«Σε επαγγελματικό επίπεδο, με την έννοια του “professional rocker”, δεν έχουμε κάνει τρομερά βήματα από τότε που ξεκινήσαμε. Γιατί πάντα είχαμε κάτι αμφίσημο. Από τη μία το σκουλήκι που δεν μας έβαλε ποτέ να στήσουμε ένα δρόμο που θα μας εξασφάλιζε κάποια πράγματα. Από την άλλη αυτό έδινε μια αίσθηση ελευθερίας που είναι ανεκτίμητη. Αυτή η αίσθηση ελευθερίας είναι που μας κάνει μετά από τόσα χρόνια να βγάζουμε νέο δίσκο και να λέμε ότι έχουμε λιγάκι μέσα μας την ίδια καύλα που είχαμε όταν βγάζαμε το πρώτο», λέει ο Αλέξης Καλοφωλιάς λίγο πριν το τέλος της μεγάλης, από κοινού με τον Γιώργο Καρανικόλα, συνέντευξης που ακολουθεί.
Τριάντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη τους συναυλία στο Rodeo, έντεκα μετά την επανένωσή τους και πέντε μετά από τις οριακής σημασίας συναυλίες τους για τα τριακοστά γενέθλιά τους, είναι προφανώς πολύ αργά για να αλλάξουν οι Last Drive.
Μία όχι ιδιαίτερα χρονοβόρα online αναζήτηση είναι αρκετή για να ανακαλύψει ή να θυμηθεί κανείς πότε και ποιος και που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά, ώστε να περιγράψει αυτό που άκουγε, όρους όπως “rock ’n’ roll”, “garage-rock”, “punk rock” και άλλα τινά, χαρακτηρισμοί που έχουν αποδοθεί κατά καιρούς και στη δισκογραφία των Drive, όμως καμία μηχανή αναζήτησης δεν είναι αρκετά ισχυρή για να εντοπίσει πότε και ποιος και που και γιατί είπε για πρώτη φορά δημόσια ότι στη μουσική δεν χωράνε διαχωρισμοί, ότι όλοι μπορούμε και πρέπει να ακούμε τα πάντα, ότι δεν υπάρχει καν καλή και κακή μουσική, παρά μόνο η σωστή μουσική για τη σωστή ώρα, λες και η μουσική είναι κρασί, λευκό ή κόκκινο, και θέλει μόνο ψάρι ή κρέας αντίστοιχα για να «δείξει» (που και αυτό μύθος είναι).
Μόνο κακό λοιπόν δεν θεωρώ το να υπάρχουν κάποιοι, λίγοι ή πολλοί, δεν έχει σημασία, που δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία της διάρκειας των Last Drive - έστω και αν όλοι οι άμεσα ή έμμεσα «εμπλεκόμενοι» αφήνουν ελαφρώς βολικά στην άκρη την όχι και τόσο αμελητέα «παύση εργασιών» από το 1995 ως το 2007.
Ούτε είμαι εδώ για να πείσω κάποιον που δεν έχει πειστεί μέχρι σήμερα από τους Last Drive για την αυταξία του νέου τους δίσκου, να πω, για παράδειγμα, ότι ο χρόνος θα αναδείξει το “Always the Sun” ως εφάμιλλο του “Killhead Therapy” ή ότι το “Snakecharmer” φέρει ανάλογη ούγια με το “Blood from a stone” ή ότι η παραγωγή του δίσκου δικαιώνει ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν τα ατού και -γιατί όχι;- τα ντεφό μιας μπάντας που χωρίς να το έχει κάνει ποτέ θέμα, ανέκαθεν αποτελούσε τον Βορρά στην πυξίδα της αισθητικής μιας ολόκληρης «σκηνής». Μια μπάντα που κάποτε έκανε κάποιους σε αυτή τη χώρα, που εκ των πραγμάτων βρίσκεται στο περιθώριο της rock σκηνής, να νιώσουν περήφανοι και δικαιωμένοι για την πίστη τους στο rock ’n’ roll, που τελικά μπορεί να «συμβεί» σε οποιοδήποτε μέρος της γης, όπως σημείωσε στην Popaganda ο Ασκληπιός Ζαμπέτας (Mushrooms, Τρύπες).
Ή ίσως και να είμαι εδώ ακριβώς γι’ αυτό, σκέφτομαι, καθώς κατεβαίνω τα σκαλοπάτια του Tilt επί της Ασκληπιού, με σκοπό να μιλήσω με τον Alex K και τον Be George Bop για το κάθε νέο τους τραγούδι , δηλαδή να μιλήσω μαζί τους -αν όχι μόνο, τότε σίγουρα κυρίως- για το παρόν των Last Drive, αυτό το «Τώρα! Τώρα! Τώρα!» που είναι σαν να φωνάζουν από το πρώτο μέχρι το τελευταίο αυλάκι του νέου, ομώνυμου δίσκου τους.
Γιατί αν έχουμε μάθει ένα πράγμα από τους Last Drive είναι ότι περισσότερη σημασία από ό,τι έγινε χθες, περισσότερη σημασία και από ό,τι θα γίνει αύριο, έχει αυτό που μας συμβαίνει σήμερα, αυτή ακριβώς τη στιγμή που ζούμε.
Γιατί, όπως είπε κάποτε ένας παλιός, σοφός Κυψελιώτης, οτιδήποτε άλλο δεν υπάρχει καν.
Everlasting Intro
Ας ξεκινήσουμε με τη σημειολογία του όλου θέματος, αν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Πέρα από το ότι μεσολάβησαν εννιά χρόνια από το προηγούμενό σας άλμπουμ, αφενός είναι το πρώτο ομώνυμο και αφετέρου περιέχει τα λιγότερα τραγούδια σε σχέση με όλα τα προηγούμενα LPs.
Αλέξης Καλοφωλιάς: Οχτώ μαζί με το intro.
Γιώργος Καρανικόλας: Είναι όμως μεγάλα τα tracks.
ΑΚ: Λένε ότι μεγαλώνοντας έχεις περισσότερα να πεις… Αυτό δεν είναι βέβαια απαραίτητα σωστό. Κοίταξε, αυτό ήταν το σώμα της δουλειάς μας τώρα.
ΓΚ: Δεν το μελετήσαμε καθόλου, το αφήσαμε να μας πάει μόνο του. Και κάπου μας σταμάτησε ο χρόνος που εκ των πραγμάτων διαρκεί ένα βινύλιο. Ίσως να το είχαμε λίγο στο μυαλό μας, ό,τι γράφουμε να χωρέσει σε ένα βινύλιο.
ΑΚ: Είχαμε κιόλας «υποφέρει» από τα διπλά βινύλια στο παρελθόν…
Νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που ένας δίσκος σας περιέχει μια ακολουθία τραγουδιών, κανένα από τα οποία δεν διαρκεί λιγότερο από 5 λεπτά.
ΑΚ: Μπορούσαμε όμως ανέκαθεν να φλερτάρουμε με αυτές τις διάρκειες. Και στο πρώτο υπήρχε το “Blue Moon”. Πιο μετά το “It’s all over now baby blue”, το “Fleshdiver”... Για αυτό το δίσκο υπήρξαν δύο περίοδοι που δουλέψαμε τα κομμάτια. Η πρώτη ήταν με το “Always the sun”, το “White Knuckles” και λίγο το “Snakecharmer”. Τα υπόλοιπα δουλεύτηκαν όλα μαζί σε ένα διάστημα προπαραγωγής που ήταν σχετικά συμπυκνωμένο. Ίσως γι’ αυτό, παρότι δεν είναι ηχητικά και δομικά όλα τα κομμάτια κοντά το ένα στο άλλο, υπάρχει ένα αίσθημα ομοιογένειας. Είναι το αποτύπωμα μιας συγκεκριμένης περιόδου.
Τα εννιά χρόνια που πέρασαν από το Heavy Liquid δεν είναι και λίγα.
ΑΚ: Και με το να παίζεις live, ενεργός είσαι. Επίσης υπήρχαν κι άλλα projects που έτρεχαν παράλληλα. Έπαιρναν κι αυτά το δικό τους χρόνο. Όμως κάτι εξίσου σημαντικό για το πώς και το πότε έγινε αυτός ο δίσκος, κάτι που δηλαδή θα μας οδηγούσε σε αυτή την πορεία, ήταν ο Στέφανος. Η αλλαγή που έγινε και η νέα υποδομή που έφερε ο ερχομός του.
Για τα άλλα projects, ο διαχωρισμός του χρόνου γίνεται…
ΑΚ: …με πόνο!
Υπάρχει κάποιος διακόπτης που πατάτε όταν θέλετε να γράψετε τραγούδι για τους Drive ή για τους Holy Strangers ή τους Omega Ray;
ΑΚ: Νομίζω ότι απλά έχει να κάνει με ποιους έχεις πρόβα την επόμενη φορά.
ΓΚ: Εντάξει, με τους Omega Ray δεν υφίσταται τέτοιο θέμα γιατί όλα βγαίνουν επί τόπου. Γενικά όμως υπάρχει μία αβίαστη κατάσταση που σε οδηγεί είτε εδώ είτε αλλού.
ΑΚ: Είναι δηλαδή το μορφογεννητικό περιβάλλον, ποιο νομίζεις ότι θα εξυπηρετήσει καλύτερα αυτό που έχεις στο μυαλό σου.
Always the Sun
Eίναι ένα από τα τραγούδια του δίσκου που ο κόσμος γνωρίζει εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια από τις συναυλίες. Ήταν κι αυτός -μία διάθεση δηλαδή να τεστάρετε επί σκηνής τα νέα τραγούδια- ένας από τους λόγους που σας πήρε τόσα χρόνια να βγάλετε νέα δουλειά;
ΓΚ: Νομίζω ότι σε όλους τους δίσκους το έχουμε κάνει αυτό. Τα κομμάτια, όχι όλα φυσικά αλλά τουλάχιστον τα μισά, τα παίζαμε λάιβ πριν μπούμε στο στούντιο, αρκετά πριν κυκλοφορήσει ο όποιος δίσκος.
ΑΚ: Και μάλιστα υπήρχε μία περίοδος, θα το θυμάται και ο Γιώργος, που γράφαμε κομμάτια την Τετάρτη και το Σάββατο τα παίζαμε λάιβ. Νομίζω ότι και το “White Knuckles” είναι χαρακτηριστική περίπτωση κομματιού που φτιάχτηκε στη σκηνή. Σε όλα του τα στάδια το παίζαμε. Αν το ακούσεις πώς ήταν όταν το πρωτοπαίξαμε, σε σχέση με τώρα υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Όταν παίζετε για πρώτη φορά ζωντανά ένα τραγούδι που δεν υπάρχει ακόμη σε δίσκο, θα επηρεάσει το feedback από τον κόσμο τη δική σας αντίληψη επ’ αυτού; Αν οι αντιδράσεις του κόσμου είναι χλιαρές, θα μπείτε σε μία διαδικασία να σκεφτείτε μήπως έχετε κάνει κάτι λάθος;
ΓΚ: Όχι γιατί άλλωστε το τραγούδι διαμορφώνεται καθώς το παίζεις.
ΑΚ: Αποκτάει υπόσταση με το χρόνο.
ΓΚ: Επίσης το πρώτο vibe του κόσμου, δεν είναι πάντα και το τελικό. Έχουν υπάρξει περιπτώσεις κομματιών μας -ίσως να είναι και πολλά- που ο κόσμος τα «ανακάλυψε» μετά από δέκα χρόνια. Σίγουρα παίζει κάποιο ρόλο η πρώτη αντίδραση, γιατί δεν είσαι machine, αλλά δεν είναι καθοριστικός.
ΑΚ: Ένα χαρακτηριστικό αυτού του δίσκου που αποτυπώνει και την περίοδο που προηγήθηκε από την ηχογράφησή του, είναι ότι υπήρχαν πολλές στιγμές που ήμασταν στο στούντιο και τζαμάραμε. Μπαίναμε και για ένα μισάωρο δεν παίζαμε κάτι συγκεκριμένο και πιστεύω ότι εκεί φαίνεται ο πλούτος της σχέσης μας και το πώς μετά από όλα αυτά τα χρόνια έχουμε αποκτήσει μια σχεδόν διαισθητική προσέγγιση στο να παίζουμε μαζί. Όλη αυτή η κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα ο δίσκος, έτσι όπως τον ακούω τώρα δηλαδή, να ακούγεται λίγο πιο «ανοιχτός». Δεν ξέρω πώς να το ορίσω ακριβώς αυτό, αλλά φαίνεται ότι έχει από κάτω ένα υπόβαθρο αρκετά πλατύ συχνοτικά και δομικά.
Γενικά ακούτε τους προηγούμενους δίσκους σας;
ΓΚ: Εκ των πραγμάτων, αφού τους παίζουμε κιόλας συνέχεια…
ΑΚ: Τώρα πια η σχέση μας με τα προηγούμενα είναι τα live.
ΓΚ: Εντάξει, κάποιες φορές για λόγους παραγωγής το κάνεις κανονικά. Πάντως σε αυτό το δίσκο κι εγώ αλλά πιστεύω κι ο Αλέξης θέλαμε τα όργανα και ό,τι φωνή ήταν να γραφτεί, να γίνει με τη μία, για να αποτυπωθούν ακόμη και οι αναπνοές. Ενώ σε άλλες μας δουλειές κάναμε το κλασικό, σταματούσαμε, γράφαμε, σταματούσαμε, γράφαμε. Αυτό το στοιχείο νομίζω ότι δίνει πολλή δύναμη στο δίσκο. Τα takes είναι με τη μία, κάτι που δίνει την αίσθηση του live.
ΑΚ: Μερικές ιδέες μπήκαν σχεδόν ακατέργαστες. Εκείνη την ώρα ερχόταν κάτι και αποτυπωνόταν. Ίσως αυτό να έχει να κάνει με το ότι δεν υπήρξε διάστημα ουσιαστικής προπαραγωγής. Δεν υπήρχε η περίοδος που κάθεσαι, ας πούμε, ένα μήνα και ξεκαθαρίζεις τα κομμάτια για να αποφασίσεις τι θα γράψεις. Μπήκαμε στο στούντιο και κατά κάποιο τρόπο κάναμε την προπαραγωγή ενώ ηχογραφούσαμε. Σε αυτό φυσικά βοήθησε πάρα πολύ και η συμμετοχή του Jim (σ.σ. Jim Spliff) και του Νίκου Αγγλούπα (σ.σ. Otomo). Μετά το F*Head Entropy αυτός είναι ο δίσκος μας στον οποίο οι παραγωγοί έχουν μια πιο ενεργή συμμετοχή. Στο Heavy Liquid ήταν περισσότερο η μπάντα και η όρεξη να χωρέσουν όλες μας οι γνώμες.
Ενώ τώρα ακούγατε με προσοχή αυτά που σας έλεγαν οι παραγωγοί;
ΑΚ: Τους εμπιστευτήκαμε. Όπως στο “Everlasting Intro”, που είναι μια δική τους προσέγγιση με κρουστά σε κάποιες γραμμές του Γιώργου. Όλο αυτό για μένα ήταν ευτύχημα γιατί μεγαλώνεις τη δημιουργική μονάδα με δύο ανθρώπους. Τους κάνεις κατά κάποιο τρόπο συνυπεύθυνους. Πρέπει βέβαια να είσαι σίγουρος για αυτούς τους ανθρώπους. Αλίμονο όμως, ο Jim μετά από τόσα χρόνια είναι προέκταση της μπάντας. Με τον Νίκο εγώ δεν είχα ξαναδουλέψει αλλά ο Γιώργος έκανε το The Gift.
ΓΚ: Ο Νίκος, σε σχέση με αυτό που έλεγα και πριν, είναι καλός στο να πηγαίνει στην πηγή, στο όποιο όργανο, να παίρνει τον ήχο από μέσα στο δωμάτιο και να τον φέρνει έξω στην κονσόλα αυτούσιο. Αυτό έχει σαν modus vivendi.
ΑΚ: Κάτι που σκέψου πόσο δύσκολο μπορεί να είναι στα τύμπανα. Να τα ακούς στο control room ακριβώς όπως τα ακούς στο δωμάτιο που τα γράφεις.
The Wave
Έντονο χαρακτηριστικό του δίσκου, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω αν είναι εντονότερο σε σχέση με παλιότερα, είναι το κατά σημεία ευθύ και καυστικό πολιτικοκοινωνικό σχόλιο. Ενδεικτικοί είναι και οι στίχοι εδώ: Guess it’s too late to understand / The lesson of the continent / The line of people in the snow / The broken toys at the plateau / An empty shoe / In promised land / Under the stars / Babylon’s done tonight / Number two / I’m here with you / In this headless dream / That keeps rising over the waves.
ΑΚ: Είναι πράγματι πολύ σαφές το μήνυμα του τραγουδιού και η εικόνα που περιγράφει. Νομίζω ότι όλοι νιώσαμε ότι στα νερά του Αιγαίου δεν βούλιαζαν μόνο οι άνθρωποι, που είναι φυσικά το πιο τραγικό, αλλά βούλιαζε και μια ολόκληρη ιδέα που είχε η Ευρώπη για τον εαυτό της. Αυτός ο δίσκος έχει κάποια χρόνια πίσω του, μία περίοδο που ζυμώθηκαν οι στίχοι, οι εικόνες που αποτέλεσαν τα ερεθίσματα. Όλοι ξέρουμε τι ζήσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Ζωές καταστράφηκαν, όνειρα πήγανε στον υπόνομο, άνθρωποι πνίγηκαν προσπαθώντας να φτάσουν κάπου… Όλα αυτά είναι στιγμιότυπα που δεν μπορείς να τα προσπεράσεις.
Η δεύτερη περίοδος των Drive είναι άλλωστε «συνομήλικη» με τη νέα πραγματικότητα -είναι πια αστείο να μιλάμε για κρίση- της χώρας.
ΑΚ: Ναι, με αυτή τη δυστοπική κανονικότητα. Όμως δε μπορώ να πω ότι δεν συνέβαινε αυτό και στην πρώτη εποχή των Drive. Μέχρι το 95 ήταν και τότε μία εποχή έντονων πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων, ειδικά στον τομέα της νεολαίας. Η στάση μας είναι να στηρίζουμε αυτό που πιστεύουμε ότι αξίζει να στηριχθεί με τις φτωχές μας δυνάμεις. Ας μην το κάνουμε όμως και θέμα. Η συμμετοχή μας δηλαδή σε μια συναυλία για ένα συγκεκριμένο σκοπό δεν είναι σημαντικότερη από αυτή του τεχνικού που στήνει αφιλοκερδώς τη σκηνή ή όλων των ανθρώπων που τρέχουν για τη διοργάνωσή της.
White Knuckles
Πόσο έχει αλλάξει το συγκεκριμένο τραγούδι από τότε που το πρωτογνωρίσαμε μέσω του ντοκιμαντέρ «Φασισμός ΑΕ»;
ΓΚ: Όχι πολύ. Ήταν βέβαια πιο μεγάλο, και στα λάιβ που το παίζαμε.
ΑΚ: Στην αρχή δεν ξέραμε καν πως ήταν αυτό το κομμάτι. Ήταν ένα θέμα του μπάσου με τα τύμπανα και από πάνω -τουλάχιστον έτσι το αντιλαμβανόμουν εγώ- γινόταν ένα παιχνίδι με τις κιθάρες. Όταν όμως μπήκαμε στο στούντιο, το παιχνίδι έγινε πολύ συγκεκριμένο. Και υπήρξε ένα δίλημμα: θα κρατήσεις αυτό το κομμάτι ως καμβά για jam ή θα το βάλεις σε ένα καλούπι κινδυνεύοντας να χάσεις την ελευθερία του; Νομίζω όμως ότι όλα πήγαν καλά τελικά. Τώρα, για το «Φασισμός ΑΕ», πιστεύω ότι είναι κομβικό ντοκιμαντέρ γιατί δείχνει ότι οι διαδρομές της φασιστικής ιδεολογίας είναι διαδρομές χρήματος και τελικά είναι ιδιοτελές όλο αυτό το πράγμα, δεν προέρχεται από κάποιο έστω και διεστραμμένο ιδεαλισμό.
Το “White Knuckles” είναι ενδεικτικό μιας μπάντας που μπαίνει στο στούντιο με όρεξη να τζαμάρει, που ξεκινάει να παίζει χωρίς να ξέρει ακριβώς που θέλει να καταλήξει.
ΓΚ: Ισχύει αυτό αλλά όχι για ολόκληρο το άλμπουμ. Σε κάποια τραγούδια ξέραμε από την αρχή που θέλαμε να πάμε.
ΑΚ: Επίσης κατά κάποιο τρόπο είχαμε συμφωνήσει ότι σε αυτό το δίσκο, όλες οι ιδέες που θα υπάρξουν, πρέπει να μπουν, έστω και μια φορά. Ακόμη κι ένα μικρό θέμα σε κάποιο κουπλέ. Να μη μείνει καμία ιδέα απ’ έξω.
ΓΚ: Aυτό δε σημαίνει ότι ο δίσκος γράφτηκε στο πόδι. Είχε δουλειά από πίσω, από τον καθένα μας. Πάντως η ηχογράφηση των tracks, χωρίς τη μίξη, κράτησε 14 μέρες.
AK: Για εμάς είναι ρεκόρ.
Η καλύτερη στιγμή κατά τη διαδικασία ηχογράφησης ενός άλμπουμ, και δη του συγκεκριμένου, ποια είναι;
ΓΚ: Έχει να κάνει με το αν σου βγαίνουν κάποια peaks όσο γράφεις, έτσι όπως πρέπει. Τότε φτιάχνεσαι.
ΑΚ: Έχω σε βίντεο μια τέτοια στιγμή, που γράφει ο George το “Always the Sun” και είναι…up there, ξέρεις, στον έβδομο ουρανό.
ΓΚ: Νομίζω ότι τέτοιες στιγμές ήταν περισσότερες σε αυτό το δίσκο. Όπως έγινε στο “Everlasting Intro” που έπαιζα εγώ κιθάρα με κατσαβίδια και κάτι τέτοια, και οι άλλοι που ήταν στην κονσόλα, έβαζαν διάφορα από πάνω χωρίς να το ξέρω. Είχαν μπει δηλαδή και οι ηχολήπτες στο τριπάκι κι έκαναν παιχνίδι. Αυτό είναι γαμάτο.
ΑΚ: Αυτό που περιγράφει ο Γιώργος εγώ το ένιωσα πολύ έντονα στο ενδιάμεσο μέρος του “Angel”. Όταν πήγαμε να το γράψουμε, πραγματικά δεν είχαμε ιδέα τι θα κάναμε. Υπήρχαν φυσικά τα θέματα, αλλά δεν ξέραμε πώς θα καταλήγαμε σε κάτι δομημένο. Κι όταν το ακούσαμε τελικά, με ξεπέρασε. Γι’ αυτό ήταν πολύ σημαντική η συνεισφορά των ηχοληπτών.
Κατα πόσο μπαίνει ο καθένας σας στα «χωράφια» του άλλου όταν γράφετε;
ΓΚ: Εντάξει, γίνεται μια ζύμωση.
ΑΚ: Το περιμένεις από τον άλλο. Ακόμη κι αν βγαίνοντας από το στούντιο ρωτήσεις «μάγκες πώς σας φάνηκε;» και σου πουν «άσ’το, δεν…»
ΓΚ: Υπάρχει κι ο ευγενικός τρόπος: «Μήπως να δοκιμάσεις κι αυτό;»
ΑΚ: Το αστείο είναι όταν βγαίνεις νομίζοντας ότι έχεις κάνει το performance της ζωής σου και βλέπεις τους άλλους αδιάφορους.
Snakecharmer
“You ‘re not a piece of dirt you got to shout it loud now / While living the end of the world again and again / Feel no regret / You see we all do what we can / Now roll down, roll down the hill / Like the head of a king”. Αυτοί οι στίχοι Αλέξη με πήγαν πίσω σε κάτι που είχες πει στις συναυλίες για τα 30 χρόνια. Ότι ακόμη και αν δεν μας έχει μείνει τίποτα άλλο, θα μας έχει μείνει ένα ποτήρι σπασμένα όνειρα.
ΑΚ: Οι συγκεκριμένοι στίχοι προέκυψαν από ένα ερέθισμα που πήρα από την ταινία “I, Daniel Blake”. Τη στιγμή που αυτός ο τύπος βγαίνει και γράφει στον τοίχο, μέσα σε μια έρημο που όσο και να φωνάξεις, τίποτα δεν μπορεί να ακουστεί. Αλλά πρέπει να το φωνάξεις για να το ακούσεις πρώτα απ’ όλους εσύ, για να επικυρώσεις την αξία σου ως άνθρωπος. Πάντα υπάρχει ένα όριο και ποτέ δεν πρέπει να επιτρέπεις στον εαυτό σου να πάει πιο κάτω από εκεί που αμφισβητείται η ανθρώπινη υπόστασή σου.
Angel (Whiskey Mouth)
Ακούγοντας το, οι πρώτες λέξεις που μου ήρθαν στο μυαλό ήταν blues και Dream Syndicate. Ίσως και Died Pretty.
ΑΚ: Είπες πολύ ωραία πράγματα τώρα…
ΓΚ: Όμως τουλάχιστον από τη μεριά μου είχα περισσότερο τους Blue Cheer στο μυαλό μου.
Λίγο μετά τη μέση, άλλωστε, «σκληραίνει» απότομα…
ΓΚ: Εκεί νομίζω ότι είναι εμφανής η επιρροή από Spacemen 3.
ΑΚ: Μια σημαντική στιγμή στη διαδικασία της υλοποίησης ενός κομματιού είναι όταν ο Χρήστος βάζει το ρυθμό και το κομμάτι παίρνει μια διάσταση που θα το ορίσει. Ειδικά στο "Angel" υπάρχει τεράστιο credit για τον Χρήστο, στο πρώτο και το τρίτο μέρος τα τύμπανα είναι όλο το κομμάτι. Είναι ένα «τεσσάρι» που κάθεται τέλεια και συμβάλλει στην ταυτότητα του τραγουδιού.
ΓΚ: Εγώ ας πούμε το “Angel” στην πρωτόλειά του μορφή το δούλευα πριν από το “Always the Sun”. Και δεν το είχαμε συζητήσει. Απλά όταν ήρθε η ώρα είπαμε “let’s do it”.
ΑΚ: Είναι η στιγμή που το ίδιο το κομμάτι σε πιέζει να το προχωρήσεις.
Radio (City of Love)
Το ποιος τελικά θα αναλάβει τα lead vocals έχει να κάνει με το ποιος θα φέρει την κεντρική ιδέα ενός τραγουδιού;
ΑΚ: Τις περισσότερες φορές ο καθένας τραγουδάει τα δικά του lyrics. Γιατί έχεις μέσα σου όλη την ψυχική ενέργεια για να αποδώσεις αυτά που έχεις γράψει. Πάντως με τον Γιώργο δεν συζητάμε για το πώς θα είναι οι αρμονίες ή κάτι τέτοιο. Συμβαίνει πολύ πιο φυσικά.
ΓΚ: Ναι, δεν πέφτει πολλή συζήτηση.
ΑΚ: Γενικά στους Drive…
ΓΚ: Αυτό το τραγούδι στιχουργικά μου είχε έρθει σαν προοίμιο του “Always the Sun”. Αναφέρεται σε ένα manipulation territory που είσαι, ενώ το άλλο σε πάει σε ένα territory της προσωπικής, εσωτερικής σου δύναμης, όπως την όριζε ο Καστανιέτα. Θέλω να τονίσω, επειδή έχω ακούσει διάφορα, ότι το “Always the Sun” είναι ένα πολύ αισιόδοξο κομμάτι. Θυμάμαι να συζητάμε με τον Jim ότι και οι Stranglers έχουν τραγούδι με ίδιο τίτλο, και να του λέω ότι εντάξει, περισσότερη σχέση έχω εγώ με τον ήλιο παρά εκείνοι. Είναι μια ζωτική δύναμη εδώ πέρα. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό.
ΑΚ: Θυμάμαι όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, με το που έσκαγε ήλιος δεν έπεφτε καν τηλέφωνο, συναντιόμασταν και τρέχαμε στους δρόμους, τριπάραμε κάτω από τη λιακάδα. Υπάρχει βέβαια κι αυτό που είχε πει ο Χίτσκοκ, ότι τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα συμβαίνουν κάτω από το φως του ήλιου.
Yiagos
Ποιος είναι ρε παιδιά αυτός ο Γιάγκος;
ΑΚ: Ο Γιάγκος Χαιρέτης, ο Ανωγειανός λαουτίστας. Ένα μεσημέρι πριν από δυο-τρία χρόνια είχε έρθει με το λαούτο του στο στούντιο και τζαμάραμε. Υπάρχουν κάποια sessions από εκείνη τη μέρα. Το “Yiagos” είναι κατά κάποιο τρόπο ένας συγκερασμός δύο κομματιών, ενός jamming theme που παίζαμε ήδη και ενός άλλου που γράφτηκε όταν ήρθε ο Γιάγκος. Είχαμε σκοπό να το ηχογραφήσουμε μαζί του αλλά οι συνθήκες δεν μας το επέτρεψαν, οπότε σκεφτήκαμε να τον τιμήσουμε δίνοντας το όνομά του στο τραγούδι. Είναι μοναδική περίπτωση ο Γιάγκος. Παίζει παραδοσιακή μουσική αλλά με ένα τρόπο πολύ σημερινό και δυναμικό και πολύ μακριά από στερεότυπα, σαθρά κατά τη γνώμη μου, τα οποία υποτίθεται μας συνδέουν με την παράδοση.
Γενικά παρακολουθείτε όλο αυτό που ορίζεται ολίγον τι ασαφώς ως «παραδοσιακή μουσική»;
ΓΚ: Εγώ όχι, δεν το ‘χω καθόλου.
ΑΚ: Κατά κάποιο τρόπο βέβαια είναι κάτι που έχει εγγραφεί μέσα σου.
Αν υποθέσουμε ότι οι Drive είναι οι «αρχηγοί της φυλής»…
ΑΚ: Όχι ρε συ… Να δούμε τότε αν θα μαγειρέψουμε κανέναν ιεραπόστολο…
Αυτή τη «φυλή», όπως κι αν την αντιλαμβανόμαστε εμείς που ακούμε κι εσείς που παίζετε, πώς την έχετε δει να αλλάζει με τα χρόνια;
ΓΚ: Αν εννοείς τη «σκηνή», δεν ξέρω αν είναι καλύτερα τα πράγματα τώρα.
ΑΚ: Είναι μεγάλη κουβέντα το πώς έχουν αλλάξει τα πράγματα και κατά πόσο μπορούμε να τα αξιολογήσουμε αντικειμενικά. Φαινομενικά είναι πολύ πιο εύκολο να γράψεις και να κυκλοφορήσεις κάτι, αλλά αν θες να προχωρήσεις πρέπει να αναλάβεις μόνος σου το κόστος, να αυτοχρηματοδοτήσεις για παράδειγμα μια περιοδεία ή να ανταπεξέλθεις στις χαμηλές αμοιβές που μπορεί να σου δώσουν σε κάποιο μέρος που θα παίξεις.
ΓΚ: Εξαρτάται πως το εκλαμβάνει ο καθένας. Εμείς ξεκινήσαμε σε ένα περιβάλλον απόλυτα περιορισμένο, τα τρία πρώτα χρόνια παίζαμε για 40 άτομα. Αυτό όμως είναι που σε κάνει να τονίσεις τη σφραγίδα σου, το στυλ σου και να εμβαθύνεις. Είναι λίγο μονομανιακό, αλλά ταυτόχρονα πολύ δημιουργικό. Αν σήμερα μια μπάντα θέλει κάποια στιγμή να καταφέρει να πληρώνεται όσο οι λαϊκοί, εγώ δεν μπορώ να προσαρμοστώ με αυτό. Ξεκίνησα να παίζω μουσική για την καύλα μου κι έτσι θα συνεχίσω για όλη μου τη ζωή. Γι’ αυτό με τρομάζει λίγο να βλέπω πιτσιρικάδες να φτιάχνουν μία μπάντα και να έχουν στο μυαλό τους ένα αναλυτικό πλάνο για το πως θα κινηθούν. Προτιμώ μια μπάντα που λέει «δεν ξέρω τι θα κάνω, απλώς βγαίνω και παίζω».
Αν αυτό που κάνετε σήμερα δεν αφορούσε τόσο κόσμο, όλη αυτή τη «φυλή», θα συνεχίζατε;
ΓΚ: Ε ναι. Τι καλύτερο να κάνεις δηλαδή από το να παίζεις μουσική;
ΑΚ: Γενικά σε επαγγελματικό επίπεδο, με την έννοια του “professional rocker”, δεν μπορείς να πεις ότι έχουμε κάνει και τρομερά βήματα από τότε που ξεκινήσαμε. Γιατί πάντα είχαμε κάτι αμφίσημο. Από τη μία το σκουλήκι που δεν μας έβαλε ποτέ να στήσουμε ένα δρόμο που θα μας εξασφάλιζε κάποια πράγματα. Από την άλλη αυτό έδινε μια αίσθηση ελευθερίας που είναι ανεκτίμητη. Αυτή η αίσθηση ελευθερίας είναι που μας κάνει μετά από τόσα χρόνια να βγάζουμε νέο δίσκο και να λέμε ότι έχουμε λιγάκι μέσα μας την ίδια καύλα που είχαμε όταν βγάζαμε το πρώτο.
Αν λοιπόν οι Last Drive του 2018 συναντούσαν τους Last Drive του 1985, θα συμπαθούσαν οι μεν τους δε;
ΑΚ: Εκείνοι σίγουρα δεν θα μας συμπαθούσαν και νομίζω ότι θα ήταν το πιο υγιές που θα μπορούσαν να κάνουν.
Οι πόρτες ανοίγουν στις 20:00.
Περισσότερες πληροφορίες: fuzzclub.gr/event/last-drive