Η μπάντα που υιοθέτησε πρώτη την τσιχλόφουσκα της brit pop, ίσως να ήταν και η καλύτερη απ’ το κλειστό γκρουπ συγκροτημάτων που αξίζει να θυμάται κανείς από εκείνη την εποχή. Το δίδυμο Anderson-Butler πιστό στο δρόμο που χάραξαν οι Morissey-Marr (συν ολίγη Bowie-ική αστερόσκονη), ξεκίνησε το 1993 και με μια πρώτη τριάδα δίσκων που θα ζήλευε κάθε ποπ συγκρότημα, εδραιώθηκε στη συνείδηση μας ως το πιο ιδιαίτερο της περιόδου. Κάτι οι μυθικοί τους καβγάδες, κάτι οι υπερβολικές καταχρήσεις και οι επεισοδιακές συνεντεύξεις του Brett Anderson (θυμάμαι μια στην αγγλική τηλεόραση το ’96-97, όπου επιεικώς «διαλυμένος» προσπαθεί για δέκα λεπτά να μαζέψει τις σκέψεις του), η μπάντα επέζησε μια δεκαετία (ο Bernard Butler ούτε τον δεύτερο δίσκο βέβαια) αφού πρώτα πρόλαβε να γράψει μια εικοσαριά σπουδαία τραγούδια με τα σωστά συστατικά.
Όταν τελείωσε το παραμύθι της σκηνής κι απέτυχε παταγωδώς το A New Morning, o καθένας τράβηξε το δρόμο του, ο οποίος βέβαια δεν έβγαζε πουθενά. Οι προσωπικοί δίσκοι του Anderson ήταν άψυχοι, η επανασύνδεση με τον Butler ως The Tears κάνουμε όλοι ότι την ξεχάσαμε και όταν μετά από πιέσεις η μπάντα ξαναβρέθηκε το 2010 στο Royal Albert Hall για μια συναυλία ενός αντικαρκινικού event του Roger Daltrey των The Who (εννοείται άνευ Butler), η επανένωση ήταν θέμα χρόνου. Αυτό που δεν ήταν όμως αναμενόμενο είναι πως μετά το Bloodsports του 2013 που λειτούργησε σαν ζέσταμα, οι Suede θα επέστρεφαν φέτος με έναν πραγματικά καλό δίσκο που άρεσε ακόμα και σε όσους δεν αυτοχαρακτηρίζονται ως «SuedeHeads».
Λίγο πριν επιστρέψουν και στην Αθήνα (Κυριακή 5/6, Rockwave) ψάξαμε τον μπασίστα του γκρουπ, Mat Osman, ο οποίος εμφανώς χαρούμενος δηλώνει περήφανος για το γκρουπ κι ανυπομονεί να γράψει τον επόμενο δίσκο.
Οι μπάντες είναι σαν τους καρχαρίες, πρέπει να κινούνται συνέχεια. Μόλις αρχίσαμε να παίζουμε πάλι live ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα μπαίναμε στο στούντιο. Σίγουρα στις πρώτες συναυλίες ήμασταν αγχωμένοι, αλλά η χημεία και η ενέργεια που βγάλαμε απ’την αρχή μας οδήγησε στο Bloodsports. Αυτά τα χαρακτηριστικά πιστεύω πως τα είχαμε χάσει όταν γράφαμε το New Morning.
Ένα από τα πιο περίεργα πράγματα που ένιωσα μετά το reunion ήταν η αμιγώς σωματική απόλαυση που μου πάντα μου πρόσφερε αυτή η μπάντα. Ξέρεις, από τότε που διαλυθήκαμε ο Brett έκανε κυρίως ακουστικούς, ήρεμους δίσκους και το συζητούσαμε, ότι σχεδόν ξεχάσαμε αυτή την πλευρά του να είσαι σε ένα συγκρότημα. Να ακούς το θόρυβο που δημιουργούν οι υπόλοιποι. Το ροκ εν ρολ σίγουρα σου υπενθυμίζει ότι υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από σένα, κάτι που δεν μπορείς να ελέγξεις. Ειδικά όταν δίνεις μεγάλη συναυλία, π.χ. σε φεστιβάλ, και αυτό που κάνεις περνάει από κάτω, είναι μαγικό να νιώθεις το κοινό να κινείται κατά κάποιο τρόπο μαζί σου. Τι να πω; Είναι ένα πανίσχυρο συναίσθημα και έπρεπε να ξαναβρεθούμε για να καταλάβουμε ότι κάποιοι άνθρωποι δεν θα το νιώσουν ποτέ αυτό, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις. Άσε που θα ήταν λάθος ο τελευταίος μας δίσκος να είναι το New Morning που πνίγηκε απ΄τις εντάσεις μας.
Όταν ξεκινήσαμε ήμασταν μια ομάδα ανθρώπων που αγαπούσαν συγκροτήματα σαν τους Smiths, οπότε κατά κάποιο τρόπο ξέραμε απ' την αρχή ότι η ποπ μουσική πρέπει να είναι ειλικρινής, να είναι σφιχτά δεμένη με την πραγματικότητα για να είναι πιστευτή. Νομίζω γι’ αυτό το λόγο οι δίσκοι μας είχαν επιτυχία κι εκτός της Μ. Βρετανίας. Αν υπάρχει η αίσθηση της αλήθειας τότε ακόμα κι οι άνθρωποι που δεν έχουν ως μητρική γλώσσα τα αγγλικά μπορούν να ταυτιστούν με αυτό που κάνεις.
Προσωπικά, αυτό που μου αρέσει στους δίσκους είναι κάτι που συνδυάζει την σκιά και την αστραπή, εννοώ αντίθετα θεωρητικά πράγματα που με έναν μαγικό τρόπο ενώνονται. Κάτι που είναι γλυκόπικρο, που έχει πάθος και μίσος ταυτόχρονα. Ένα τέτοιο τραγούδι στον τελευταίο δίσκο είναι και το “I Don’t Know How to Reach You”. Μπορείς να το δεις ως ένα τραγούδι γεμάτο παράπονα ή ένα μήνυμα αγάπης. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό. Το συγκεκριμένο κομμάτι μάλιστα αν και έχει την μεγαλύτερη διάρκεια από όλα του άλμπουμ, αρχικά ήταν πολύ σύντομο, κουπλέ-ρεφρέν, τα γνωστά, ίσως αν ήμασταν στη φάση του Bloodsports να το είχαμε αφήσει έτσι. Ίσως γιατί θέλαμε τότε να τραβήξουμε την προσοχή του κόσμου, κατά κάποιο τρόπο. Τώρα μάλλον θέλαμε το αντίθετο, να αφήσουμε τα πράγματα να κυλήσουν και να δούμε τι έχουμε στα χέρια μας.
Νομίζω πως το Bloodsports ήταν μια συνειδητή προσπάθεια να γράψουμε έναν κλασικό Suede δίσκο. Ένα απ’ τα πρώτα πράγματα που κάναμε όταν επιστρέψαμε ήταν να επανακυκλοφορήσουμε τους παλιούς μας δίσκους και κάπως έτσι έκατσα και τους ξανάκουσα μετά από πολλά χρόνια. Ήταν περίεργο. Όταν ήταν να δώσουμε την πρώτη μας συναυλία είπαμε πολύ απλά, ας παίξουμε τα 20 καλύτερα τραγούδια μας. Νιώσαμε πως ανακαλύπταμε απ’ την αρχή τι ήταν αυτό που κάναμε καλά, τα δραματικά δηλαδή τραγούδια που ήταν σαν μια λάμψη στο σκοτάδι, αυτά που στη βάση τους ήταν παθιασμένα κι όχι ψυχρά. Έτσι όταν μπήκαμε στο στούντιο για να γράψουμε το Bloodsports θέλαμε να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο και να βρούμε τι ήταν αυτό που θα έπρεπε να είχαμε κάνει τότε, όταν πια η καρδιά της μπάντας είχε ραγίσει.
Δεν ήταν οδυνηρό για μένα να ακούσω ξανά όσα κάναμε στο παρελθόν, αυτοί οι δίσκοι είναι το σάουντρακ της ζωής μου. Στα sessions για το δίσκο γράψαμε ένα σκασμό τραγούδια γιατί έπρεπε να θυμηθούμε ξανά πως το κάναμε. Τα πρώτα 20 δεν θύμιζαν σε τίποτα τους Suede, ήταν χάλια. Με τον τελευταίο δίσκο ήταν διαφορετικά τα πράγματα, δεν μας χρειάζεται πια αυτή η διαδικασία. Αν θυμάμαι καλά περίσσεψαν μόνο τρία τραγούδια. Δεν θέλω να ξαναπεράσω πάλι όλη αυτή τη διαδικασία με τις ατελείωτες ώρες στο στούντιο. Σκοπεύουμε να μπούμε σύντομα στο στούντιο, να εκμεταλλευτούμε τον αέρα που έχουμε πάρει.
Το Night Thoughts το αντιμετωπίσαμε συνολικά σαν μια υπέροχη ευκαιρία για τον απλούστατο λόγο ότι υπήρχε ακόμα κόσμος που ενδιαφερόταν να ακούσει. Δηλαδή αρκετός κόσμος μου είπε ότι για να μπει στο κλίμα του Night Thoughts έπρεπε να το ακούσει 2-3 φορές, κι αυτό προσωπικά το αντιμετωπίζω ως προνόμιο, σαν κομπλιμέντο έτσι όπως είναι τα πράγματα στη μουσική σήμερα. Νομίζω πως και σαν συγκρότημα θέλαμε να ανοίξουμε λίγο τα φτερά μας, πιστεύω πως υπάρχουν πράγματα στο δίσκο που δεν είναι και τόσο προφανή ή εμπορικά. Αυτό που μου έχει δώσει πραγματική ευχαρίστηση είναι πως φαίνεται πως ο κόσμος το έχει αγαπήσει, αναρωτιόμασταν να σου πω την αλήθεια σε ποιους θα άρεσε. Ας μην κρύβομαι, είμαι περήφανος γι’ αυτό το δίσκο και λατρεύω την αίσθηση που μου δίνει ότι μάλλον κανένα άλλο γκρουπ δεν θα έφτιαχνε κάτι τέτοιο. Μου αρέσει αυτό.
Όταν διαλυθήκαμε για κάποιο λόγο εξαφανιστήκαμε από παντού. Δεν μας άκουγες στα βρετανικά ραδιόφωνα, δεν μας ανέφερε κανένας, μερικές φορές ήταν σα να μην είχαμε υπάρξει ποτέ, σα να είχαμε διαγραφεί απ’την ιστορία. Θυμάμαι το προηγούμενο βράδυ από τη συναυλία μας στο Albert Hall να σκέφτομαι: «σκατά, κι αν δεν έρθει κανένας;» Όταν κάπου στα μισά ζήσαμε ένα standing ovation ήμουν σε κατάσταση: «γαμώτο, γουστάρω πολύ». Ήταν τρελό να σε πλησιάζουν πιτσιρίκια που ήταν 7-8 χρονών όταν βγάζαμε δίσκους να σου λένε σήμερα ότι είναι μεγάλοι φαν κτλ. Πραγματικά, δεν ήταν δυνατό να ξέρουμε αν θα ενδιαφερόταν κανένας.
Η φάση της brit pop, όπως με όλα τα πράγματα, μας βοήθησε πολύ στην αρχή και μας διέλυσε στην πορεία. Αν θυμάσαι όλη η ιστορία ήταν κυρίως μια δημοσιογραφική επινόηση, οι Suede ήταν πρώτα απ’ όλα ένα ευρωπαϊκό γκρουπ, γι’ αυτό και δεν ένιωσα ποτέ άνετος με αυτό. Σίγουρα όμως μας βοήθησε, το Λονδίνο έγινε τότε η πόλη να ζει κανείς, ήταν η πρωτεύουσα της Ευρώπης, αλλά πέντε χρόνια μετά το αντίτιμο ήταν ότι καταλάβαινες πως αν δεν προχωρήσεις άμεσα έχεις ξοφλήσει.
Δύσκολο να βρω ένα κοινό πράγμα στα σημερινό μας rider συγκριτικά με αυτά των 90s. Είχαν πολύ αλκοόλ εκείνα. Α, βρήκα: φυστίκια.