει τη μουσική τόσο ισχυρή είναι ότι αγγίζει τα συναισθήματα. Κάτι κοινό σε όλους μας. Σε μία ζωντανή εμφάνιση η σύνδεση είναι άμεση. Νιώθεις την ενέργεια του κοινού, την ανταλλαγή. Αυτό δεν το αντικαθιστά καμία οθόνη. Ακόμα και όταν δουλεύω με τεχνολογικά μέσα -ηλεκτρονικά εφέ, samples- η πρόθεσή μου είναι να ενισχύσω τη σύνδεση, όχι να την αντικαταστήσω. Η τεχνολογία είναι εργαλείο, όχι σκοπός. Όταν η πρόθεση είναι αληθινή, το συναίσθημα φτάνει πάντα στον ακροατή. Και αυτό διατηρεί τη μουσική ζωντανή και ανθρώπινη.
Αυτή θα είναι η πρώτη σας σόλο εμφάνιση στην Ελλάδα. Τι μπορεί να περιμένει το ελληνικό κοινό από τη συναυλία σας στο Theatre of the NO και τι σας ιντριγκάρει περισσότερο από την εμπειρία αυτή; Είμαι ενθουσιασμένος. Έχω ξαναέρθει στην Ελλάδα και με έχει γοητεύσει η πολιτιστική της πυκνότητα, η αγάπη για τις τέχνες. Η εμφάνιση στο Theatre of the NO θα είναι ένα ταξίδι, μία εξερεύνηση του ήχου και των σιωπών του. Θα παίξω με δύο εξαιρετικούς μουσικούς, τον Serras Bellos στα τύμπανα και τον Manos Loutas στο κοντραμπάσο. Έχουμε χημεία και θα αυτοσχεδιάσουμε σε πραγματικό χρόνο, δημιουργώντας μια δυναμική εμπειρία. Με ησυχίες και εντάσεις, δομή και ελευθερία. Αυτό που περιμένω πιο πολύ είναι η ενέργεια του ελληνικού κοινού. Κάθε κοινό είναι μοναδικό και καθορίζει τη ροή της βραδιάς. Και φυσικά, είμαι περίεργος να ζήσω τον ίδιο τον χώρο. Το Θέατρο του ΝΟ έχει φήμη δημιουργικής φόρτισης.
Κοιτώντας μπροστά, υπάρχουν νέες κατευθύνσεις ή συνεργασίες που ονειρεύεστε να εξερευνήσετε; Υπάρχουν είδη ή καλλιτέχνες που σας συναρπάζουν ή σας προκαλούν ακόμα; Το όμορφο στη μουσική είναι ότι η πορεία δεν τελειώνει ποτέ. Υπάρχουν πάντα νέοι δρόμοι και με εμπνέει η ανάμειξη των ειδών. Θα ήθελα να εξερευνήσω περισσότερο το Afrobeat και τους λατινογενείς ρυθμούς σε διάλογο με τη jazz. Η ρυθμική τους ενέργεια με συνεπαίρνει. Με συναρπάζουν και οι νέες γενιές μουσικών, έχουν φρέσκια φωνή και καινοτομία. Θέλω να συνεργαστώ μαζί τους, να μάθω από τη ματιά τους. Επίσης με γοητεύει η ιδέα να δουλέψω με μουσικούς από άλλες παραδόσεις -ινδική κλασική μουσική, αφρικανικά ιδιώματα. Εκεί, η μελωδία και ο ρυθμός ακούγονται αλλιώς, και η συνομιλία με τη jazz μπορεί να γεννήσει κάτι μοναδικό. Η μαγεία είναι πάντα στο άγνωστο. Κι αυτό κυνηγάω.