Μέτρα μου τα συγκροτήματα που αγάπησες και κράτησες σαν ένα κρυφό μικρό ευαγγέλιο στις παρυφές των ιερών μουσικών βουνών σου. Εκείνα τα συγκροτήματα – «φιλαράκια» που δεν έκαναν ποτέ φασαρία, δεν σε τράβηξαν από τον ώμο, δεν αναρριχήθηκαν στην πρώτη θέση των εμμονών σου. Ήταν όμως πάντα εκεί. Να σε στηρίζουν, να σε προστατεύουν, να σε νταντεύουν με απίστευτη κατανόηση και τρυφερότητα. Οι Lightning Seeds είναι μια τέτοια περίπτωση στη ζωή μου.
Αν ψάξεις στις σταθερότητες της μουσικής βιβλιοθήκης που κουβαλώ στο κινητό, θα βρεις σε περίοπτη θέση το Cloudcuckooland. Αυτό το άλμπουμ που έσκασε κυριολεκτικά πάνω στο κλείσιμο των '80s και χάρισε στα '90s την πρώτη μεθυστική υπόσχεση για το τι μπορεί να είναι η ποπ στη νέα δεκαετία. Με έχει συνοδεύσει –μαζί με την υπόλοιπη δισκογραφία τους– σε αμέτρητα ταξίδια. Στους δρόμους της πόλης. Στους δρόμους του κόσμου. Στους δρόμους που πολλές φορές όλα ήταν δύσκολα.
Με μελωδίες τόσο καθαρές που μοιάζουν να σε παίρνουν από το χέρι πίσω στον εαυτό σου, σε χρόνια που η ζωή είχε άλλο ρυθμό – ή σε χρόνια που ίσως δεν έζησες ποτέ, αλλά νομίζεις πως θυμάσαι. Ο Ian Broudie, αυτός ο υπέροχος τύπος, με τη διακριτική, σχεδόν αδιόρατη μελαγχολία του, έγραψε τραγούδια που δεν ήταν ποτέ «μεγάλα» με την πομπώδη έννοια, αλλά έγιναν τεράστια επειδή μίλησαν μέσα μας με τον πιο απλό τρόπο.

Το Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου στο Gazarte Ground Stage, οι Lightning Seeds θα ανέβουν στη σκηνή όχι απλώς για να παίξουν τραγούδια, αλλά για να μας θυμίσουν ότι η ποπ, όταν είναι αληθινή, δεν είναι ελαφριά, αλλά μια σπάνια τέχνη που κάνει την καθημερινότητα να αντέχεται με τον πιο γλυκό τρόπο. Και λίγο πριν την εμφάνισή τους, ο Ian Broudie μίλησε στη Popaganda, για τη μουσική του χθες και του σήμερα, και για όλα όσα εξακολουθούν να τον κάνουν να την αγαπά.
Αν ξεκινούσες σήμερα, στη μουσική σκηνή του 2025, πώς πιστεύεις ότι θα ήταν οι Lightning Seeds; Όταν ηχογράφησα το πρώτο άλμπουμ, ήταν ασυνήθιστο να φτιάχνεις μουσική στο σπίτι χωρίς να έχεις συγκρότημα. Δεν το έκαναν πολλοί τότε, γιατί ήταν τεχνικά δύσκολο – οι υπολογιστές δεν ήταν ουσιαστικά διαθέσιμοι. Παραδόξως, σήμερα θα ήταν ευκολότερο, αφού έτσι δουλεύουν οι περισσότεροι. Οπότε, νομίζω πως θα το έκανα πάλι με τον ίδιο τρόπο, αλλά με τα εργαλεία που υπάρχουν σήμερα. Θα ακουγόταν πιο επαγγελματικό, ίσως λίγο πιο ηλεκτρονικό. Αν και, κατά βάθος, παραμένω κιθαρίστας – οπότε δεν είμαι απολύτως σίγουρος τι απάντηση να δώσω...
Ποιο από τα τραγούδια σου νιώθεις ότι αντιπροσωπεύει την ουσία, την καρδιά της μπάντας; Νομίζω το τραγούδι που εκφράζει περισσότερο τους Lightning Seeds είναι το πρώτο μας single, το Pure. Δεν νομίζω ότι έχω γράψει ποτέ καλύτερο τραγούδι. Ήταν ασυνήθιστο, γιατί ποτέ δεν το τελείωσα σωστά – νόμιζα ότι είχε πάρα πολλά λόγια και ότι ήταν υπερβολικά προσωπικό. Αλλά ο κόσμος αντέδρασε τόσο έντονα. Κυκλοφόρησε σε λίγα αντίτυπα και με κάποιον τρόπο μου άλλαξε τη ζωή. Έμοιαζε με θαύμα, κι εκεί μέσα νομίζω ότι ζει η ουσία της μπάντας.
Τι συναισθήματα σου προκαλεί σήμερα όταν το ερμηνεύεις ζωντανά; Λατρεύω πάντα να παίζω το Pure. Θα το περιλαμβάνω πάντα στο σετ. Είμαι για πάντα ευγνώμων σε αυτό το τραγούδι.
Πώς βλέπεις τη σχέση της μουσικής με τη νοσταλγία; Είναι βάρος ή δύναμη; Νομίζω ότι η νοσταλγία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της μουσικής. Όταν μας αρέσει ένα τραγούδι, συχνά μας θυμίζει –συνειδητά ή όχι– κάτι που έχουμε ξανακούσει. Η μουσική είναι βαθιά συναισθηματική και συνδεδεμένη με στιγμές της ζωής μας, οπότε όταν την ακούμε ξανά, φέρνει πίσω αναμνήσεις. Την ίδια στιγμή, η νέα μουσική που αγαπάμε σήμερα θα γίνει και αυτή νοσταλγική στο μέλλον. Αυτό είναι μέρος της μαγείας της μουσικής.
Όταν γράφεις ένα τραγούδι, σκέφτεσαι πρώτα τον ήχο ή την ιστορία που θέλεις να πεις; Συνήθως ξεκινώ με μια μελωδία και την προσαρμόζω σε σκέψεις ή ποιήματα που έχω γράψει. Συχνά το νόημα αναδύεται στην πορεία και μερικές φορές οι λέξεις απλώς «κάθονται» σωστά, ακόμα κι αν δεν σημαίνουν πολλά. Η γραφή μου είναι πολύ τυχαία και αυθόρμητη.
Αν τα ’90s είχαν έναν «συμβολικό ήχο», ποιος θα ήταν αυτός για σένα; Νομίζω ότι ένα από τα χαρακτηριστικά των ’90s είναι ότι δεν είχαν έναν ενιαίο, καθοριστικό ήχο – έμοιαζε κάπως με αυτό που γινόταν στα τέλη των ’70s. Τότε υπήρχε το πανκ, αλλά υπήρχαν και οι Pink Floyd, η ρέγκε, τα πρώτα βήματα του hip-hop στη Νέα Υόρκη. Έτσι ένιωθες και στα ’90s: τεράστια ποικιλία. Hip-hop, rap, dance, DJs, αλλά και οι Oasis, εμείς, οι καθαριστικές μπάντες. Αν κάτι χαρακτήριζε τα ’90s, ήταν η πολυμορφία τους.
Έχεις ζήσει τις αλλαγές της βρετανικής κουλτούρας από τα ’90s μέχρι σήμερα. Τι πιστεύεις ότι χάθηκε από τότε; Τι έμεινε το ίδιο; Η μουσική άλλαξε πολύ, στο Λίβερπουλ και παντού. Η τεχνολογία καθόρισε μεγάλο μέρος αυτής της εξέλιξης – οι ενισχυτές άλλαξαν τα συγκροτήματα, τα drum machines έφεραν τη ντίσκο, το sampling μας έδωσε το rap και το hip-hop, οι υπολογιστές επέτρεψαν σε οποιονδήποτε να ηχογραφεί ποιοτικά χωρίς εταιρείες. Η μουσική, από το να είναι κεντρική στη ζωή των ανθρώπων, σήμερα μοιράζεται χώρο με τα video games και άλλες ασχολίες. Τα δωρεάν downloads άλλαξαν και την αξία της. Αλλά η μουσική παραμένει μαγεία και πάντα βρίσκει τον δρόμο της.
Η μουσική των Lightning Seeds έχει πάντα αυτό το ξεχωριστό μείγμα μελωδικής ποπ και alternative rock. Τι σε οδήγησε σε αυτό το μονοπάτι; Νομίζω απλώς πως έκανα αυτό που μου έβγαινε φυσικά. Αυτό που έκανε τους L.S διαφορετικούς ήταν ότι δεν είχα πραγματικά συγκρότημα, ούτε και προϋπολογισμό ή δισκογραφικό συμβόλαιο. Έπρεπε να βρω τρόπους να ηχογραφήσω, κι εκείνη την εποχή εμφανίστηκε το sampling στο hip-hop. Πειραματίστηκα λοιπόν με samples και πάνω τους έχτισα τραγούδια, προσθέτοντας κιθάρες και κρατώντας το συναίσθημα. Ήταν δύσκολο –το sampling από βινύλια έπαιρνε χρόνο– αλλά τελικά αυτό μας έδωσε τον ιδιαίτερο ήχο.
Τα τραγούδια σου κουβαλούν το χρώμα μιας περασμένης εποχής, αλλά ακούγονται πάντα φρέσκα. Πώς νιώθεις που η μουσική σου “μεγαλώνει” μαζί με τους ακροατές της; Ελπίζω τα τραγούδια να παραμένουν πάντα επίκαιρα. Οι παλιότεροι θαυμαστές μεγαλώνουν μαζί τους, ενώ οι νεότεροι τα ανακαλύπτουν τώρα στο YouTube ή στις συναυλίες. Το κοινό μας έχει μεγάλο εύρος ηλικιών. Κάποιοι γερνούν με τα τραγούδια, άλλοι τα ακούν φρέσκα για πρώτη φορά. Αυτή είναι η ομορφιά του να κυκλοφορείς μουσική – ποτέ δεν ξέρεις πώς θα ζήσει μέσα στον κόσμο.
Η ποπ μουσική συχνά κατηγορείται για επιφανειακή. Εσύ κατάφερες να της δώσεις βάθος. Τι σημαίνει για σένα «καλή ποπ μουσική»; Δεν είμαι σίγουρος τι σημαίνει πραγματικά «καλή ποπ». Η λέξη «ποπ» συχνά παρεξηγείται – μπορεί να περιλαμβάνει πράγματα που δεν μου αρέσουν αλλά και πράγματα που αγαπώ. Για μένα, πάντα ήθελα να γράφω ποπ τραγούδια, λίγο σαν ποπ αρτ, σαν του Andy Warhol. Θέλω κάθε τραγούδι μου να είναι μια πινελιά χρώματος, να κουβαλά μια ατμόσφαιρα της στιγμής που δεν εξηγείται, αλλά μπορεί να νιώσει κανείς – σαν να κρεμάς πίνακες σε έναν λευκό τοίχο, ο καθένας ζωντανός και μοναδικός.
Τι αγαπάς στη σημερινή μουσική; Υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που θαυμάζεις και θα ήθελες ίσως να συνεργαστείς; Υπάρχει πολλή μουσική που αγαπώ, αλλά συνήθως πρόκειται για μεμονωμένα τραγούδια και όχι για ολόκληρες δισκογραφίες. Οι συνεργασίες είναι δύσκολες – πρέπει να προσθέτεις κάτι που ο άλλος δεν έχει ήδη. Είμαι και λίγο ντροπαλός, οπότε μάλλον θα προτιμούσα να συνεργαστώ σε ένα τραγούδι παρά με κάποιον συγκεκριμένο καλλιτέχνη. Αυτή τη στιγμή δεν μου έρχεται κάτι συγκεκριμένο.
Ποιο είναι το πιο παράξενο πράγμα που σου έχει πει θαυμαστής μετά από συναυλία;
Συγγνώμη, αλλά δεν μου έρχεται τίποτα τώρα. Είμαι σίγουρος ότι μετά τη συνέντευξη θα θυμηθώ δέκα ιστορίες, αλλά αυτή τη στιγμή, όχι!
Το “Lucky You” είναι ίσως το πιο αγαπητό τραγούδι στο ελληνικό κοινό. Περίμενες ποτέ να έχει τέτοιο ρεύμα εδώ; Είναι υπέροχο που αγαπιέται τόσο στην Ελλάδα. Είναι διαφορετικά σε κάθε χώρα – ακόμα και στο Ηνωμένο Βασίλειο, κάποια τραγούδια είναι μεγαλύτερα από άλλα. Είμαι ευγνώμων που αρέσει και χαρούμενος που το Lucky You βρήκε σπίτι εκεί.
Το “Three Lions” έχει γίνει αχώριστο από το ποδόσφαιρο και την αγγλική κουλτούρα. Το βλέπεις ως ευλογία ή ως φυλακή που θα σε ακολουθεί για πάντα; Ήταν και ευλογία και κατάρα. Στην αρχή δεν ένιωθα άνετα, και πολλοί παρεξήγησαν το νόημά του. Στην πραγματικότητα, είναι ένα τραγούδι για τους φιλάθλους, όχι για τις ομάδες – δεν είναι θριαμβευτικό ή πομπώδες, μιλά για το όνειρο. Το μήνυμα είναι: μην αφήσεις το αποτέλεσμα να σου χαλάσει μια υπέροχη μέρα. Γι’ αυτό ο κόσμος συνδέεται τόσο μαζί του.
Το “The Life of Riley” γράφτηκε για τον γιο σου. Πώς είναι να βλέπεις ένα τραγούδι να γίνεται προσωπικό για τόσους άλλους ανθρώπους; Λατρεύω να παίζω το The Life of Riley. Έγραψα το πρώτο μισό ενώ περίμενα με αγωνία να γεννηθεί ο Riley, και το δεύτερο μισό λίγο μετά, ανησυχώντας για το τι έπεται. Ήταν μια τεράστια στιγμή στη ζωή μου, αλλά το τραγούδι βγήκε θετικό – σαν να έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά, γιατί θα τα κάνουμε να πάνε καλά. Είναι υπέροχο να έχω ένα τραγούδι που μου θυμίζει εκείνη την περίοδο.
Υπάρχει μια καθοριστική στιγμή στην πορεία της μπάντας που δεν θα ξεχάσεις ποτέ; Νομίζω υπήρξαν τρία κεφάλαια. Πρώτα, το Pure, που κυκλοφόρησε σε λίγα αντίτυπα χωρίς συμβόλαιο, αλλά μου άλλαξε τη ζωή. Μετά το Lucky You, που εγκαινίασε την εποχή της μεγάλης δισκογραφικής. Και τέλος το Three Lions, που μας πήγε σε ένα απρόσμενο και παράξενο μέρος. Το καθένα όρισε μια διαφορετική φάση.
Αν έμενες σε ένα ερημικό νησί με πικάπ και μπορούσες να πάρεις μόνο τρεις δίσκους, ποιους θα διάλεγες; Θα ήλπιζα όντως να υπάρχει πικάπ στο νησί! Θα έπαιρνα το Marquee Moon των Television, το Rubber Soul των Beatles και το Exodus του Bob Marley.

Τι να περιμένει το ελληνικό κοινό από τις εμφανίσεις σας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη; Και ποιο μήνυμα θα ήθελες να στείλεις στους έλληνες θαυμαστές λίγο πριν ανέβεις στη σκηνή; Είμαστε μια πολύ ενεργητική live μπάντα. Δεν παίζουμε απλώς τον δίσκο – μας αρέσει τα τραγούδια να αλλάζουν λίγο κάθε φορά. Στο ελληνικό κοινό θα πω απλά: ευχαριστώ που ήρθατε και ελπίζω να το απολαύσετε.
Να σε ρωτήσω κάτι προσωπικό για το τέλος; Νομίζω πως το “The Nearly Man” είναι το πιο αγαπημένο μου από όλη την δισκογραφία των L.S. Υπάρχει καμιά πιθανότητα να το ακούσω στη συναυλία; Λυπάμαι (γελάει). Φοβάμαι πως δεν το έχω παίξει ποτέ ζωντανά. Είναι ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια, αλλά ποτέ δεν ταίριαξε στο live set. Ίσως κάποια μέρα το ξαναδώ.