Το παίξαμε και φέτος. Λίστες με τα «Καλύτερα της Χρονιάς», αγαπημένη συνήθεια από τότε που ο μουσικός τύπος, οι άνθρωποι που τις φτιάχνουν και οι ίδιες οι λίστες, αν θέλουμε να είμαστε ειλκρινείς, είχαν κάποια ουσιαστική βαρύτητα. Γιατί πια, μάλλον δεν έχουν – τουλάχιστον με τον κατηγορηματικό τρόπο της ετυμηγορίας που αυτό συνέβαινε παλιότερα. Όσοι τις συντάξαμε, παρατηρήσαμε ενοχικά ότι και φέτος ακούσαμε λιγότερα άλμπουμ (προσοχή: όχι λιγότερη μουσική) από πέρυσι – κι αναρωτηθήκαμε, φωναχτά ή σιωπηλά, «πόσοι ακούνε πια ολόκληρα άλμπουμ;». Όσοι τις καταναλώσαμε, περιπλανηθήκαμε σε αυτές προσπαθώντας να αναδείξουμε τον υπερπρωταθλητή τους, βγάλαμε τα προφανή συμπεράσματα, σερβιριστήκαμε ερμηνείες και, οι πλέον καχύποπτοι, διακρίναμε το μακρύ χέρι μιας διαρκώς καταρρέουσας μουσικής βιομηχανίας που μπορεί να μην τις υπαγορεύει, αλλά θέτει ένα πολύ ασφαλές πλαίσιο στο οποίο κινούνται.
Είχαμε να διαλέξουμε από εκατοντάδες άλμπουμ και χιλιάδες τραγούδια –επιστροφές μεγαθηρίων, κύκνεια άσματα, συναρπαστικούς πρωτοεμφανιζόμενους, πειραματικά/ευφάνταστα formats κυκλοφορίας/παρουσίασης. Όλα (όσα τέλος πάντων) τα ακούσαμε βεβιασμένα, με το μυαλό μας κατά κανόνα να λειτουργεί σε shuffle, συνήθως κάνοντας διάφορα άλλα πράγματα ταυτόχρονα. Η μουσική έχει πάψει εδώ και πολλά χρόνια να αποτελεί monotasking, πότε ήταν η τελευταία φορά που κάτσατε στο σαλόνι σας και βάλατε ένα δίσκο να παίζει σε οποιοδήποτε format με σκοπό να αφιερωθείτε αποκλειστικά σε αυτόν; Κι αν αυτή η φορά είναι πρόσφατη, πόσες φορές το κάνατε μέσα στο 2016; Ας είμαστε ειλικρινείς. Καμία; Ας μην είμαστε τόσο ειλικρινείς. Ας πούμε λίγες. Ελάχιστες.
Μήπως γιατί η μουσική πια δεν είναι τόσο σημαντική; Είναι παντού, σύμφωνοι. Είναι ευκολότερο από ποτέ να την ακούσεις, είναι ευκολότερο από ποτέ να γίνεις νόμιμα ή παράνομα κάτοχός της (είτε πρόκειται για το νέο άλμπουμ των Rolling Stones, είτε για τη δουλειά ενός παραγωγού που φτιάχνει μουσική με ένα φθηνό λάπτοπ στο πιο απομακρυσμένο μέρος του κόσμου). Αλλά, επιμένω, έχει σημασία; Η είναι απλά ένα ακόμα κομμάτι πληροφορίας στο μωσαικό του σύγχρονου ψηφιακού κόσμου; Ένα background που κάποτε, όχι πολύ μακριά, έπαιζε κι άλλους ρόλους (αναζήτηση προσωπικής ταυτότητας, κοινωνικοποίηση, πολιτική έκφραση κτλ.), ενώ σήμερα απλά θεωρείται δεδομένο. Μήπως κι αυτές οι λίστες με τα καλύτερα είναι απλά ένα μάταιο κάδρο για να χωρέσει μια δραστηριότητα, η μουσική εμπειρία, που πια γίνεται όλο και πιο μονοδιάστατη;
Ζήτησα ένα σχόλιο από τον David Stubbs*, έναν από τους σημαντικότερους μουσικογραφιάδες των τελεταίων 35 χρόνων στη Μεγάλη Βρετανία. Όνομα συνυφασμένο με τις χρυσές μεταπάνκ μέρες του βρετανικού μουσικού τύπου –τότε που το μουσικό γράψιμο ήταν πρωτίστως πολιτικό κι έξοχως επιδραστικό– και συγγραφέα αρκετών μουσικών βιβλίων.
«Νομίζω, είναι κατά βάση σωστό αυτό το συμπέρασμα. Στα οικονομικά ισχύει ότι αυτό που είναι το πιο σπάνιο είναι και το πλέον πολύτιμο. Έτσι λοιπόν και στα 70s, όταν ήμουν παιδί, η ποπ μουσική ήταν κάτι που συναντούσες σπάνια, παντα σε σύγκριση με τη σημερινή εποχή που διαθέτει 24ωρα θεματικά μουσικά κανάλια στην τηλεόραση, υπάρχει το ραδιόφωνο και, φυσικά, το YouTube και το ίντερνετ γενικότερα. Είμαι σίγουρος ότι το ίδιο ήταν παντού, σε όλον τον κόσμο. Στη Μεγάλη Βρετανία, ας πούμε, είχαμε ένα και μοναδικό πρόγραμμα, το Top Of The Pops μια φορά την εβδομάδα. Η πλειοψηφία της μουσικής που κυκλοφορούσε ήταν κακή MOR για μεγαλύτερες γενιές. Αλλά, ίσως μόνο για 10 λεπτά, μπορεί να πέφταμε πάνω στον David Bowie ή σε κάποια μπάντα σαν τους Slade, T-Rex, The Sweet, Roxy Music (σ.σ. μερικά από τα συγκροτήματα που καθόρισαν το glam rock). Η “περίεργη γοητεία” του glam ήταν ότι ερχόταν σε μια εξωγήινη αντίθεση με τις μονόχρωμες, σκοτεινές ζωές των περισσότερων από μας - τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν καν έγχρωμη τηλεόραση.
Σήμερα, όλα είναι χρώμα, θόρυβος. Επιλογές. Παντού. Γι’ αυτό οι νεότεροι γίνονται μπλαζέ, στη σχέση τους με τη μουσική αναπτύσσεται η ίδια αδιαφορία με την οποία κοιτάζουν το νερό να πέφτει από τη βρύση. Κι εμείς βαριόμασταν, αλλά η σημερινή γενιά υποφέρει από ένα διαφορετικό είδος βαρεμάρας: βαριέται επειδή έχει πολλά, όχι επειδή δεν έχει αρκετά».
Η «συνομιλία» μας δεν είναι κάποιο μνημόσυνο. Δεν έχει σκοπό να βγάλει ένα συμπέρασμα “…those were the days”. O David Stubbs μου λέει: «Πιστεύω ότι σήμερα φτιάχνεται πολύ καλή μουσική σε όλα τα είδη – πάρα πολλή καλή μουσική, ίσως, περισσότερη απ’ όση μπορεί να αντέξει η αγορά. Μια χούφτα σούπερσταρ όπως η Adele, συγκεντρώνουν και κατευθύνουν τη μερίδα του λέοντος της προσοχής του κοινού, επειδή η έννοια του “μεγάλου γεγονότος” είναι ακόμα ελκυστική. Στο μεταξύ χιλιάδες μουσικοί πρέπει να δημιουργούν δουλεύοντας κυριολεκτικά για το τίποτα. Κάπως σαν τη μοντέρνα οικονομία! Σε κάθε περίπτωση, είναι κρίμα ότι αγνοείται σήμερα τόση καλή μουσική, ακριβώς επειδή είναι τόσο εύκολα προσβάσιμη. Το παράδοξο των καιρών μας...».
Η σημερινή γενιά υποφέρει από ένα διαφορετικό είδος βαρεμάρας: βαριέται επειδή έχει πολλά, όχι επειδή δεν έχει αρκετά
Συμφωνώ απόλυτα. Μουσική φτιάχνεται καταπληκτική. Όπως συνέβαινε πάντα, όπως θα συμβαίνει πάντα. Όσο υπάρχουν ταλαντούχοι καλλιτέχνες που έχουν την ικανότητα να απηχούν (κι ενίοτε να ξεπερνούν) την εκάστοτε εποχή. Ακόμα κι αν ο παράγοντας της πανταχού παρούσας νοσταλγίας φρενάρει, μέσω ενός διαρκούς revival, την αυθεντικότητα. Από την άλλη, η μουσική από τις αθώες μέρες που οι συνδέσεις μας στο ίντερνετ έβγαζαν ήχους κουζινικών και στη ζωή μας έμπαιναν λέξεις όπως mp3, P2P, Napster κτλ. μετατραπηκε σταδιακά σε πληροφορία. Στη νέα σοσιαλμιντιακή πραγματικότητα, η πληροφορία επιβιώνει κωδικοποιημένη. Εικονογραφημένη, κατά προτίμηση σε σταθερή -όχι κινούμενη- εικόνα, ιδανική για άμεση κατανάλωση/ολοκλήρωση/απόλαυση/αξιολόγηση, συχνά όλα αυτά μαζί πατώντας ένα κουμπί σε σχήμα καρδιάς. Όταν η πληροφορία είναι ορυμαγδός, όπως συμβαίνει με τη σύγχρονη μουσική παραγωγή (και την πρόσβαση σε αυτήν), η φυσική ανθρώπινη τάση είναι να αμυνθεί. Να ξεκουραστεί με το γνώριμο, να χαλαρωσει με το αδιάφορο, να απορρίψει το καινούριο (συνήθως ως «δήθεν», αλλιώς «χίψτερ»). Αυτό δεν είναι καλό ή κακό. Απλά συμβαίνει. Το περνάς σε ένα φύλλο excel και παρακολουθείς live τη νεκρώσιμη ακολουθία της δισκογραφίας και του μουσικού ραδιοφώνου (όχι μόνο στην Ελλάδα).
«Δεν το κατηγορώ στ’ αλήθεια, αν και για να είμαστε δίκαιοι το ίντερνετ φυσικά δε βοήθησε. Απαξίωσε τόσο τη μουσική όσο και το γράψιμο περί μουσικής. Όμως δεν πιστεύω ότι οι νέοι θα είναι λιγότερο πολιτικοποιημένοι τώρα ή στο μέλλον, επειδή δεν υπάρχει ένα σάουντρακ αντικουλτούρας όπως στο παρελθόν. Αυτό που έχει αλλάξει όταν διαδηλώνουν μαζικά κατά της κοινωνικής αδικίας είναι, νομίζω, ότι δεν αισθάνονται την ανάγκη για επαναστατική μουσική περισσότερο π.χ. από την ανάγκη για επαναστατική κουζίνα», ο Stubbs βάζει στο πολιτικό πλαίσιο τη σύγχρονη μουσική εμπειρία.
Τόσο εκείνος (στα early 50s του), όσο κι εγώ (στα mid 30s μου), ανήκουμε σε γενιές που θυμούνται τον κόσμο πριν την επέλαση του ίντερνετ. Επαναλαμβάνω, όχι καλύτερο ή χειρότερο, αλλά διαφορετικό. Πιο αστείο μάλλον. Έναν κόσμο που μέσα από τις αγαπημένες σου μπάντες αποκτούσες ταυτότητα. Έκανες φίλους, διάλεγες τα ρούχα σου, τρύπαγες τα αυτιά σου, χτύπαγες τατού, χωριζόσουν σε ανόητα στρατόπεδα και με κάποιον τρόπο μετα την ενηλικίωση είτε τον ακολουθούσες ως αισθητικό στίγμα, είτε επαναπαυόσουν και γινόσουν στατιστική για έρευνες που λένε πώς «σταματάμε να ακούμε καινούρια μουσική μετά τα 33».
Είμαι πεπεισμένος ότι αυτό δε γίνεται σήμερα, η μουσική είναι αναπόσπαστο, αλλά όχι πια το κυρίαρχο, κομμάτι της ποπ κουλτούρας που μας καθορίζει. Καταργήσαμε τις υποκουλτούρες (ή τις συρρικνώσαμε), αφού πια πηδάμε με ταχύτητα φωτός από τη μία στην άλλη κι ακολουθώντας την τάση της εποχής να αψηφά τη δομή (ότι έχει αρχή-μέση-τέλος, δηλαδή context) ακόμα και την διασκέδασή μας την προτιμάμε ασφαλή. Ως ένα ατέλειωτο πάρτυ γάμου. Στα όρια της «κιτσερέλας», «μόνο επιτυχίες», 1 λεπτό κάθε κομμάτι, αλλαγή, επόμενο ρεφρέν παρακαλώ. Ναι, πάντα ίσχυαν αυτά. Μόνο που σήμερα, που το «καταραμένο 2016» δίνει τη θέση του σε ένα «αμήχανο 2017» είναι λίγο παραπάνω κανόνας απ’ όσο είθισται. Όχι μόνο γιατί μεγαλώνουμε και τα παρατηρούμε, αλλά και γιατί Η Μουσική Έχει Όλο Και Λιγότερη Σημασία.
Άλλωστε, δεν μπορεί να παράξει πια τα ίδια σημεία αναφοράς. Πριν 23 χρόνια, το τελευταίο μεγάλο ειδώλο, ο Kurt Cobain, τίναζε τα μυαλά του στον αέρα βυθίζοντας σε πένθος μια ολόκληρη δεκαετία. Σήμερα, θρηνούμε με ζήλο είδωλα προηγούμενων εποχών (που δεν τις ζήσαμε), γιατί ένας από τους αληθινούς πρωταγωνιστές της εποχής, ο Mark Zuckerberg, μας έχει δώσει αυτήν την ευκαιρία. Είμαστε λευκοί Καυκάσιοι στη Δύση που απορρίπτουμε το σύγχρονο indie γιατί είναι συμβιβασμένο (ή δε μας βοηθά να αποδράσουμε από τους δικούς μας συμβιβασμούς) κι αναρωτιόμαστε γιατί φέτος «βγήκαν τα μαύρα». Μα, ξεκάθαρα και για φυλετικούς λόγους, η μαύρη μουσική μπορεί να παράγει ακόμα σταρ για ενήλικους. Όπως η Beyoncé, o Frank Ocean, ακόμα και η Solange. Σταρ που μπορούν να κουβαλήσουν την ανάγκη για διευρυμένα κόνσεπτ όπως το Lemonade ή τα promo videos του Ocean. Από τα κόλπα των Daft Punk σε εκείνα των Radiohead, έτσι κι αλλιώς, τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη η πανάκεια του συνοδευτικού storytelling σε κάθε κυκλοφορία. Μάλλον, γιατί η μουσική από μόνη της δεν φτάνει – Έχει Όλο Και Λιγότερη Σημασία.
Αν κάπου υπάρχει πείνα για ένα συναισθηματικό βίωμα, αυτό βρίσκεται στην ανάγκη να είσαι σε έναν τεράστιο χώρο σε κάποιο μαζικό event μαζί με χιλιάδες άλλους ανθρώπους
Κι όμως. Σε μια περίεργη αναστροφή της ιστορίας, μοιάζουμε σαν να έχουμε γυρίσει έναν αιώνα πριν. Οι συναυλίες, τα μουσικά φεστιβάλ, η εμπειρία της ζωντανά παιγμένης μουσικής έχει θέσει σε δεύτερη μοίρα τα ηχογραφήματα. Η φορά έχει αλλάξει, τα greatest hits live είναι ο σκοπός και οι νέες ηχογραφήσεις το μέσο. «Αν κάπου υπάρχει πείνα για ένα συναισθηματικό βίωμα, αυτό βρίσκεται στην ανάγκη να είσαι σε έναν τεράστιο χώρο σε κάποιο μαζικό event μαζί με χιλιάδες άλλους ανθρώπους. (Η δική μου γενιά, η πανκ γενιά, προτιμούσε τοπικά, μικρής κλίμακας, πιο οικεία events που στέκονταν απέναντι στη λογική του σούπερσταρ. Όμως από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετά, οι νέοι λαχτάρησαν και πάλι τα μεγάλη πλήθη και τη μαζική συντροφικότητα)», εξηγεί ο David Stubbs.
Είναι αλήθεια. Τα μουσικά φεστιβάλ μοιάζουν πιο δημοφιλή από ποτέ. Μικρά, μεγάλα, θεματικά, πολυσυλλεκτικά. Όμως, ας είμαστε και πάλι ειλικρινείς, δε γίνονται πια για τους μουσικόφιλους. Για εκείνους που, όπως πριν 15-20 χρόνια, θα γυρίσουν σπίτι λαχταρώντας να διαβάσουν κάποιο αξιόπιστο review και θα τρέξουν στα δισκοπωλεία να πάρουν το CD ή το βινύλιο της μπάντας που τους εντυπωσίασε. Τα Coachella babes, οι ηλιόλουστοι φεστιβαλιστές του Primavera, οι λασπωμένοι ήρωες του Glastonbury, οι εκδρομείς της Μαλακάσας (πάντα μιλώντας για τη μεγάλη εικόνα) αγοράζουν εισιτήρια παρακινημένοι από την αίσθηση του FOMO (Fear of Missing Out). Γεμίζουν τα on-line κενά συνυπάρχοντας με χιλιάδες άλλους και ξέρουν ακριβώς ποια φίλτρα στο ίνσταγκραμ θα χαρίσουν την αίσθηση του ανεπανάληπτου. Γι’ αυτό τους αγαπάνε τόσο οι χορηγοί που βρίσκονται στο φόντο των φωτογραφιών τους, είναι η κρίσιμη μάζα που κάνει το άλμα από το niche στο mainstream. Όσο για την καθαυτή συναυλιακή εμπειρία; Θα στριμάρουν το τραγούδι που είχε το μεγαλύτερο flame, θα ποστάρουν κάποιο YouTube στιγμιότυπο στο προφίλ τους, θα αθροίσουν τα likes του μαζί με εκείνα των φωτογραφιών που τράβηξαν, θα σπάσουν το προσωπικό τους ρεκόρ σε παραγόμενα reactions. Κι αυτό δεν είναι καλό ή κακό. Απλά συμβαίνει.
Γιατί –μαντέψτε- Η Μουσική Έχει Όλο Και Λιγότερη Σημασία. Αλλά, σκεφτείτε να έλειπε, έστω για λίγο. Θα ήμασταν αναγκασμένοι να φωτογραφίζουμε μόνο φαγητά...