Αν υπάρχει κάτι κοινό στο χαρακτήρα κάθε κειμένου (ερασιτεχνικής ή επαγγελματικής φύσεως) που έχει γραφτεί για την πορεία του Κωνσταντίνου Β. στη μουσική, είναι αυτός ο βιωματικός τρόπος που βρίσκει ο καθένας από εμάς για να εκφράσει όσα ένιωσε όταν κατέβασε για πρώτη φορά τη βελόνα στο πικάπ και άκουσε το «Κλεμμένο Ποδήλατο» ή το «Νέα Ζωή 705» - αυτά είναι η προσωπική μου αφετηρία με την δισκογραφία του. Ίσως να μην μπορεί να γίνει κι αλλιώς. Ο Κωνσταντίνος κι η παρέα του ήταν κάτι τελείως διαφορετικό για την εγχώρια παραγωγή, αφού ό,τι ηλεκτρονικής υφής μουσική υπήρχε ήταν ή πολύ μινιμαλιστική για τα γούστα μας (Ξενάκης) ή υπερβολικά «post» για τα νεανικά αυτιά που δεν γούσταραν αρκετά τις θετικές επιστήμες ώστε να κολλήσουν με «άλυτες ασκήσεις φυσικής» που τραγουδούσε η Λένα Πλάτωνος (για όσα συνέβαιναν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ή την ύπαρξη της Laurie Anderson ούτε κουβέντα). Οτιδήποτε άλλο είχε προϋπάρξει (τα αναλογικά πειράματα της Αθήνας των 80s ή η παρέα του Βαγγέλη Κατσούλη) ήταν σχεδόν αδύνατο να εντοπιστεί αν δεν ζούσες στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα αν δεν δούλευες σε δισκάδικο του κέντρου.
Απ’ το τέλος των Στέρεο Νόβα στα τέλη των 90s, ο Κ.Β. συνέχισε το δικό του δρόμο, ο οποίος πέρα από μια χούφτα άψογους δίσκους τον οδήγησε στο θέατρο και τον κινηματογράφο αλλά και σε έναν άλλο δρόμο, αυτόν του κλασικού τραγουδοποιού που πιάνει την κιθάρα του και τραγουδάει. Αυτό όμως που δεν άλλαξε ποτέ είναι η, εκ γενετής απ’ ότι φαίνεται, χαμηλών τόνων προσωπικότητα του που ποτέ δεν είπε μια παραπανίσια κουβέντα - ούτε σε αυτή τη συνέντευξη το κάνει, ακόμα κι αν οι απαντήσεις του είναι κάθε άλλο από σύντομες. Φαντάζομαι κάπως έτσι είναι οι ωραίοι άνθρωποι, άμεσοι, ευγενικοί και με ένα σεβασμό προς αυτούς που τους απευθύνουν το λόγο. Με αφορμή, λοιπόν, την κυκλοφορία του νέου του δίσκου με τίτλο Ομόνοια (ΕΜΙ), ο Κ.Βήτα μιλάει στην Popaganda για όσα ήθελε να πετύχει με τα νέα του τραγούδια, την πορεία του ως καλλιτέχνη μέχρι σήμερα, και φυσικά, για όσα έχει πάντα στο ψυγείο του.
Τί συμβολίζει για σένα αυτή η στρογγυλή πλατεία που δίνει τον τίτλο στον καινούργιο σου δίσκο; Ήταν λίγες μόνο ώρες πριν φύγει για το τυπογραφείο το εξώφυλλο που αποφάσισα να βγάλω το άλμπουμ «Ομόνοια». Σχεδόν τελευταία στιγμή αποφασίζω τους τίτλους. Έγραψα και ηχογράφησα το άλμπουμ στην Πλ. Βικτωρίας και πέρασα ένα μεγάλο διάστημα σε όλους τους δρόμους εκεί γύρω. Επίσης μου άρεσε και η έννοια της ίδιας της λέξης. Έχει κάτι στρογγυλό, είναι σαν να μαζεύονται όλα γύρω από ένα κύκλο. Έχει μια συμμετρία, κάτι που νόμιζα πως έλλειπε από το άλμπουμ. Η ηχογράφηση ενός άλμπουμ είναι λίγο σαν μια ακατάστατη υπόθεση, η αρχική ιδέα ήταν να φτιάξω ένα ορχηστρικό άλμπουμ αλλά μετά προέκυψαν και κάποια τραγούδια και έτσι όλα ανατράπηκαν. Μέσα σε όλη αυτή την ανακατωσούρα όπου όλα ήταν σαν καλώδια μπερδεμένα, η λέξη αυτή ήρθε για να βάλει μια τάξη. Σε αρκετά κομμάτια νόμιζα πως έβλεπα τους δρόμους, τους ανθρώπους, βίωνα το συναίσθημα του κόσμου, στιγμιότυπα και αποσπάσματα που κάποιες φορές δημιούργησαν στίχους μέσα μου έγιναν η αφορμή για τον τίτλο αυτό. Στο εξώφυλλο του άλμπουμ προσπάθησα να δώσω μια άλλη διάσταση, βάζοντας δυο δίδυμους σε αντίθετη κατεύθυνση και ανάμεσα τους, δύο πυροβολισμούς. Κάπως έτσι.
Αν πούμε ότι ο προηγούμενος δίσκος σου εστίαζε στο σκληρό καλοκαίρι της κρίσης (π.χ. στην «Ένδεια» ή τα «Ατελείωτα Χρυσάνθεμα»), και η Χρυσαλλίδα στην κρίση της αστικής τάξης, έχει η Ομόνοια κάποια σταθερή θεματική γραμμή στο μυαλό σου; Νομίζω πως η Ομόνοια στο βάθος περιέχει συνθέσεις και στίχους που κεντρικό άξονα έχουν την ασάφεια, την σύγχυση ίσως ενός μικρόκοσμου που προσπαθεί να αναπνεύσει. Ίσως η «Μονοχρωμία» που ήταν και το πρώτο σινγκλ του άλμπουμ, μέσα από τους στίχους έδωσε το στίγμα σε όλες τις υπόλοιπες συνθέσεις κατά κάποιο τρόπο. Είναι σαν ένα άδειο γραφείο τη νύχτα όπου οι σκιές βγάζουν φωτοτυπίες. Είναι σχετικά νωρίς ακόμα για να καταλάβω τι έκανα σε αυτό το άλμπουμ. Όλοι αντιλαμβάνονται κάτι άλλο από αυτό που κάνει ο μουσικός, οπότε είναι οκ.
Απ’ τις μέρες που τραγούδαγες το «Μάθημα» μέχρι το νέο «Απέραντο Άσπρο», έχεις χρησιμοποιήσει, συχνά θα έλεγα, τη φωνή σου πειραγμένη. Υπάρχει κάποιο σκεπτικό που θα μπορούσες να μας περιγράψεις και σε οδηγεί σε αυτή την επιλογή; Το «Απέραντο Άσπρο» είναι ένα παλιό τραγούδι. Θα μπορούσε να είναι ένα τραγούδι δίπλα στο «Μάθημα» γιατί και τα δύο διαπραγματεύονται την αταξία. Στο «Απέραντο Άσπρο» πέρασα την φωνή πρώτη φορά μέσα από έναν ενισχυτή με distortion και δεν την ηχογράφησα ξανά. Έτσι και έμεινε μιας και μου άρεσε αυτή η δυναμική που έβγαινε μέσα από τον θόρυβο. Είχε το συναίσθημα που έχει και ο ήρωας του τραγουδιού που βρίσκεται σε καταδίωξη, σε μια κατάλευκη απόγνωση, σε μια παραίσθηση. Αναρωτιέται αν έχει συνείδηση μέσα σε αυτά που τον περιστοιχίζουν ή ζει στο αντιφέγγισμα ενός κόσμου σε πλάνη. Ήθελα να είναι σαν ένα Atari game της δεκαετίας του 80, για αυτό και τα υλικά του είναι όλα παλιομοδίτικα, σαν πρώιμο breakbeat house με ήχους από ένα Poly Korg 800, του 80 επίσης.
Στο «Σημείο Ζωής» έλεγες «…είμαι τόσο μόνος/που κανείς δεν με γλυτώνει». Στα φετινά «Μεσάνυχτα» επιστρέφεις στο στίχο, τον οποίο κλείνεις διαφορετικά. Υπάρχει στο μυαλό σου, κατά κάποιο τρόπο μια σύνδεση, ένα κοινό μεταξύ των δύο τραγουδιών; Είναι αλήθεια, ξαναγράφω πολλές φορές τα ίδια πράγματα, είναι σαν εμμονές που με κυνηγούν. Έχω γράψει αρκετά τραγούδια σε αυτοκίνητα τη νύχτα. Μου αρέσει να γράφω τραγούδια για δρόμους, διαδρόμους, νυχτερινές καταστάσεις - σε πολλά τραγούδια το κάνω. Πολλές φορές πιστεύω πως όλα μου τα τραγούδια, από «Το κλεμμένο ποδήλατο» μέχρι και σήμερα, είναι ένα και μόνο τραγούδι. Νιώθω πως όλα συνδέονται παρ’ όλες τις διαφορές τους, αλλά στην ουσία έχω γράψει ένα τραγούδι σε όλη τη ζωή μου που ακόμα δεν έχει σταματήσει, κάπως έτσι. Πολλά διαπραγματεύονται την έλλειψη ουσίας, το έλλειμμα της αγάπης, την προσπάθεια να υπάρχει επίγνωση, την μοναξιά που υπάρχει μέσα στο παροδικό, το εφήμερο, πολλά από αυτά είναι τραγούδια για την παρακμή.
Σκέφτεσαι ποτέ ότι μπορεί η «Αθήνα να πάψει να σου μοιάζει»; Αν ναι, τι θα έκανες; Είναι ο στίχος από το «Όλα Πριν Γίνουν», αλλά θα μπορούσε να είναι στίχος και από το «Απέραντο Άσπρο». Ήταν ένα βράδυ που διασχίζαμε με ένα αυτοκίνητο την παραλιακή στις αρχές του 2000, καλοκαίρι για να πάμε σε ένα κλαμπ με άλλα τρία άτομα. Ήταν ένα βράδυ που κατέληξε περίεργα ενώ το πρωί με βρήκε να κοιτάζω τον ήλιο σε μια στροφή της Βουλιαγμένης. Μου αρέσει η Αθήνα, είναι η πόλη μου, όλα μου τα τραγούδια περιέχουν κομμάτια της κατά κάποιο τρόπο. Μακάρι να μπορούσα να μοιάσω στην υπομονή, την ταπεινότητα και την καλοσύνη που περιέχει μέσα από όλα αυτά που έχει περάσει. Είναι σαν μια μητέρα που κανείς δεν την υπολόγισε σωστά, δεν άκουσε το αληθινό της τραγούδι.
Έκανες τη μουσική για το νέο ντοκιμαντέρ του Κουτσαφτή, όπως είχε συμβεί και πριν από αρκετά χρόνια με την Αγέλαστο Πέτρα. Πόσο διαφορετικά προσεγγίζεις μια τέτοια δουλειά, συγκριτικά τουλάχιστον με όσα έχεις κάνει στο θέατρο και τον κινηματογράφο; Ο Φίλιππος Κουτσαφτής είναι ένας υπέροχος άνθρωπος με μια σπάνια ματιά που φαίνεται και στις ταινίες του. Έχει το χάρισμα να ενώνει και να βρίσκεται πάνω από τη στιγμή. Απλά τον ακούω και προσπαθώ να μπω στον κόσμο του ώστε να βρω αυτή τη συχνότητα που θα είναι η πιο σωστή για την εικόνα του. Με κάθε σκηνοθέτη όμως είναι διαφορετικά, προσπαθώ να μπω στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Προσπαθώ σε κάθε δουλειά όπου υπάρχει ένας σκηνοθέτης να ακολουθώ τις κινήσεις του χεριού του, τις σκέψεις του, προσπαθώ να συνεργάζομαι, με ό,τι σημαίνει αυτή η λέξη. Έχω μάθει πολλά πράγματα μέσα από τις συνεργασίες μου στον κινηματογράφο και το θέατρο και έγραψα συνθέσεις που δεν θα τις έκανα αν δεν ήταν αυτοί.
«Μου αρέσει η Αθήνα, είναι η πόλη μου, όλα μου τα τραγούδια περιέχουν κομμάτια της κατά κάποιο τρόπο. Μακάρι να μπορούσα να μοιάσω στην υπομονή, την ταπεινότητα και την καλοσύνη που περιέχει μέσα από όλα αυτά που έχει περάσει. Είναι σαν μια μητέρα που κανείς δεν την υπολόγισε σωστά, δεν άκουσε το αληθινό της τραγούδι.»
Έχεις γράψει μουσική για πολλές παραστάσεις και μόνο τέσσερις απ’ αυτές (αν δεν ξεχνάω κάτι) έχουν βρει το δρόμο τους προς την επίσημη δισκογραφία σου. Γιατί δεν επιχείρησες να καταγράψεις περισσότερες; Είναι τεχνικοί οι λόγοι που σε απέτρεψαν; Αν οι συνθήκες ήταν ιδανικές ποια θα επέλεγες να βγάλεις αύριο κιόλας; Νομίζω ένας σημαντικός λόγος είναι ότι δεν υπάρχει κοινό για να αγοράσει πιο ιδιαίτερες μουσικές, δηλ. θεατρικές ή κινηματογραφικές. Οι παραγωγοί δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτό το κομμάτι και έτσι πολλά μουσικά θέματα βρίσκονται κλεισμένα στα συρτάρια των συνθετών. Στις μικρές παραστάσεις που έκανα δεν υπήρχε περίπτωση για κάτι τέτοιο. Μπορεί κάποια στιγμή να φτιάξω ένα άλμπουμ με όλα αυτά τα μουσικά θέματα. Αν μου έλεγαν να βγάλω αύριο κάποιο απ’ όλα αυτά θα διάλεγα το «Καθαροί Πια» από την παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή που ήταν βασισμένη στο θεατρικό έργο της Sarah Kane «Cleansed». Αυτό ναι, είναι από τα αγαπημένα μου soundtrack που είχα φτιάξει. Άρεσε πάρα πολύ και στον Λευτέρη, έλεγε πάντα πως αυτή ήταν από τις πιο αγαπημένες του παραστάσεις και πιστεύω πως ήταν. Ήταν για όλους όσους είχαμε συνεργαστεί τότε μια πολύ δυνατή εμπειρία, πολύ ιδιαίτερη και λόγω του κόσμου της Sarah Kane.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως με το Για Σένα Με Αγάπη άνοιξες έναν νέο μουσικό κύκλο, αφήνοντας κάπως στην άκρη το ηλεκτρονικό παρελθόν σου, κάτι που επιστρέφει σήμερα. Αναγνωρίζεις κι εσύ στην πορεία σου καθαρές δημιουργικές περιόδους ή για σένα δεν υπάρχουν όλα αυτά; Το πρώτο μου σόλο άλμπουμ ήταν η Σούπερ Στέλλα, ένα άτυχο LP που είχε πολλά εμπόδια και προβλήματα στην κυκλοφορία του. Ήταν ένα ηλεκτρονικό άλμπουμ γραμμένο σχεδόν με ένα Atari και ένα παλιό mac. Το Για Σένα Με Αγάπη ήταν το δεύτερο μου σόλο, το 2002. Πολύ πειραματικό άλμπουμ με κανένα concept θα έλεγα. Νομίζω πως δεν το αντιλαμβάνομαι έτσι όπως το θέτεις, απλά κάθε φορά για μένα είναι σαν μια πρώτη φορά. Θεωρώ πως όλη μου η δισκογραφία είναι μια ακατάστατη υπόθεση, σκόρπια πράγματα εδώ κι εκεί, διαφορετικά label. Υπήρχαν περίοδοι που ήμουν πολύ ασταθής και αρκετά άλμπουμ μου είναι πειραματικά, όμως νομίζω πως αυτό είναι που δίνει τελικά μια σύσταση σε όλη μου την δισκογραφία. Πολλές φορές είναι σαν μια αποθήκη όπου μπορείς να βρεις διάφορα πράγματα. Παίζει ρόλο πως το βασικό μου όργανο είναι η κιθάρα που είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με τους υπολογιστές και εκεί βρίσκεται όλη μου η σύγκρουση σε σχέση με την σύνθεση. Θα ήθελα πολύ να είχα κάνει ένα φολκ άλμπουμ μόνο με κιθάρα, αλλά από την άλλη όταν βρίσκομαι μπροστά στον υπολογιστή μπορώ να κάθομαι όλη την ημέρα και να δοκιμάζω μπασογραμμές πάνω σε ρυθμούς και να χάνομαι κυριολεκτικά στις άπειρες παραμέτρους ενός συνθετικού ήχου. Νομίζω όμως πως αυτή η σύγκρουση ανάμεσα στο ακουστικό και την ηλεκτρονική δημιουργούν τελικά αυτό το στοιχείο που έχει η μουσική μου.
Πρόσφατα έβγαλες έναν disco influenced δίσκο ως Rolla Scape. Σκοπεύεις να το συνεχίσεις; Αυτό είναι ένα από τα πολύ αγαπημένα μου πράγματα γιατί δεν είμαι ο Κ.Βήτα με τους στίχους αλλά ένα άλλο μου κομμάτι που απλά αφέθηκε στα συνθ. Είναι κάτι που μπορεί να το ξανακάνω, το επιδιώκω, ίσως λίγο αργότερα. Υπάρχουν κάποιες ωραίες συνθέσεις εκεί και γενικά είχα περάσει πολύ όμορφα φτιάχνοντάς το. Και εκεί δεν βρέθηκε το κοινό για αυτή τη μουσική. Η ντίσκο ορχηστρική μουσική έχει πάψει εδώ και πολλά χρόνια να έχει κάποιο νόημα. Όλοι ζητούν ένα ρεφρέν, ένα ρυθμό για να μπορέσουν να βρουν χώρο για το συναίσθημά τους και νομίζω πως είναι ένα στοιχείο της σημερινής μουσικής κατάστασης που έχει διαμορφώσει τα πάντα.
Συνεχίζοντας πάνω σε αυτό, και γνωρίζοντας πως στο παρελθόν έβγαλες ανώνυμα δίσκους (ξέρω μόνο για το Quaker), σκέφτηκες να το διαθέσεις κι αυτό χωρίς να γνωρίζουμε ότι κρύβεσαι εσύ πίσω απ’το δίσκο; Είναι ένα πολύ παλιό σίνγκλ του 1993 που δεν είχε καμία τύχη. Αυτά συμβαίνουν μια φορά και αυτό είναι. Έχω δύο κόπιες σπίτι μου, κάπου.
Πλησιάζει ο καιρός της δουλειάς που θα κάνεις πάνω στο ρεμπέτικο. Ποια είναι η σχέση σου με αυτή τη μουσική; Ήταν κάτι που σκεφτόσουν καιρό ή πρόκειται περί μιας πρότασης που σου φάνηκε ενδιαφέρουσα; Με το που τέλειωσα την Ομόνοια καταπιάστηκα με αυτό και πραγματικά δεν πρόλαβα να χαρώ την κυκλοφορία γιατί έχω πολύ δουλειά με την Σάλα, Σάλα όπως ονομάσαμε το πρότζεκτ. Θα είναι τρία κονσέρτα στην κεντρική αίθουσα της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, στις 3, 4 και 6 Ιουνίου. Θα παίξει ζωντανά ένα ηλεκτρικό κουαρτέτο, είναι μουσική για φυσικό πιάνο, φαρφίσα, ηλεκτρικό μπάσο, ηλεκτρική κιθάρα και θέρεμιν. Πρόκειται για ένα μικρό αφιέρωμα, έναν μουσικό διάλογο για δύο γυναίκες του ρεμπέτικου, την Μαρίκα Παπαγκίκα και την Σωτηρία Μπέλλου. Η μία έζησε και ηχογράφησε στην Νέα Υόρκη και η άλλη στην Αθήνα του πολέμου και των αλλαγών. Είναι μια ανάθεση από την Στέγη για ένα σπάνιο κομμάτι της ελληνικής μουσικής με μια σύγχρονη προσέγγιση. Πήρα ανθρώπους που δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη σχέση με το ρεμπέτικο, όπως τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Αγγελιδάκη και τον εικαστικό Άγγελο Πλέσσα ώστε όλοι μαζί να δημιουργήσουμε ένα workshop πραγματικά απελευθερωμένο και σύγχρονο. Τα τραγούδια θα ερμηνεύσει η Θεοδώρα Μπάκα κι εγώ.
Μια σύντομη σκέψη για τους παρακάτω:
Pet Shop Boys : Α.., σούπερ - είναι από τα αγαπημένα μου γκρουπ.
David Bowie: Κομμάτι της εφηβείας μου, έχω επηρεαστεί από τη μουσική του, μια από τις πιο σπάνιες φωνές του αιώνα μας και ένας κορυφαίος τραγουδοποιός.
Laurie Anderson: Ένας Μεγάλος Καλλιτέχνης. Πολύπλευρη σαν Οκτάγωνο και άμεση σαν ταμίας των διοδίων.
Carl Craig: Στυλίστας, πρωτοπόρος, ήταν μέσα στους μουσικούς που με ώθησαν να πιάσω τα συνθ.
Σε παλιότερη συνέντευξη σου, όταν σε ρώτησαν ποια ερώτηση συνήθιζες να κάνεις την περίοδο που εργαζόσουν ως δημοσιογράφος είχες πεις το εξής, το οποίο και σε ρωτάω: Τι είναι αυτό που δεν θες να σου λείπει ποτέ απ’ το ψυγείο σου; Α ναι, αλήθεια είναι… Κατσικίσιο γιαούρτι.
Ποιο βιβλίο βρίσκεται στο κομοδίνο σου; Andy Warhol - The Philosophy of Andy Warhol (From A to B and Back Again).
Τι έπεται για σένα καλλιτεχνικά το προσεχές διάστημα; Συναυλίες, μίξεις, στούντιο, και μακάρι λίγες διακοπές σε κάποιο χωριό.