
Για να μην παρεξηγηθώ, είμαι μεγάλη φαν του Robbie Williams. Τον αγαπώ από τα ‘90s, από τότε που τα έκανε μπάχαλο με τους Take That και συνεχίζω να τον αγαπώ. Αγαπώ τα live του και την ενέργειά του στη σκηνή, τα live του στο Instagram στην καραντίνα του κόβιντ, τα ντοκιμαντέρ του, την ταινία του, το γεγονός ότι μιλάει ανοιχτά για όλα τα ψυχολογικά του, τη φωνή του, το attitude του, το αμυντικό του θράσος, ακόμα και τις σκληρές σαν πέτρα ρώγες του -που με τόσο καμάρι μας έδειξε σε κοντινό πλάνο στις κάμερες του σταδίου χθες το βράδυ. Όπως λέει και ο ίδιος, είναι ο πιο χαριτωμένος νάρκισσος.
Ήμουν κάγκελο στην πρώτη συναυλία του το 2015 και λίγο πιο πίσω στη δεύτερη (και οι δύο στη Μαλακάσα) και χθες καθιστή στις κερκίδες, πιο ήρεμη (μεγαλώνω κιόλας κι εγώ μαζί του, ακριβώς όπως το ζητάει ο ίδιος από το κοινό του: “Promise me we’ll grow old together”. “Yes, we will Robbie”). Ο λόγος που το αναφέρω είναι επειδή έχω δει τη διαφορά μέσα στα χρόνια.


Το πρώτο live δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν ένας χείμαρρος από τραγούδια, ήταν ένα έξαλλο κοινό, ήταν η πρώτη φορά που ακούσαμε ζωντανά -με όλες τις τρομπέτες να χτυπάνε φλέβα- το “Me and my monkey”, ήταν και ο ίδιος ένα διαρκές πυροτέχνημα στη σκηνή.
Στο δεύτερο, πριν από δύο χρόνια, ξεκίνησε η πρόζα. Που ακόμα και τότε όμως, για μένα, λειτούργησε σαν μία παράσταση ζωής. Ένα θεατρικό που πέρασε μέσα από όλες τις φάσεις της καριέρας του και ένα εξομολογητικό βιογραφικό (και ας είχαν όλοι να πέσουν να τον φάνε για το αστειάκι του για την Ελλάδα).


Τι έγινε χτες; Αρχικά να πω ότι η Detox στάθηκε τελικά πολύ τυχερή και κέρδισε το στοίχημα που έβαλε με τους μετεωρολόγους και με τα στοιχεία της φύσης τα ίδια. Όλη μέρα έριχνε καρέκλες, ήμασταν σίγουροι ότι θα φάμε φόλα και θα τρέχουμε να βρούμε σκέπαστρο στα μισά της συναυλίας και ξαφνικά, ως δια μαγείας, τα μαύρα σύννεφα έγιναν συννεφάκια και η συναυλία έγινε κανονικά. Δεν θέλω να σκεφτώ καν τι θα είχε συμβεί σε αντίθετη περίπτωση. Αλλά ήταν και πολλές οι ρήτρες για να ακυρωθεί, οπότε, τέλος καλό, όλα καλά.


Ο κόσμος αρκετός αλλά με ένα πέταλο σχεδόν άδειο (οι υπόλοιπες κερκίδες πήχτρα). Όση ΄ώρα περιμέναμε, μπροστά μου ένας κύριος έβλεπε μπάλα στο κινητό του. Κοίταξα γύρω μου και το κοινό ήταν πιο ετερόκλητο και από εκείνο της Αννούλας πριν λίγες ημέρες. Με 15 λεπτά καθυστέρηση ο Robbie βγήκε στη σκηνή, έχοντας το γνωστό, παιχνιδιάρικο και λίγο επαρμένο στυλάκι του. Μετά το γνωστό ίντρο, δίνει γκάζια και το “Let me entertain you” μάς ξεσηκώνει όλους (όπως συμβαίνει πάντα άλλωστε, κανείς δεν έχασε με αυτό το κομμάτι, ακόμα και ο χειρότερος DJ στον κόσμο). “Ωραία ξεκινάμε”, σκεφτήκαμε όλοι χορεύοντας.
Από εκείνη τη στιγμή όμως και μέχρι το τέλος της συναυλίας, γύρω στις 23:30, ο Robbie έπαθε πάλι την ατελείωτη πολυλογία. Με το που μπαίναμε στο μουντ για χορό ή για τραγούδι, ξεκινούσε να μας λέει και μία διαφορετική ιστορία και χανόταν το vibe και ο ρυθμός. Και δεν μπορούσαμε να κάνουμε και τσιγάρο και λίγο ζηλέψαμε τον κύριο με το κινητό που έβλεπε μπάλα. Για να μην υπερβάλλω εντελώς, οκέι, κάποιες ιστορίες του ήταν αρκετά αστείες, τις περισσότερες όμως τις είχαμε ακούσει ξανά στην προηγούμενη συναυλία.



Και το βράδυ κύλησε με τα παραμύθια της Θείας Λένας σε βερσιόν Ρόμπι, με ατελείωτο πείραγμα προς τον Gary Barlow και τους Take That, με λατρεία για τη γυναίκα του και τα παιδιά του, για αυτοσαρκασμό σε σχέση με τις ψυχικές του ασθένειες και το γεγονός ότι μεγάλωσε και δεν είναι ντούρος σεξουαλικά πια και φυσικά με σπόντα για το γεγονός ότι όλη η Ελλάδα είχε πέσει να τον φάει μετά το προηγούμενο live του και τα αστεία του για τους Έλληνες.
Ευτυχώς είπε και πάλι το “Me and my monkey” (δύο στις τρεις συναυλίες, το λες καλό σκορ) και οι τρομπέτες μας έκαναν και πάλι να ουρλιάξουμε, τόσο που στο τέλος είπε: “Είστε η μοναδική χώρα που έχετε αγαπήσει αυτό το τραγούδι, σας ευχαριστώ γι’ αυτό”. Έφερε τη Laura Pausini στη σκηνή, τραγούδησε το “She’s the one” στη φαν Χάιδω, μπέρδεψε τη χώρα λέγοντας: “Μη μου πείτε πώς λέγεται αυτή η λέξη στα τούρκικα, είμαι σίγουρος ότι δεν θα μπορώ να το επαναλάβω”. Εχμ… ελληνικά Ρόμπι, ελληνικά. Άφησε για το ψευτοανκόρ τα “Feel”και “Angels” και μας αποχαιρέτησε.

Και έφυγαν όλοι χαρούμενοι που δεν χρειάστηκαν αδιάβροχα και ομπρέλες τελικά, σίγουρα έφυγαν πολύ χαρούμενοι όσοι τον είδαν για πρώτη φορά ζωντανά, οι υπόλοιποι είχαμε ανάγκη από περισσότερη μουσική και λιγότερη παρλάτα, αλλά δε βαριέσαι. Καλά να είμαστε να γεμίζουμε στάδια.