Βραβευμένη το 2007 στον ιστορικό Διαγωνισμό της Βασίλισσας Ελισάβετ στο Βέλγιο, η ακμαία πιανίστα από τη Βουλγαρία, Plamena Mangova, μετρά ήδη συνεργασίες με τις σημαντικότερες ορχήστρες του κόσμου.
Λίγο πριν την πολυαναμενόμενη εμφάνισή της στο Μέγαρο Μουσικής στις 17 Μαρτίου, για να ερμηνεύσει το Τέταρτο Κοντσέρτο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, μιλάει για τη σχέση της με τον Ραχμάνινοφ, τη μέχρι τώρα πορεία της και τους αγαπημένους της ερμηνευτές.
Πρόκειται να ερμηνεύσετε το Τέταρτο Κοντσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινοφ, το κοντσέρτο εκείνο που αναμφίβολα είναι το λιγότερο δημοφιλές του. Τι θαυμάζετε στο συγκεκριμένο έργο;
Για πολύ καιρό, το συγκεκριμένο κοντσέρτο διέθετε μια ξεχωριστή θέση στο μυαλό και την καρδιά μου, μετά την πρώτη φορά που το έπαιξα ζωντανά με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Τόκιο πριν παραπάνω από δέκα χρόνια. Μαέστρος ήταν ο Tadaaki Otaka και η συναυλία έγινε στη διάσημη αίθουσα Suntory του Τόκιο. Πρόκειται για μια πολύ όμορφα γραμμένη μουσική με αρκετά εκλεκτική «ενδυμασία» που διαθέτει μια πολύ ξεχωριστή δραματουργική δομή. Υπάρχουν τεράστιες δυσκολίες στον συντονισμό της ορχήστρας και του πιάνου. Είναι άνετα το πιο δύσκολο από όλα τα κοντσέρτα για πιάνο ως προς τον σωστό συντονισμό και την ερμηνεία με την ορχήστρα.
Πολλοί θεωρούν ότι ο Ραχμάνινοφ στο Τέταρτο Κοντσέρτο του αμφιταλαντευόταν ανάμεσα σε δύο κόσμους: τον «παλιό» του ρομαντισμού και τον «νέο» του μοντερνισμού. Ποιος από τους δύο πιστεύετε ότι τον κέρδισε τελικά;
Σαν μουσικό, με ελκύει ιδιαίτερα ο εσωτερικός κόσμος της μουσικής του Ραχμάνινοφ, ο οποίος είναι στο σύνολό του αρκετά περίπλοκος… Αισθάνομαι ότι στο πρώτο μέρος υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία ρομαντισμού (στο λυρικό θέμα του πιάνου και μέχρι το τέλος του μέρους), όπως επίσης και πολλές οδυνηρές, τραγικές, έως και διαβολικές αποχρώσεις. Τίποτα από όσα συμβαίνουν στο πρώτο μέρος δεν μπορεί να σε αφήσει αδιάφορο. Το δεύτερο μέρος αποτυπώνει τον πιο όμορφο, βαθύ και ζεστό διάλογο μεταξύ του σολίστ και της ορχήστρας, που θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει, με αρκετά ανεπτυγμένη αρμονική γλώσσα. Και το τελευταίο μέρος είναι αυτό στο οποίο μπορούμε σαφώς να νιώσουμε την αμερικανική επιρροή στο κοντσέρτο και μέχρι ποιο σημείο η συγκεκριμένη μουσική αποτελεί μια γέφυρα προς τον μοντερνισμό και τη σύγχρονη μουσική.
Βρίσκετε ότι στο Κοντσέρτο υπάρχουν τζαζ επιρροές;
Βρίσκω σίγουρες επιρροές άλλων συνθετών, όπως του Στραβίνσκυ και του Μπάρτοκ, αλλά γιατί όχι και μερικά τζαζ στοιχεία στο τρίτο μέρος… φυσικά.
Φέτος είναι η επέτειος των 150 χρόνων από τη γέννηση του Σεργκέι Ραχμάνινοφ. Για εσάς, τι είναι αυτό που τον κάνει ξεχωριστό;
Θα ήταν πολύ μπανάλ αν έλεγα ότι είναι ένας από τους αγαπημένους μου συνθέτες, αλλά υπάρχει μια απόλυτη αλήθεια σ’ αυτό… Πριν πολλά χρόνια κέρδισε ολοκληρωτικά την καρδιά μου με την ισχυρή μουσική του προσωπικότητα, τον περίπλοκο αρμονικό του κόσμο, τον απίστευτο πλούτο του ρεπερτορίου του που έχω ζήσει ερμηνεύοντας έργα του είτε με ορχήστρα, είτε σόλο την καταπληκτική μουσική δωματίου του, αλλά και τις συγκινητικές συνθέσεις του για φωνή και πιάνο. Επίσης, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τα στοιχεία ανατολικής μουσικής (ο ίδιος, άλλωστε, είχε ρίζες από τους Τατάρους) που είναι υπέροχα και παρεμπιπτόντως υπάρχουν και στο Τέταρτο Κοντσέρτο.
Μεγαλώσατε στη Βουλγαρία, αλλά ζείτε μόνιμα στο Βέλγιο. Για έναν διεθνούς εμβέλειας σολίστ, πιστεύετε ότι αποτελεί μονόδρομο η εγκατάσταση σε μια μεγάλη χώρα της κεντρικής Ευρώπης;
Η επιλογή μου τότε δεν ήταν σε καμία περίπτωση μονόδρομος, αλλά είχε περισσότερο να κάνει με το πώς εξελισσόταν σταδιακά η ζωή μου εκτός της πατρίδας μου. Αφότου έφυγα από τη Βουλγαρία για να σπουδάσω στη Μαδρίτη με τον θρυλικό πιανίστα και δάσκαλο Ντμίτρι Μπασκίροφ (ο οποίος παρεμπιπτόντως είχε μελετήσει δίπλα στον Alexander Goldenweiser – στενό φίλο του Τολστόι και του Ραχμάνινοφ), μετακόμισα στο Βέλγιο για να συνεχίσω τις σπουδές μου και βρήκα ένα υπέροχο σπίτι στις Βρυξέλλες όπου μένω μέχρι και σήμερα. Επίσης, οι Βέλγοι είναι ένας αρκετά θερμός και φιλόξενος λαός, ιδιαίτερα αν έχεις βραβευτεί στον ευυπόληπτο διαγωνισμό της Βασίλισσας Ελισάβετ, όπως συνέβη στην περίπτωσή μου το 2007.
Ποιο θα χαρακτηρίζατε ως το κομβικό σημείο της μέχρι τώρα πορείας σας;
Οπωσδήποτε, τα βραβεία σε διαγωνισμούς υψηλού κύρους, όπως ο Paloma O'Shea στο Σανταντέρ και ιδιαίτερα αργότερα, ο διαγωνισμός στις Βρυξέλλες, μου άνοιξαν πολλές πόρτες σε διεθνές επίπεδο. Σε αυτά, όμως, θα προσέθετα σίγουρα την υποστήριξη και τη συμπαράσταση από μερικές μεγάλες προσωπικότητες της μουσικής μέσα στα χρόνια. Τη Μάρτα Άργκεριχ, τον Νέλσον Φρέιρε, την Ελένα Μπασκίροβα, την πρόσκληση του μαέστρου Μπαρενμπόιμ να είμαι σολίστ σε συναυλία της απίστευτης Staatskapelle Berlin. Ακόμα, το ότι έπαιξα σε φεστιβάλ μουσικής δωματίου με τρεις γενιές Εξαρχόντων της Φιλαρμονικής του Βερολίνου (τον Kolja Blacher, τον Guy Braunstein και τον Daishin Kashimoto), όπως και το ότι έχω μοιραστεί τη σκηνή με μουσικούς όπως ο Augustin Dumay, ο Maxim Vengerov, ο Sir Colin Davis, ο Yuri Bashmet, ο Myung-Whun Chung και πολλοί άλλοι.
Ως νεαρή πιανίστα, ποιοι ήταν οι ερμηνευτές που καθόρισαν τη σχέση σας με το όργανο;
Πάντα ήμουν απόλυτα ερωτευμένη με το παίξιμο της Μάρτα Άργκεριχ, του Βλαντιμίρ Χόροβιτς και του θρυλικού μου δασκάλου Ντμίτρι Μπασκίροφ. Είναι οι τρεις βασικοί μου πιανιστικοί ήρωες (κι αν ακούσει κανείς προσεκτικά τις ερμηνείες τους θα μπορέσει να εντοπίσει κοινά στοιχεία στην καλλιτεχνική τους αισθητική). Είμαι, επίσης, μεγάλη θαυμάστρια του Ρίχτερ και τα τελευταία χρόνια του Αρκάντι Βόλοντος και του Πλετνιόφ.
Παίζετε μουσική περισσότερο για εσάς ή για τους άλλους;
Παίζω μουσική όχι απλά για μένα (παρόλο που απολαμβάνω πολύ τη διαδικασία) ή απλά για το κοινό, αλλά παίζω για να μεταδώσω στο κοινό το μήνυμα του συνθέτη και πιστεύω αυτός είναι ο βασικότερος λόγος που οι μουσικοί ανεβαίνουμε στη σκηνή.
Κατά τη γνώμη σας, ποια προσωπικά χαρακτηριστικά πρέπει να διαθέτει ένας σολίστ για να επιβιώσει μέσα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της διεθνούς μουσικής σκηνής;
Πρώτα απ’ όλα - να είναι επαγγελματίας με βαθιά γνώση και αίσθηση της μουσικής. Δεν μιλάω καν για τις τεχνικές ικανότητες, γιατί αυτές εξυπακούονται αλλά ταυτόχρονα πρέπει να εξυπηρετούν μουσικές ιδέες. Εκτός από αυτό προφανώς υπάρχει κάτι που ονομάζεται χάρισμα ή αύρα… μερικοί άνθρωποι το έχουν, άλλοι καθόλου από τη φύση τους. Φυσικά η εμπειρία της συναυλίας γίνεται πολύ πιο ξεχωριστή αν ο καλλιτέχνης διαθέτει αυτό το παραπάνω, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό.
Ποιο είναι για εσάς το ιδανικό διάλειμμα μετά από μια κουραστική μέρα μελέτης;
Μπορεί να είναι αρκετά πράγματα – από την παρέα με φίλους μέχρι το να δω μια ταινία, να επισκεφτώ ένα μουσείο, να παρακολουθήσω μια συναυλία. Ή να πάω απλά για περίπατο σε ένα ξεχωριστό μέρος με όμορφη φύση… ή και λίγος διαλογισμός, ενδεχομένως.
Πολλοί πιανίστες, επιδιώκοντας να ξεχωρίσουν, επενδύουν στη θεατρικότητα, ένα είδος σόου γύρω από την εμφάνιση τους. Πώς το σχολιάζετε;
Αυτή είναι μια τάση που μου γεννά αμφιβολίες…Στην πραγματικότητα, στις περιπτώσεις που συμβαίνει αυτό (πάλι καλά δεν τρέχουν όλοι πίσω από τέτοια επιφανειακά κόλπα για να τραβήξουν την προσοχή) πάντα έχω την αίσθηση ότι δυστυχώς πρόκειται για έναν τρόπο να αντισταθμιστεί η έλλειψη μιας πραγματικά βαθιάς κατανόησης και αντίληψης της μουσικής, καθώς και των ιδεών του συνθέτη. Προτιμώ μάλλον πολύ περισσότερο την κομψή αλλά στιλάτη παρουσία των παλιών ερμηνευτών, όπου η Μουσική (και όχι ο εγωισμός) ήταν πάντα το επίκεντρο!
Καθώς αναμετριέστε με τόσο απαιτητικά έργα σε διαφορετικές χώρες του κόσμου, νιώθετε stage fright κι αν ναι, πώς το ξεπερνάτε;
Νομίζω ότι υπάρχουν λίγα πράγματα μετά από τόσα χρόνια ταξιδιών και εμφανίσεων που θα μπορούσαν να με αιφνιδιάσουν. Το stage fright μάλλον υπάρχει, αλλά περισσότερο ως μέρος της γενικότερης συναισθηματικής φόρτισης που συνοδεύει μια ερμηνεία. Φυσικά, το επάγγελμα του μουσικού εμπεριέχει πολύ άγχος, δεν είναι μυστικό αυτό.
Πόσες ώρες μελετάτε την ημέρα; Προτιμάτε την ημέρα ή το βράδυ;
Οι ώρες μελέτης εξαρτώνται από πολλά πράγματα και καταστάσεις αλλά είμαι περισσότερο «νυχτερινός» τύπος όσον αφορά την εξάσκηση κι ακόμη και την ερμηνεία στη σκηνή. Μου αρέσει η ένταση της νύχτας με τα πολλά της χρώματα, επηρεάζει τη μουσική αίσθηση κάπως διαφορετικά.
Ποια συμβουλή δίνετε σε έναν νέο που επιθυμεί να γίνει σολίστ;
Να αγαπάει και να τιμά τη Μουσική σαν τη θρησκεία του και το πιο σημαντικό – να είναι ο εαυτός του!