Πρωτάκουσα Βασίλη Παπακωνσταντίνου στα τέλη της δεκαετίας του 80, σε μια συλλογή με τραγούδια της εποχής, διαφόρων ερμηνευτών και συγκροτημάτων. Από δικά του, η κασέτα περιείχε το «Μαχαίρι», τον «Γουίλι», το «Άσε με να κάνω λάθος» και τον «Μαύρο γάτο» του. Χωρίς να καταλαβαίνω πολλά από μουσική τότε, θυμάμαι ακόμη το πόσο με είχε εντυπωσιάσει το «επικό» ύφος της ερμηνείας του, κάτι που δημιουργούσε την αίσθηση ότι ο στόχος του δεν ήταν απλώς να παίξει ροκ, αλλά περισσότερο να απαγγείλει ποίηση (με ροκ υπόκρουση).
Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά από τότε, ο Βασίλης (έτσι, σκέτο, γιατί ο καθένας μας τον θεωρεί δικό του άνθρωπο) κρατά αμείωτη την κοινωνικοπολιτική διάσταση που ανέκαθεν χαρακτήριζε κάθε του βήμα, είτε όταν έπαιζε στις μπουάτ, είτε όταν γέμιζε στάδια. H Popaganda τον συνάντησε λίγο πριν την πρεμιέρα της μουσικοθεατρικής παράστασης με τίτλο «9:05», στην οποία συμπράττει με τον Οδυσσέα Ιωάννου και τον Χρήστο Θηβαίο, με τον Παντελή Βούλγαρη στην σκηνοθεσία.
Τα πρώτα μου ακούσματα ήταν από την μουσική της φύσης, οι βοριάδες, το θρόισμα, οι βροντές, η βροχή και πάνω απ’ όλα τα πουλιά. Όλα αυτά στο χωριό που γεννήθηκα. Το λένε Βάστα Αρκαδίας γιατί επί τουρκοκρατίας το καίγανε συνέχεια και το ξαναχτίζανε. Έτσι, λέγανε συνέχεια «βάστα κατακαημένο, βάστα». Όπως λέμε «κράτα ρε φίλε γερά».
Κάθε σπίτι είχε και έναν ξενιτεμένο που έστελνε γράμματα και δέματα. Κάθε Τετάρτη που ερχόταν ο ταχυδρόμος και μοίραζε αλληλογραφία στο καφενείο του χωριού γινότανε συνωστισμός. Εκεί βρήκα την ευκαιρία να ικανοποιήσω την «ψωνάρα» που είχα από μικρός. Πήγαινα όπου έβλεπα κόσμο, ανέβαινα σε ένα τραπέζι και τους έλεγα αστεία ποιήματα, με μεγάλη δόση αυτοαναίρεσης. Έλεγα ξέρω γω «ανέβηκα σε ένα βουνό και είδα ένα γουρούνι. Το κοίταξα καλά καλά και μου έμοιαζε στη μούρη». Ο κόσμος ευχαριστιόταν, μου έδινε λουκούμια και καραμέλες. Μια μέρα, ανέβηκα να τραγουδήσω σε ένα δέντρο, έπεσα και λιποθύμησα. Η αδερφή μου νόμιζε ότι πέθανα, αλλά ξύπνησα. Μόνο στα κεραμίδια δεν ανέβηκα γιατί δεν είχα πρόσβαση.
Το χωριό δεν είχε γυμνάσιο και όποιος τελείωνε το δημοτικό έπρεπε να πάει στην Μεγαλόπολη που ήταν τέσσερις ώρες ποδαρόδρομος! Όταν έφτασε η στιγμή να πάνε γυμνάσιο τα αδέλφια μου που ήταν μεγαλύτερα, ο πατέρας μου αποφάσισε-και καλά έκανε- να έρθουμε οικογενειακώς στην Αθήνα. Μέναμε στην σημερινή Αγία Παρασκευή που τότε ήταν όλο χωράφια. Εκεί υπήρχε μια βίλα μιας οικονομικά ξεπεσμένης αστικής οικογένειας που μας νοίκιασε το σπιτάκι του κηπουρού που ήταν και πλυσταριό. Ένα μικρό δωμάτιο με μια γκαζιέρα κάτω από το τραπέζι.
Κάποια στιγμή πήγαμε στις εργατικές κατοικίες της Νέας Φιλαδέλφειας. Εκεί γύρω στα 13-14 μου, εισέβαλλαν στη ζωή μου οι Beatles, οι Rolling Stones, οι Animals. Κάθε γειτονιά είχε και το δικό της συγκρότημα. Εγώ ανέλαβα να φτιάξω αυτό της δικής μας. Έμαθα να παίζω με δανεική κιθάρα από τον φίλο Κώστα Παναγόπουλο, που έμενε κάτω από εμάς. Ονομάσαμε το συγκρότημα Crosswords. Στα 16-17 κάναμε την πρώτη μας συναυλία.
Οι εργατικές κατοικίες της Νέας Φιλαδέλφειας, του Βλάχου που λέμε, χωρίζονται από τη Νέα Ιωνία με ένα ρέμα που για εμάς ήταν τόπος παιχνιδιού. Παίζαμε με τα βρώμικα νερά από τα απόβλητα των εργοστασίων. Κάναμε λοιπόν την συναυλία στο Σινέ Ιωνία και «φάγαμε» το πρώτο μας χειροκρότημα, ήρθαν όλες οι εργατικές κατοικίες να μας στηρίξουν. Μετά από αυτό, το «μικρόβιο» θέριεψε.
Σαφώς και ζηλεύαμε τα συγκροτήματα που ήταν διάσημα, αλλά δεν πιστεύαμε ότι θα τα καταφέρναμε. Απλά, παίζαμε την μουσική που μας άρεσε, ακούγοντας Deep Purple, Jethro Tull, Rolling Stones. Αυτό κράτησε μερικά χρονάκια, ώσπου ένας γείτονάς μου που ήξερε ότι ασχολούμαι με την μουσική, μου έδωσε να ακούσω το Φορτηγό του Σαββόπουλου. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα ποίηση της εποχής. Μέχρι τότε τραγουδούσα «αγγλικά Πελοποννήσου». Ούτε που ήξερα τι έλεγα. Ακόμα και τώρα ελάχιστα αγγλικά γνωρίζω. Με το γκρουπ παίζαμε και γαλλικά και ιταλικά. Παίζαμε από όλες τις γλώσσες. Αν είσαι από την Πελοπόννησο, τις μιλάς όλες τέλεια.
Τα Σαββατόβραδα και τα κυριακάτικα απογεύματα παίζαμε σε ένα κλαμπ της Νέας Φιλαδέλφειας. Πολύς κόσμος! Μια Κυριακή απόγευμα ήρθε και ένα άλλο συγκρότημα να παίξουμε, αυτό του Λάκη με τα ψηλά ρεβέρ.
Παίζαμε συνήθως σε ντισκοτέκ της εποχής γιατί επειδή τα συγκροτήματα ήταν σε έξαρση, βάζανε μερικά να παίζουν. Έχω παίξει σε πάρα πολλά τέτοια μέχρι τα 19 μου. Συνήθως έμπαινε μέσα το μεικτό, αστυνομία μαζί με υγειονομικό. Απαγορευόταν η είσοδος σε όσους ήταν κάτω των 18. Εγώ όχι μόνο έμπαινα, αλλά τραγουδούσα κιόλας. Είχαμε τσιλιαδόρο και μόλις μας φώναζε «έρχονται», εγώ την έκανα για τις τουαλέτες!
Τότε υπήρχε στη Φιλοθέη ένα κλαμπ που λεγότανε Πράσινη Γωνιά. Εκεί έπαιζε ίσως το πιο αξιόλογο συγκρότημα που έχω ακούσει ποτέ στην Ελλάδα, οι Φοίνικες. Αρχηγός τους ήταν ο Κώστας Γανωσέλλης, ο μετέπειτα ενορχηστρωτής των κομματιών μου. Ήταν και κάποιος που τραγουδούσε νέο κύμα. Μέσα από συναδέλφους έμαθα ότι έφυγε φαντάρος και πήγα να ζητήσω δουλειά. Με άκουσε ο Γανωσέλλης και του άρεσα. Τραγουδούσα νέο κύμα, με μια κιθάρα της κακιάς ώρας. Συγχρόνως τραγουδούσα και στην Ελληνίδα, το μαγαζί όπου ήμουν με τον Λάκη Παπαδόπουλο. Έφευγα για να πάω από την Φιλαδέλφεια στην Φιλοθέη, μέσα στο καταχείμωνο με ένα ποδήλατο και με την κιθάρα στην πλάτη. Μια φορά θυμάμαι γλίστρησα στις γραμμές του τρένου που υπήρχαν εκεί για την γραμμή που πήγαινε στο Λαύριο και χτύπησα αρκετά.
Έτυχε να με ακούσουν στην Πράσινη Γωνιά κάποιοι που έκαναν λαϊκό πρόγραμμα και μου είπαν να παω στην Πλάκα. Πήγα στις Εσπερίδες και βρήκα τον Γιάννη Αργύρη. Με άκουσε και με βρήκε πολύ καλό. Προερχόμενος όμως από την ροκ, φώναζα πολύ και μου έλεγε «Κατέβα! Τι φωνάζεις ρε, μανάβης είσαι;». Οπότε πήγα σε μια άλλη μπουάτ δίπλα, την Ξαστεριά και μετά φαντάρος.
Η θητεία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ήταν ότι χειρότερο. Κάθε ηλιοβασίλεμα έκλαιγα, ενώ άλλες φορές γελούσα με την γελοιότητά μας. Εκπαιδεύτηκα στα τεθωρακισμένα, παρέα με τον Μητροπάνο. Εκείνος ήταν από αναβολή. Γνωριστήκαμε γιατί παίξαμε και τραγουδήσαμε παρέα στην ορκωμοσία.
Στην αρχή με ρωτήσανε τι γνώριζα να κάνω και τους είπα ότι παίζω όλα τα έγχορδα, τύμπανα και τραγουδάω. Με δοκιμάσανε και είπαν «εσύ είσαι κατευθείαν για την λέσχη αξιωματικών, στην Αθήνα». Όταν όμως είδαν ότι τα μητρώα μας ήταν κόκκινα, εμένα με έκαναν οδηγό άρματος και τον Μητροπάνο μουλαρά. Εμένα μου χρεώσανε ένα τανκ και εκείνου ένα μουλάρι. Αργότερα που συναντιόμασταν καμιά φορά, μου έλεγε «Εγώ το μουλάρι το έχω αγαπήσει». Εγώ πάλι, δεν τα πήγαινα πολύ καλά με το τανκ, παρά μόνο κάποιες φορές που μαζευόμασταν εκεί μέσα με φίλους, τρώγαμε και καπνίζαμε. Το είχαμε κάνει φωλιά.
Όσο ήμουν φαντάρος, τα δισκοπωλεία της Αθήνας αποφάσισαν ότι, αντί να πληρώνουν τις δισκογραφικές, θα ήταν καλύτερα να κάνουν δικές τους εταιρίες. Από έναν φίλο έμαθα ότι έψαχναν καινούριους. Με στείλανε στον Βασίλη Αρχιτεκτονίδη. Σπουδαίος δάσκαλος και συνθέτης! Έκανα πρόβες τέσσερα τραγούδια. Και πήρα άδεια από τον στρατό για να πάω να τραγουδήσω.
Είχα φάει και κάτι φάπες στον στρατό... Νοίκιαζα τότε ένα σπίτι μαζί με κάτι άλλους φίλους φαντάρους, αλλά αυτό απαγορευόταν. Μας πήρανε χαμπάρι και μας παρακολουθούσαν οι εσατζήδες. Μπήκανε στο σπίτι και έκαναν έρευνα. Βρήκαν ένα μαγνητοφωνάκι μου με ταινίες και ακούσανε ένα τραγουδάκι που έλεγε «τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν για πόλεμο στο μακρινό το Ιράν. Ο πρώτος από πόλεμο δεν κάτεχε, ο δεύτερος στις κακουχίες δεν άντεχε, ο τρίτος ήταν υποκείμενο γελοίο και ο τέταρτος φοβότανε το κρύο». Όταν με συνέλαβαν και τους είπα ότι ήταν κομμάτι του Χατζιδάκι, μου είπε ο αξιωματικός με τη γνωστή φωνή του καραβανά: «Ρε άιντε από ‘κει που είναι του Χατζιδάκι». Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν.
Όλοι αυτοί οι συνθέτες, σαν τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Λοΐζο, τον Μούτση, τον Σπανό, κουβάλαγαν στις πλάτες τους μια απίστευτη κουλτούρα. Ερευνούσαν και ενδιαφέρονταν για τον κόσμο. Δεν έγραφαν για να κάνουν επιτυχίες. Ήταν ανάγκη έκφρασης για αυτούς. Αλλιώς θα πνίγονταν λόγω ευαισθησίας. Δημιουργούσαν χωρίς να ξέρουν αν θα γίνει ποτέ δίσκος αυτό που έγραφαν και έκαναν αριστουργήματα.
Όταν δεν υπήρχε τηλεόραση και το ραδιόφωνο ήταν ελάχιστο, ο κόσμος διάβαζε πολύ, μορφωνόταν και γεννούσε παιδιά. Αυτό θυμάμαι από τότε.
Πάνε ακριβώς σαράντα χρόνια από την μεταπολίτευση. Αυτός που γεννήθηκε τότε, ας πούμε ότι μέχρι τα 10 του δεν καταλάβαινε και πολλά. Όταν έφτασε σε μια ηλικία που μπορούσε να αντιλαμβάνεται τον κόσμο, έπεσε επάνω στον «εκφυλισμό» του Έλληνα και στο lifestyle που ήταν πρόθεση επιτυχίας και τίποτα άλλο. Μετά ήρθανε τα reality με τον μεγάλο αδελφό. Μετά, κάπου στα 20 του η τράπεζα τον παρακάλαγε να πάρει μπουζουκοδάνεια, αυτοκινητοδάνεια και εορτοδάνεια.
Με δανεικά χρήματα από την τράπεζα θέλανε όλοι να αποκτήσουν την ταυτότητα που έβλεπαν στην τηλεόραση. Το θέμα στα περιοδικά ήτανε ο «μοδάτος». Κάποια γράφανε τι είναι «in» και τι είναι «out». Θέλοντας όλοι να είναι «in», δεν ασχολήθηκαν με τίποτα άλλο. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν για το τι είναι σοσιαλισμός, κομμουνισμός, αναρχισμός, ναζισμός, φασισμός. Δεν υπήρχε κάτι να τους δώσει κίνητρο να διαβάσουν ένα βιβλίο. Γι’ αυτό τώρα είμαστε μια χώρα που δεν έχει ταυτότητα. Γι’ αυτό όλα τα διεθνή σουξέ γίνονται κι εδώ σουξέ. Τα δικά μας είναι ίδια με τα ξένα. Όλοι αυτοί κλέβονται μεταξύ τους. Εξ ου και η Eurovision και όλα αυτά που αποτελούν ένα πανηγύρι της βιομηχανίας των μπουτιών και των κοιλιακών.
Όταν απολύθηκα τελικά από το στρατό, μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνω, αποφάσισα να πάω στο εξωτερικό. Δεν είχα τίποτα να χάσω και τίποτα να κερδίσω. Στη Γερμανία γνώρισα κάποια παιδιά, αντιστασιακούς, φοιτητές και εργάτες. Έπιασα δουλειά σε ένα σκυλάδικο, όπου έβγαλα τα πρώτα μου λεφτά. Μετά τραγούδησα σε ένα εστιατόριο. Μετά στο στέκι των Ελλήνων της Γερμανίας, όπου σύχναζαν εργάτες και φοιτητές. Όλοι καλλιεργημένοι και αντιδικτατορικοί, οργανωμένοι σε διάφορες αριστερίστικες οργανώσεις. Υπήρχε πολύ έντονη δράση τότε στο εξωτερικό. Έχω συμμετάσχει και σε απεργία πείνας. Ήταν άγρια τα πράγματα.
Στην επόμενη σελίδα: Κι όμως, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου δεν θεωρεί τον εαυτό του «ροκά».