Τα 13 τραγούδια του Καρυωτάκη ήταν ο πρώτος δίσκος που ηχογράφησε η Λένα Πλάτωνος, αλλά ο δεύτερος που κυκλοφόρησε, για λόγους που ανήκουν πια στην ιστορία. Απόψε, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 90 χρόνων από την αυτοκτονία του ποιητή, στον Παρνασσό αυτά τα τραγούδια θα ακουστούν ξανά στα πλαίσια ενός αφιερώματος στον ιδανικό αυτόχειρα ποιητή. Εξαιρετική αφορμή να συνομιλήσουμε με τη Λένα Πλατωνος, αυτή τη φορά λιγότερο για το παρελθόν, και περισσότερο για το παρόν και το μέλλον, για προγραμματισμένες δράσεις, σχέδια και όνειρα. Κι η συζήτηση υπήρξε όπως πάντα συναρπαστική.
Σε σχέση με την τελευταία μας συνάντηση, τουλάχιστον σε ότι αφορά το δημόσιο κομμάτι, τα πράγματα δείχνουν να σου πηγαίνουν όλο και καλύτερα. Ναι, είναι, επαγγελματικά. Μέχρι που πήρα κι ένα βραβείο προ ημερών, από το Διεθνές Φεστιβάλ Ψηφιακού Κινηματογράφου για τη μουσική μου σε ένα έργο video art.
Την έχουμε ακούσει; Ακούστηκε στην Αλκυονίδα προ καιρού, όταν προβλήθηκε το έργο. Όσον αφορά τη δουλειά μου, τα πράγματα πάνε συνεχώς καλύτερα, σε ότι έχει να κάνει με τη διάδοση. Όταν είχαμε ξαναμιλήσει, θυμάσαι πως ήμουνα στις πρώτες μου χαρές, με βρήκες στα χάι μου γιατί έρχονταν από το εξωτερικό τα νέα. Τώρα με καλούν σε φεστιβάλ έξω και τέτοια. Πάει πολύ καλά η δουλειά μου εκεί. Διαβάζω και τα λόγια, πράγμα που είναι περίεργο, αλλά μου δίνει κι ένα θάρρος σαν ελληνίδα, γιατί δεν είναι στα αγγλικά – έχουν μεταφραστεί, αλλά το πράγμα πάει μπροστά με την ελληνική γλώσσα. Είναι πολύ σημαντικό. Αντιθέτως, τα κομμάτια που έχω κάνει σε ποίηση της Ντίκινσον δεν έχουν βγει ακόμα σε δίσκο. Κάπου κολλάει αυτό, αν και το έχω στείλει σε διάφορες εταιρίες. Ίσως επειδή δεν είναι χορευτική μουσική. Γιατί τα άλλα, που προχωράνε πολύ καλά, προχωράνε και μέσω των remix που γίνονται, τα οποία τα μεταβάλλουν σε χορευτικά. Από τους Red Axes,τη Lena Willikens.
Κι από τότε επανεκδόθηκαν και οι Μάσκες Ηλίου… Ναι. Και στις 21 Μαΐου, στη γιορτή μου – το έκανε επίτηδες ο Josh Cheon, ο διευθυντής της Dark Entries – επανεκδίδει τα Λεπιδόπτερα. Κι έχει πάρει και ανέκδοτο υλικό που βρήκα. Βρήκα ωραία πράγματα, από το ’82-83 και μετά, του τα έδωσα και θα τα εκδώσει μετά τα Λεπιδόπτερα. Άλλα είναι από το ραδιόφωνο, άλλα τα έφτιαχνα μόνη μου. Γύρω στο Δεκέμβρη βρήκα τις κασέτες, του τις έδωσα και τις ψηφιοποίησε και θα το προχωρήσει. Ήταν πανευτυχής, γιατί μου το ζητούσε καιρό: άλλα πράγματα δεν έχεις; μου έλεγε. Κι εγώ του έλεγα πως δεν έχω. Και μια μέρα κατεβάζω κασέτες και λέω: Άι σιχτίρ! Κι όταν τα άκουσα, δεν το πίστευα ότι έχω αυτό το υλικό.
Δεν τα θυμόσουν; Όχι. Ήταν και για μένα μια ωραία έκπληξη.
Είναι γνωστό τι αντίδραση είχαν προκαλέσει οι Μάσκες Ηλίου όταν είχαν πρωτοβγεί. Νιώθεις τώρα να παίρνεις την εκδίκησή σου; Μια μικρή εκδικητικότητα ναι. Εγώ την αισθανόμουν και τότε, με το που τις έβγαλα. Γιατί παρ’ όλες τις αντιδράσεις είχα κάνει το δικό μου. Τις έβγαλα. Τώρα βέβαια αισθάνομαι πολύ δικαιωμένη. Δεν ξέρω αν είδες το λπ, το ντοκιμαντέρ. Οι Μάσκες Ηλίου ήταν η μουσική σπονδυλική στήλη της ταινίας.
Αλήθεια, το ντοκιμαντέρ πώς έγινε; Από τότε που ο σκηνοθέτης, ο Χρήστος Πέτρου, ήταν 14-15 ετών, του είχε καρφωθεί η ιδέα. Είναι και Λέων αυτός, κι όταν τους μπαίνουν ιδέες γίνονται έμμονες ιδέες. Το 2006, όταν έβγαλα το βιβλίο Τα λόγια μου, είχαμε κάνει με το Χρονά την παρουσίαση στο Fnac. Ήταν η πρώτη μου έξοδος μετά από πολλά χρόνια. Ο Χρήστος ήταν εκεί, και ήρθε με το βιβλίο προς υπογραφήν. Του το υπέγραψα κι εκείνος μου έδωσε το τηλέφωνό του και πήρε το δικό μου, και μου είπε: είμαι σκηνοθέτης και θα ήθελα να σε συναντήσω. Από τότε είχαν μπει τα θεμέλια. Συναντήσαμε πολλές δυσκολίες, δεν ήταν δρόμος γεμάτος άνθη. Πήγαμε μπρός-πίσω, μαλώσαμε λίγο, τα ξαναφτιάξαμε. Προχωρούσε όμως. Κι έγινε με τον καλύτερο τρόπο. Ευτυχώς που άργησε, γιατί βγήκαν εν τω μεταξύ κι οι δίσκοι μου έξω και μίλησε και με τον εταιριάρχη, και με τους Red Axes. Και τώρα η ταινία θα ταξιδέψει.
Καινούρια μουσική γράφεις; Αυτό που έφτιαξα φέτος το έκανα ορμώμενη από το θάνατο της Βίκυς, της οικιακής βοηθού μου που τόσο με βοήθησε. Ήταν πολύ μεγάλο γεγονός για μένα, τρομερό και φοβερό. Κι έγραψα το Θανάτω Θάνατον Πατήσας. Είχα πολλά χρόνια να γράψω και να εκδώσω δικά μου λόγια. Μου το έλεγε κι ένας φίλος γιατρός, που παίζει καταπληκτικό πιάνο. Και του απάντησα πως αν είναι να γράψω, αυτό θα είναι σχετικό με τη Βίκυ. Εκείνος μου είχε δώσει να ακούσω κάποια κομμάτια του Μπραμς. Μια νύχτα μου την έδωσε, και μέσα σε ένα από αυτά τα κομμάτια είδα τη Βίκυ, το χαρακτήρα της. Πήρα λοιπόν αυτό το ιντερμέτζο και είπα: ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει πάνω σ’ αυτό, δεν θα βάλω δική μου μουσική. Κι αυτό έκανα: έγραψα τα ποιήματα πάνω στη μουσική αυτή, και στο τέλος πρόσθεσα ένα τραγούδι σε στίχους της Βίκυς. Μια μέρα που ήταν εδώ κι ο Γιάννης Παλαμίδας, μπαίνει η Βίκυ, που ήταν ήδη άρρωστη, και λέει: Έγραψα ένα ποίημα, στα ελληνικά, θα σου το πω να το γράψεις. Αυτό το μικρό ποίημα έκλεινε μέσα όλη τη στάση ζωής της. Το έγραψα και το φύλαξα. Όταν λοιπόν έγραφα το Θανάτω Θάνατον Πατήσας., με παίρνει ο Παλαμίδας τηλέφωνο – σαν να υπήρχε μήνυμα από τον άλλο κόσμο – και μου λέει: Έμαθα ότι κάνεις κάτι για τη Βίκυ. Θυμάσαι βέβαια το ποίημα που είχε γράψει. Θα το κάνεις τραγούδι και θα το τραγουδήσω εγώ. Το χρωστάμε για την ψυχή της. Και του λέω: Θα το ψάξω τώρα. Κι ήταν πάνω-πάνω σε ένα ντοσιέ με διάφορα ποιήματα εκείνο το χαρτάκι, από εκείνη τη μέρα! Και την άλλη μέρα έγραψα το τραγούδι, Κανένας Δεν Καταλαβαίνει λέγεται. Το αγαπάμε πολύ κι εγώ κι ο Γιάννης, έχει μια μυρωδιά ρώσικη μέσα του, αυτό το μινόρε το ρώσικο, κάτι από αυτά τα δάση. Έγινε όλο μέσα σε 2-3 μέρες μετά την ηχογράφηση των ποιημάτων – όλα μαζί μέσα σε δέκα. Το γράψιμο το δικό μου μόνο πέντε. Δεν κοιμόμουνα το βράδυ. Άκουγα συνεχώς τη μουσική στο repeat κι έγραφα συνέχεια, είχε ξεσπάσει το ηφαίστειο, μου βγήκαν πάρα πολύ εύκολα. Πήρα το Γιώργο Χρονά, και μου είπε: Τα βγάζω αμέσως.
Και μετά από αυτό, τι θα ακολουθήσει; Κάτι που με ακολουθεί από καιρό και θέλω να το πραγματοποιήσω. Το έχω μισοδοκιμάσει με ένα συγκρότημα που λέγονται DETOBEAT σε ένα κομμάτι που λέγεται Dream Stream κι είναι techno, το παίζουν στα χορευτάδικα. Εκεί προσανατολίζομαι τώρα. Να κάνω ένα γάμο – μου αρέσουν οι γάμοι, κι ας μην παντρεύομαι εγώ, αν και δεν το αποκλείω, όλα είναι πιθανά – ανάμεσα σε ένα νανούρισμα και χορευτική μουσική trance, αμιγώς ηλεκτρονική. Μπορεί να μπει και μια κιθάρα, το μπάσο θα είναι από synth. Αυτό που οραματίζομαι με λίγα λόγια είναι χορευτική μουσική. Κι είναι ένας οραματισμός τον οποίο είχα από πολύ μικρή, όταν έφτιαχνα τα τραγουδάκια μου. Είχα πει ότι εγώ μέσα μου θα φτάσω στο απόγειό μου όταν θα μπει μουσική μου μέσα στα κλαμπ, κι οι άνθρωποι θα τη χορεύουν. Τότε θα έχω καταξιωθεί.
Έχει κάτι το δημοκρατικό ο χορός σε ένα κλαμπ. Ναι. Και μετά, είναι η εκτόνωση του σώματος. Και μπορεί τα τελευταία χρόνια λόγω βάρους αλλά και διαφόρων άλλων βαρών – βαρέων βαρών! - να μη χόρευα, αλλά έχω χορέψει στη ζωή μου από μωρό παιδί, όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Και στο μπαλέτο πήγα, αλλά και εκτός. Έχω υπάρξει χορευταρού. Θεωρώ λοιπόν ότι το να καταλήξω σε τέτοιου είδους μουσική, είναι μια κατάσταση όπου έχω ξεπεράσει την ανάγκη του λόγου, με όλα τα συμπαρομαρτούντα γύρω από αυτόν, και έχω φτάσει σε ένα σημείο - για μένα προσωπικά, τη Λένα Πλάτωνος - όπου έχω αφήσει πίσω μου την ανάγκη να βάλω σε τάξη τα πράγματα και να τα πω σε άλλους ανθρώπους, και δεν χρειάζεται να μιλήσω πολύ, ας μιλήσει πια το σώμα. Έχει μια αλήθεια το σώμα. Γι αυτό και πάντα ήμουν εναντίον των κλιπ στυλ Michael Jackson, όπου χορεύανε όλοι το ίδιο πράγμα κι ήταν πολύ ενορχηστρωμένο και χορογραφημένο. Έμπαιναν δηλαδή σε μια τάξη. Αυτό το φτιαχτό, το προκάτ. Κι η Madonna το έχει αυτό, και η Lady Gaga. Τώρα που μιλάμε τα παιδιά δεν είναι έτσι. Χορεύουνε πάλι μόνα τους. Ή μεταξύ τους, όπως τους έρθει. Αλλά πάντως όλοι μαζί. Συμπίπτει και με κάτι ώριμο που είχα πει τότε, στα Λεπιδόπτερα, το Brenthis: «Κι όλοι χορεύουνε μαζί και μόνοι, μαζί και μόνοι, σ’ έναν έγχρωμο χορό που όλο αλλάζει και ποτέ δεν τελειώνει». Αυτή είναι μια πεμπτουσία σκέψης με παραβολή το χορό. Αυτή είναι η ζωή. Σε ένα ρυθμό είμαστε όλοι, σε μια εξέλιξη που ποτέ δεν τελειώνει. Μαζί και μόνοι.
Λένα, ούτε με το θάνατο τελειώνει; Δεν το πιστεύω πως τελειώνει. Τώρα τελευταία, με το φίλο μου Μάνο Δανέζη, έναν πολύ σπουδαίο άνθρωπο και φυσικό, έχουμε κάνει πολλές συζητήσεις με την ευκαιρία μιας πρότασης που μου έγινε από τη Λυρική Σκηνή, από το Γιώργο Κουμεντάκη, να κάνω μια όπερα. Και σκέφτηκα αυτή η όπερα να είναι της κβαντικής εποχής, ή αν θέλεις της μετάβασης από την υλιστική στη μετα-υλιστική εποχή. Σαν παραμύθι θα γινόταν αυτή η όπερα. Και λέω θα γινόταν, γιατί δεν ξέρω αν θα γίνει τελικά. Προς το παρόν πρώτα θα γίνει Το Αηδόνι του Αυτοκράτορα, τον Οκτώβριο. Και αυτή την πρόταση για την καινούρια όπερα την έχουμε αφήσει για μετά. Θα παιχτεί στην εναλλακτική σκηνή. Εναλλακτικό θα είναι το θέμα της. Αλλά αν γίνει κι είμαστε καλά, εγώ θα ήθελα να παιχτεί στην κανονική. Το λιμπρέτο έχουμε πει να το κάνουμε με το Γιώργο Βολουδάκη.
Το συντηρητισμό στον οποίο δείχνουν να στρέφονται οι κοινωνίες παντού στην Ευρώπη, πώς τον βλέπεις; Σαν μια αντίδραση. Αλλά το πράγμα έχει να περάσει από στάδια τρομερά και φοβερά. Η τεχνολογία έχει φτάσει σε στάδια καταπληκτικά, οι κβαντικοί υπολογιστές έχουν μπει σε ενέργεια, τα ρομπότ πολύ γρήγορα θα τα δούμε να μπαίνουν στην καθημερινότητά μας. Το ζήτημα είναι πως την τεχνολογία δυστυχώς την έχουν στα χέρια τους οι οικονομικά ισχυροί. Κι αυτό είναι μεγάλο κώλυμα για την ανθρωπότητα. Γιατί η τεχνολογία μπορεί να απελευθερώσει τον άνθρωπο από χιλιάδες αναγκαστικές, μηχανικές δουλειές που τώρα είναι αναγκασμένος να κάνει, και να του επιτρέψει να γίνει δημιουργός. Κι όλοι οι άνθρωποι το αξίζουν αυτό. Ακόμα κι ο θάνατος μπαίνει σε άλλα μονοπάτια. Από εκεί ξεκινήσαμε την κουβέντα άλλωστε. Είναι μια μετατροπή της ενέργειας σε κάτι άλλο. Πιθανώς να περνά σε κάποιο άλλο, παράλληλο σύμπαν, που όμως είναι πολύ κοντά μας. Ρώτα καλύτερα το Δανέζη να σου τα πει!
Να μιλήσουμε και για την εκδήλωση στον Παρνασσό; Είναι τα 90 χρόνια από το θάνατο του Καρυωτάκη. Κάναμε μια καλλιτεχνική επιμέλεια ώστε να ακουστούν και ποιήματά του από αυτά που δεν έχω βάλει μέσα στο έργο μου – ίσως και σκόπιμα – και να πούμε και μερικά πράγματα για τη ζωή του, που ανακάλυψε ο ποιητής και διανοούμενος Γιώργος Κοροπούλης, και θα είναι πολύ ενδιαφέρον να ακουστούν. Θα παίξει πιάνο ο Θεόδωρος Κοτεπάνος και θα τραγουδήσει η Σαβίνα Γιαννάτου. Εγώ πήρα μέρος στην επιμέλεια. Ερχόμενη σε επαφή μέσω του Κοροπούλη με αυτά τα ποιήματα, ανακάλυψα και πάλι ότι είναι πάρα πολύ μεγάλος ποιητής ο Καρυωτάκης. Ήταν σαν να τον διάβαζα για πρώτη φορά. Είναι τόσο καίριος στην έκφρασή του, ακουμπάει πάντα το κόκκαλο, οτιδήποτε και να πει. Και πολύ μοντέρνος. Δεν είναι πολυλογάς. Είναι ελλειπτικός.
Τελικά ποίηση είναι η αφαίρεση. Ναι. Έτσι είναι. Και την έχουν παρεξηγήσει πολλοί ποιητές. Και μεγάλοι ακόμα. Και Έλληνες και ξένοι. Έχω μεγάλη αδυναμία στα χαϊκού. Μεγάλη τέχνη. Γιατί η πολυλογία μας κάνει να χανόμαστε στις λέξεις.
Γι αυτό λοιπόν χορευτική μουσική… Ναι. Και πολύ λίγα λόγια. Σαν χαϊκού.