
H Grace Jones ανεβαίνει στον Λόφο της Σάνης, για μια εμφάνιση που αναμένεται να είναι κάτι ανάμεσα σε τελετουργία, catwalk και ηλεκτρική έκρηξη - και είμαι πολύ σίγουρη γι’ αυτό. Από πού αντλώ αυτή τη σιγουριά;
Από το γεγονός ότι την είδα το 2011 στο Hyde Park του Λονδίνου. Ήταν ένα από εκείνα τα καλοκαιρινά βράδια που λες ότι θα κρατήσουν για πάντα -κι αν δεν το κάνουν, θα τα θυμάσαι μια ζωή- και ξαφνικά η Grace Jones βρέθηκε στη σκηνή του φεστιβάλ σαν αστρική οντότητα. Μια εκρηκτική αυθεντικότητα, μία αυτόφωτη θεά με μάσκα που δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της.
Έναν χρόνο νωρίτερα, το 2010, ετοιμαζόταν να κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Ελλάδα, αλλά η συναυλία ακυρώθηκε και μαζί της μια ολόκληρη φαντασίωση για πολύ κόσμο. Τώρα όμως, τόσα χρόνια μετά, η Jones έρχεται επιτέλους στην Ελλάδα για πρώτη φορά, στο Sani Festival.

Photo © Andrea Klarin
Αν η pop κουλτούρα ήταν θρησκεία, τότε η Grace Jones θα ήταν η Παναγία της αποδόμησης, χωρίς πλάκα. Όχι του ήθους, αλλά της μορφής. Του φύλου. Της φυλής. Της ταυτότητας. Της τέχνης. Του τι σημαίνει να είσαι γυναίκα, μαύρη, εξωγήινη, drag πριν τα drag shows, techno πριν την techno, μόδα πριν τη Vogue και πολιτική πριν την εποχή του cancel culture.
Η αρχή ενός μύθου
Γεννημένη στην Τζαμάικα το 1948 και μεγαλωμένη στη Νέα Υόρκη, η Grace Beverly Jones μεγάλωσε κάτω από τις αυστηρές εντολές ενός πεντηκοστιανού πατριού που δεν της επέτρεπε να χορεύει, να τραγουδά ή να εκφράζεται. Η ίδια θα πει πως «αν επιβίωσα εκεί, μπορώ να επιβιώσω παντού». Και το έκανε. Έγινε μοντέλο στα 60s. Εξώφυλλο σε περιοδικά. Μούσα του Helmut Newton, του Guy Bourdin, του Jean-Paul Goude. Ένα σώμα-γλυπτό που δεν υπάκουε σε κανένα πρότυπο. Ένα πρόσωπο σαν μάσκα, με cheekbones που κόβουν αέρα. Ένας ανδρόγυνος αστερισμός πάνω σε ψηλοτάκουνα που δεν έκρυψε ποτέ τη σεξουαλικότητά του, αλλά την έβαλε στο κέντρο του κάδρου.

Από τα runways στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη του Studio 54 βρέθηκε να κάνει παρέα με τον Andy Warhol και έγινε γνωστή ως μία disco queen που όμως δεν είχε κάνει ακόμα το μεγάλο της break. Μέχρι που την ανέλαβαν οι Sly & Robbie και μαζί τους η Grace Jones δεν μπούκαρε απλώς στη μουσική σκηνή, τη διέλυσε και την έφτιαξε απ’ την αρχή.
Η μουσική της: από τη disco στην υπαρξιακή rave
Τα άλμπουμ της "Warm Leatherette" (1980), "Nightclubbing" (1981) και "Slave to the Rhythm" (1985) θεωρούνται θεμέλιοι λίθοι της ηλεκτρονικής pop αισθητικής. Συνδυάζει dub, reggae, new wave, industrial, funk και την punk ωμότητα μιας εποχής που δεν την χωρούσε. Με παραγωγούς όπως οι Trevor Horn και Chris Blackwell, η Grace διαμόρφωσε έναν ήχο που δεν είχε όνομα. Ή μάλλον είχε: Grace.
Κάθε τραγούδι της είναι πρόκληση. Το “Pull Up to the Bumper” μεταμφιέστηκε σε ντίσκο σουξέ, αλλά μιλούσε ξεκάθαρα για πρωκτικό σεξ. Το “Walking in the Rain” είναι ένα ερωτικό γράμμα στην αλλοτρίωση και την ομορφιά του να είσαι διαφορετικός. Το “Slave to the Rhythm” μια φουτουριστική όπερα για την ταυτότητα και την εργαλειοποίησή της. Τα live της ήταν τελετές. Με μεταλλικές στολές, γυμνά στήθη, υπαρξιακή ενέργεια, και θεατρικότητα που σόκαρε ακόμη και τον Bowie.
Μόδα: Η Grace πάνω από τη Vogue
Η Grace Jones ήταν μόδα πριν το “fashion” γίνει hashtag. Η σχέση της με τους Jean-Paul Goude, Issey Miyake, Thierry Mugler, Azzedine Alaïa και Kenzo δημιούργησε εμβληματικές εικόνες. Η πιο διάσημη: το εξώφυλλο του "Island Life", όπου ποζάρει γυμνή σε αδύνατη ισορροπία, σαν ένα ανθρώπινο αρχιτεκτονικό θαύμα – αποτέλεσμα επιδέξιου collage από τον Goude. Το συγκεκριμένο εξώφυλλο φιγουράρει ακόμα στις λίστες με τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες του 20ού αιώνα.
Η αισθητική της Jones, ήταν πάντα ένα statement. Για την ελευθερία του σώματος. Για την καταστροφή των δυαδικών φύλων. Για την πολιτική του βλέμματος. Ήταν drag πριν το drag γίνει τέχνη. Ήταν queer πριν το queer γίνει mainstream. Ήταν cyberpunk πριν τον William Gibson. Όλα αυτά της χάρισαν και τον ρόλο της στην ταινία James Bond 007: A View to a Kill.
Πάντα εκρηκτική
Η Grace Jones δεν υπήρξε ποτέ φειδωλή στις δηλώσεις της. Έχει κατηγορήσει τη Madonna ότι της έκλεψε το στυλ (“Copycat!”), έχει αποκαλέσει τον Kanye West “αχώνευτο”, έχει αρνηθεί να συνεργαστεί με τη Beyoncé, έχει πετάξει μικρόφωνα σε παρουσιαστές και έχει χτυπήσει τον Russell Harty σε live εκπομπή του BBC επειδή της γύρισε την πλάτη. Έχει δηλώσει: «Δεν είμαι γυναίκα, δεν είμαι άντρας. Είμαι κάτι άλλο, κάτι πιο δυνατό».
Οι σχέσεις της εξίσου μυθικές: έβγαινε με τον Jean-Paul Goude, παντρεύτηκε τον bodyguard της, είχε σχέση με τον Dolph Lundgren (“Ήταν το δικό μου sex toy για δύο χρόνια”), φλέρταρε με τον Mick Jagger και δήλωσε ότι ο David Bowie της είχε προτείνει να κάνουν τρίο με την Tina Turner – αλλά αρνήθηκε. Γιατί η Jones δεν ανήκει σε κανέναν.
Μια επιρροή που δεν έσβησε ποτέ
Αν ρωτήσεις τη Lady Gaga, θα σου πει ότι αν δεν υπήρχε η Grace, δεν θα υπήρχε ούτε το "Born This Way". Αν ρωτήσεις τον Kanye, θα σου πει πως προσπάθησε να τη βάλει στο "My Beautiful Dark Twisted Fantasy". Αν ρωτήσεις τα παιδιά που χορεύουν σε warehouse raves με body paint και λάτεξ, θα σου πουν ότι είναι η μητέρα τους. Αν ρωτήσεις τον κόσμο της μόδας, θα σου πουν ότι καμία άλλη δεν έφερε τόσο αληθινή και ριζοσπαστική performance στην πασαρέλα.
Το 2015 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία της, “I’ll Never Write My Memoirs” – ένας τίτλος ειρωνικός και προφητικός, γιατί αυτό που έγραψε ήταν πολύ περισσότερα από απομνημονεύματα. Ήταν το μανιφέστο μιας ύπαρξης που αρνήθηκε κάθε ταμπέλα. Και τώρα, το 2025, στα 77 της, εξακολουθεί να ανεβαίνει στη σκηνή σαν να είναι η πρώτη και τελευταία φορά.

Η Grace στον λόφο της Σάνης
Το Sani Festival κάνει κάτι που έπρεπε να έχει γίνει χρόνια πριν. Φέρνει την Grace Jones στην Ελλάδα, για πρώτη φορά. Σε μια χώρα που πάντα λάτρευε την υπερβολή, τον θεατρισμό, τη θεότητα. Σε έναν Λόφο που θα θυμίζει περισσότερο σκηνικό αρχαίας τραγωδίας, παρά απλώς μια μουσική σκηνή. Και όποιος έχει δει τη Grace Jones live, ξέρει ότι είναι εμπειρία.