«Αν είναι να διαλέξεις μεταξύ του μύθου και της αλήθειας, γράψε τον μύθο» λεει ο Τόνι Γουίλσον, το αφεντικό της εταιρείας Factory, στην ταινία 24 Hour Party People. Αυτό που θα διαβάσετε παρακάτω είναι ο μύθος του πιο θρυλικού live κλαμπ στην Ελλάδα που στις 29 Μαΐου έκλεισε για πάντα. Ο μύθος του Ρόδον.
Πριν ανθίσει το μπουμπούκι
Η ιστορία έχει να κάνει με λουλούδια. Γαρίφαλα και τριαντάφυλλα. Ένα εισιτήριο των εκατό δραχμών για τους Rolling Stones στο Καλλιμάρμαρο με ημερομηνία 17 Απριλίου 1967, για να δεις τελικά τον αστυνομικό διευθυντή Τασιγιώργο και τους άντρες του να κάνουν μαύρο στο ξύλο ένα roadie που μοίραζε στον κόσμο κατακόκκινα γαρίφαλα. Η συναυλία φυσικά διακόπηκε και τέσσερις ημέρες αργότερα ο Τασιγιώργος θα γινόταν υπάλληλος του Παπαδόπουλου. Λίγο πριν την εμφάνιση τους οι Stones είχαν δώσει συνέντευξη τύπου:
-Tι γνωρίζετε για την Eλλάδα;
-Πως κάθε μέρα αλλάζετε κυβέρνηση
-Tι ξέρετε για την ελληνική μουσική;
-Έχουμε ακούσει κάτι για μπουζούκια, αλλά δεν ξέρουμε τι είναι.
-Tι άλλο, εκτός από τραγουδιστές, θα επιθυμούσατε να ήσαστε;
-Ωνάσης. Οδηγός τρένου. Τίποτα.
-Eίστε αγαπημένοι;
-Πάρα πολύ. Kοιμόμαστε μαζί και οι πέντε!
-Mα ο ένας σας δεν είναι παντρεμένος;
-Kοιμάται και η γυναίκα του μαζί μας!
Ήταν η πρώτη πραγματικά ροκ’ν’ρολ σκηνή που έχει καταγραφεί στην ελληνική συναυλιακή ιστορία, που μέχρι τότε είχε να επιδείξει τις… θρυλικές εμφανίσεις των Platters το 1957, της Caterina Valente το 1961 και διαφόρων άλλων που είχαν «μεγαλουργήσει» στο φεστιβάλ του Σαν Ρέμο (την Eurovision της εποχής). Και ύστερα το χάος. Στην ατζέντα της Χούντας δεν υπήρχε φυσικά η έννοια του ροκ και όσοι τότε είχαν στην κατοχή τους έστω το 45άρι του “Wild Thing” των Troggs (σιγά τα ροκ ωά δηλαδή) ήταν σαν να είχαν πέντε-έξι χειροβομβίδες έτοιμες να τις πετάξουν στην πρώτη διμοιρία αστυνομικών που θα έβλεπαν μπροστά τους. Άγριες εποχές. Για ροκ συναυλίες ούτε λόγος. Τα αντίστοιχα Rockwave του Παπαδόπουλου ήταν οι προπαγανδιστικές «Μουσικές Ολυμπιάδες» του Παναθηναϊκού Σταδίου, όπου μέσα στον κιτς ορυμαγδό των εκδηλώσεων είχαν κατά καιρούς παρεισφρήσει ονόματα όπως ο Ρόκι Ρόμπερτς ή ο Ντέμης Ρούσσος, ο οποίος εκείνη την εποχή έσκιζε στο εξωτερικό. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να δουν οι Αθηναίοι τη δεύτερη πραγματικά μεγάλη ροκ συναυλία.
Ήταν Μάρτιος του 1980. Πατήσια, γήπεδο του Σπόρτιγκ. Ο Sting με τους Police επί σκηνής και απέξω η πραγματική police να αφήνει μοβ σημάδια στα σώματα των αναρχοαυτόνομων (αλλά και όσων περνούσαν ξώφαλτσα από εκεί). Η εποχή είχε πανκ ροκ, καταλήψεις, διαδηλώσεις, μεταπολίτευση, φρικιά, αμάνικα τζιν μπουφάν, τη Λύδρα και τη Σοφίτα στην Πλάκα, τον Πήγασο στα Εξάρχεια, τον Άσιμο, το Σιδηρόπουλο, ροκάδες vs καρεκλάδων... Τα επόμενα χρόνια οι ροκ συναυλίες στην Αθήνα ήταν συνυφασμένες με το αλύπητο ξύλο, και το ταπεινό γήπεδο του Σπόρτιγκ ήταν κάτι σαν το ελληνικό Royal Albert’s Hall, με τη βασική διαφορά ότι οι κιθάρες των Birthday Party ή των New Order χτυπούσαν με μανία στους παγωμένους τοίχους του γηπέδου και έκαναν ενοχλητικό αντίλαλο στο χώρο. Αλλά κανένας δεν νοιαζόταν τότε. Και ύστερα η ιστορική εμφάνιση του Νικ Κέιβ στο κλαμπ Hima (όνομα και πράγμα) στο Χαλάνδρι, οι Dire Straits στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και τελικά το διήμερο φεστιβάλ Rock in Athens (1985) στο Καλλιμάρμαρο, με Depeche Mode, Stranglers, Culture Club, Talk Talk, Nina Hagen, Cure και Clash. Ήταν τότε που η Μελίνα Μερκούρη ανέβαινε στην σκηνή για να χαιρετίσει τη Nina Hagen και έξω είχε κρυφτεί ο ουρανός από τα δακρυγόνα της αντι-ροκ μανίας των μετα-χουντικών αστυνομικών. Άγριες εποχές, είπαμε.
Η πρώτη φορά που δεν ξεχνιέται
Ήταν η εποχή που ο Φώτης Μπόμπολας, υιός του Γιώργου Μπόμπολα, που είχε αρχίσει να οικοδομεί τον εκδοτικό κολοσσό ονόματι «Πήγασος», είχε γυρίσει από τις σπουδές του στο εξωτερικό και με τους κολλητούς του Γιώργο Σταυράκη και Γιώργο Μπουρνάζο, αντί να κάνουν κοσμικές εμφανίσεις και ντίσκο φιγούρες στις Μπαρμπαρέλες της Αθήνας, πήγαιναν στον underground Πήγασο (απλή συνωνυμία) των Εξαρχείων και άκουγαν Ramones. Κάπου ανάμεσα σ’ εκείνο το εξαρχειώτικο στέκι και στο Club 22 του (ορκισμένου ροκά και άλλοτε ραλίστα) Μάκη Σαλιάρη, που εκείνη την περίοδο είχε αρχίσει να κάνει σποραδικές (αλλά σημαντικές) συναυλίες, ο Φώτης Μπόμπολας έριξε την ιδέα για τη δημιουργία ενός συναυλιακού χώρου σαν αυτούς που είχαν δει στο εξωτερικό. Μπορώ να φανταστώ τους πάντες, φρικιά και μη, να μαθαίνουν για το σχέδιο και να λένε μεταξύ τους «υπάρχει ένας πλούσιος που θέλει να κάνει το αθηναϊκό Marquee και πρέπει να τον βοηθήσουμε»...
Και πράγματι, τον βοήθησαν. «Όποιος άκουγε την ιδέα τότε ενθουσιαζόταν πολύ. Και όποιον θεωρούσε ο Μπόμπολας ικανό προσπαθούσε να τον ανεβάσει στο τρένο για να κάνουμε την ιδέα να υλοποιηθεί» λέει ο Θοδωρής Μανίκας, μουσικός και παραγωγός, που ήταν υπεύθυνος του Ρόδον τα δυο πρώτα χρόνια λειτουργίας του. “Εγώ τότε δούλευα ως παραγωγός στον δίσκο του Μάκη Χριστοδουλόπουλου Να ’χαν οι καρδιές αμπάρες και όταν άκουσα την ιδέα τα παράτησα όλα και πήγα να δουλέψω στο Ρόδον». Ήταν Μάρτιος του 1987. Ο Ντάνι, που είχε τον εξαρχειώτικο Πήγασο (και που στο μέλλον θα γινόταν υπεύθυνος του μπαρ του Ρόδον) μαζί με τον (γίγαντα, κυριολεκτικά και μεταφορικά) Κουτσούμπα, ήξερε τις διαθέσεις του Μπόμπολα και είχε το νου του. Μια μέρα πέρασε από την οδό Μάρνη, κοντά στην πλατεία Βάθη, και παρατήρησε ότι υπήρχε εκεί ένα κτίριο που εξωτερικά έμοιαζε με παλιό κινηματογράφο και που ταίριαζε με τις αναζητήσεις του Μπόμπολα. Έπειτα από ψάξιμο, διαπιστώθηκε ότι πράγματι το κτίριο υπήρξε κινηματογράφος ταινιών Β’ προβολής ονόματι Ρόδον, που τα καλοκαίρια στην ταράτσα του λειτουργούσε θερινό κινηματοθέατρο (απ’ όπου είχαν περάσει και τα καμπαρέ του Ορέστη Λάσκου), καθώς και ότι τότε χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη ηλεκτρικών ειδών της εταιρίας Sanyo. Ύστερα από λίγο κλείνεται η συμφωνία ενοικίασης (και, δυστυχώς για το μέλλον του χώρου, όχι αγοράς) και όλοι όσοι είχαν «ανεβεί στο τρένο» αρχίζουν να δουλεύουν για την υλοποίηση του πρότζεκτ «κανονικό-λαιβάδικο-στην-Αθήνα».
Έτσι, στις 5 Νοεμβρίου του 1987 όσοι είχαν στα χέρια τους μια πρόσκληση που έγραφε «Ρόδον, Μάρνη 24. Συναυλία: Ο Δημήτρης Πουλικάκος και οι Άλλα Μαντάτα & Yeah! Ανοίγουμε. Ελάτε!» θα μπορούν να διηγούνται στα εγγόνια τους ότι ήταν παρόντες στην πρώτη συναυλία του Ρόδον (με την μόνη διαφορά ότι τα εγγόνια τους δεν θα ξέρουν τι εστί Ρόδον). Μαύρη μαυρίλα παντού, ένα μπαρ στα δεξιά, εξώστης για όσους ήθελαν να βλέπουν (μαζί με τον ηχολήπτη) αφ υψηλού την σκηνή (εισπνέοντας όμως διπλάσια ποσότητα κάπνας), τουαλέτες στο υπόγειο, ένα μικρό μπαρ-φουαγιέ, ένας dj σε ένα κουβούκλιο στα αριστερά και οι πρώτες κιθάρες στην υπερυψωμένη σκηνή. Ήταν τα άτυπα εγκαίνια, ένα είδος pre-opening party για φίλους και γνωστούς (που τελικά αποδείχτηκαν πολλοί) και μια πρόβα τζενεράλε για την πρώτη μεγάλη συναυλία που θα φιλοξενούσε το νεοσύστατο κλαμπ της Αθήνας: τους Αυστραλούς Triffids, που θα εμφανίζονταν την επόμενη ημέρα.
«Πριν και μετά την συναυλία των Triffids έπαιζα μουσική ως Dj. Τότε την συναυλία την είχε διοργανώσει η εταιρία Breathless, πρόγονος της On Stage του Πασχάλη Μουχταρίδη, που σήμερα είναι και διευθυντής του Kosmos FM. Εκείνο το βράδυ μπήκα μέσα στο Ρόδον και ενθουσιάστηκα. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για την Αθήνα. Μου θύμιζε το Marquee του Λονδίνου» λεει σήμερα ο ιδιοκτήτης του δισκοπωλείου Rock’n’Roll Circus και δημοσιογράφος, Νίκος Πετρουλάκης.
Το σχέδιο, λοιπόν, είχε πετύχει.
Ροκ φροντιστήριο
Το Ρόδον ήρθε να νομιμοποιήσει την υπόθεση «ροκ συναυλία» στην Ελλάδα και μάλιστα γρήγορα αναρριχήθηκε στην κορυφή όχι μόνο της εγχώριας μουσικής σκηνής, αλλά και της διεθνούς. «Δεν είναι τυχαίο ότι το Ρόδον βρίσκεται στο Τop 3 των Ευρωπαϊκών κλαμπ, σύμφωνα με τους Ευρωπαίους ατζέντηδες, αλλά και στην σελίδα 392 της αυτοβιογραφίας του Έρικ Μπάρντον ως το καλύτερο κλαμπ στο οποίο έχει παίξει παγκοσμίως» δηλώνει ο Νίκος Χασσίδ, διευθυντής της Άνωσης και του Ρόδον, στο τελευταίο τεύχος του μουσικού περιοδικού Sonik. Πράγματι, οι ατζέντηδες αλλά και τα περιοδεύοντα συγκροτήματα ανέβασαν το Ρόδον στην πρώτες θέσεις τον προτιμήσεων τους. Και αυτό δεν ήταν λίγο για την Αθήνα του 1987, που ως τότε περιλαμβανόταν μόνο στον τριτοκοσμικό ροκ χάρτη.
«Η πλάκα είναι ότι δεν ήμασταν σκληροί επιχειρηματίες. Είχαμε μεν την τεχνογνωσία και το χρήμα, αλλά συγχρόνως είχαμε μια πιο fun προσέγγιση στα πράγματα από ότι είχανε οι αντίστοιχοι συνάδελφοι μας τους εξωτερικού. Τότε πηγαίναμε στο εξωτερικό σαν αποικιοκράτες και χτυπάγαμε τις πόρτες των promoter για να κλείσουμε συναυλίες. Τότε δεν υπήρχαν Ιντερνετ και κινητά τηλέφωνα. Πηγαίναμε φερ ειπείν πέντε μέρες στο Λονδίνο και γυρνούσαμε πίσω με δώδεκα κλεισμένες συναυλίες» λεει ο Θοδωρής Μανίκας.
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ιδιωτική τηλεόραση, ούτε πολλά πολλά lifestyle περιοδικά, παρά μόνο η ΕΡΤ, ο 9,84 και οι εφημερίδες. Η προώθηση των συναυλιών ήταν δύσκολη και οι άνθρωποι του Ρόδον αναγκάζονταν να φέρνουν τα συγκροτήματα δυο-τρεις μέρες πριν από την συναυλία και να τα περιφέρουν σάν τρόπαια σε όλη την Αθήνα, για να φωτογραφηθούν με θέα την Ακρόπολη και τα δισκάδικα, σε ένα ιδιότυπο promotion της εμφάνισης τους στη σκηνή. Ακόμα και η αφισοκόλληση των live γινόταν από τους αναρχικοί των Εξαρχείων, με αντίτιμο τη δωρεάν είσοδο τους στο Ρόδον (17 δραχμές την αφίσα) και την υπόσχεση για αποφυγή επεισοδίων! Γιατί το Ρόδον ήταν πάντα ευπαθές στα ευτράπελα. Τσαμπατζήδες, αναρχικοί, φανατικοί της πλατείας Εξαρχείων, εξοργισμένοι οπαδοί των συγκροτημάτων που δεν βρήκαν εισιτήριο και λοιπές «δημοκρατικές» δυνάμεις θεώρησαν πολλές φορές ότι το πανκ είναι κτήμα τους και το Ροδον το δωρεάν τσιφλίκι τους. Αμέτρητες φορές ανίδεοι ταξιτζήδες ή γιωταχιδες οδηγοί, περνώντας έξω από το Ρόδον και ρίχνοντας μια ματιά στα τεκταινόμενα, αποκτούσαν μια έκφραση της απορίας στο πρόσωπο τους. Και πού να έμπαιναν μέσα…
«Το ’89 έπαιξαν οι Pixies στην τελευταία συναυλία του Ρόδον για τη σεζόν. Το άλμπουμ Doolittle είχε βγει τότε στην Ελλάδα μια εβδομάδα νωρίτερα από τον υπόλοιπο κόσμο, λόγω Γιάννη Πετρίδη. Ήταν πολύ φτηνό το εισιτήριο και οι πρώτες 100 κοπέλες έμπαιναν δωρεάν, με αποτέλεσμα να είναι τρομερό το πάθος του κόσμου και οι Pixies να μην πιστεύουν στα μάτια τους. Μέχρι κι ο Σαντιάγκο, που συνήθως είναι ήρεμος, ξέφυγε κάποια στιγμή και πήγε να τα διαλύσει» θυμάται ο Παντελής Γκουδής, που έχει θητεία σε δισκογραφικές εταιρίες. «Έχουν συμβεί αρκετά τα οποία τιμούν το γνωστό rock'n'roll τρίπτυχο. Ας πούμε ο Iggy να κατεβάζει τα παντελόνια και να μένει ολόγυμνος στην σκηνή όταν κατάλαβε πως υπήρχαν συνεργεία τηλεόρασης» λέει ο Μανώλης Κιλισμανής υπεύθυνος των μουσικών παραγωγών της Άνωσης και του Ρόδον. Και ο Σπήλιος Λαμπρόπουλος, που τότε δούλευε στο περιοδικό Ποπ & Ροκ, θυμάται τους Cramps: «Ο Lux Interior έβγαλε το πουλί του έξω, ύστερα ανέβηκε στα μόνιτορ και μετά έβγαλε την μπότα της Poison Ivy, τη γέμισε με σαμπάνια και την ήπιε». «Υπάρχουν όμως και οι παντελώς άσχετοι με το αντικείμενο» συμπληρώνει ο Μανώλης Κιλισμανής «αυτοί που που είδαν φως και μπήκαν επειδή κάποια συναυλία είχε θεωρηθεί κοινωνικό γεγονός. Στην τελευταία συναυλία των Primal Scream π.χ. με ρωτούσαν στο τηλέφωνο πότε εμφανίζεται η Κέιτ Μος, λες και οι Primal Scream δεν υπήρχαν!»
Ρόδον είναι και μυρίζει…
Το τι έχει συμβεί στο Ρόδον αυτά τα 18 χρόνια λειτουργίας του είναι πια μέρος της συλλογικής ελληνικής ροκ μνήμης: Η μαύρη (και ιδανικά) υπερυψωμένη σκηνή του, οι δαιδαλώδεις διάδρομοι των παρασκηνίων και εκείνο το βρωμερό αλλά (γαμώτο) τόσο ροκ’ν’ρολ καμαρίνι που όσοι το έχουμε επισκεφθεί ξέρουμε ότι κάποτε, δίπλα από τις μπανάνες και τον ζεστό γαλλικό καφέ, φιλοξενούσε στους τοίχους του τις υπογραφές (και λοιπές μετεφηβικές αηδίες) των συγκροτημάτων που πέρασαν από εκεί. Υπάρχουν ή μάλλον υπήρξαν (πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου εύκολο να μιλάς με παρελθόντα χρόνο για κάτι τόσο αγαπημένο) οι κλασικές σκηνές ανθολογίας του Ρόδον. Ο Χρήστος Δασκαλόπουλος να κατεβάζει την βιτρίνα των ποτών του μπαρ πετώντας πάνω της με μανία δυο γυάλινα ποτήρια, εν είδει τυπικού εγκαινίων, η ρεπλίκα του Άλις Κούπερ και πιο cult φιγούρα της ροκ Αθήνας Μαίρη στο ταμείο, οι αιωνίως τσαντισμένοι πορτιέρηδες, που όμως σε αφήνουν να πάρεις μαζί σου την μπύρα περιπτέρου αρκεί να την αδειάσεις σε πλαστικό ποτήρι, η Άννα του δεξιού μπαρ, ο Βούδας-Ντάνι, επιβλητικός λόγω ύψους και φάτσας εκεί πίσω στην γωνία, ο Μανίκας να κοιμάται στις (βρωμερές) τουαλέτες ύστερα από την συναυλία του Tricky, ο Tricky να παλεύει με τα προσωπικά του φαντάσματα (και ποιος ξέρει τι άλλο;) φρικάροντας το «μοδάτο» κοινό, που νόμιζε ότι θα δει την αρσενική εκδοχή της Μπεθ Γκίμπονς, κατούρημα στο άδειο κυπελλάκι της μπύρας (που να τρέχεις τώρα στην τουαλέτα), ο Cave να μας παρακαλάει να μην ανάψουμε αναπτήρες στο Ship Song, οι γλαδιόλες στην κωλότσεπη του Μόρισεϊ, η ροκ προδοσία με τις συναυλίες των Δάντη, Πρωτοψάλτη, Αλεξίου, τα παζάρια δίσκων (ίσον σπάνια 45άρια και απογευματινές μπίρες), η ελληνική πρώτη του Moby, της P.J. Harvey, των Ramones (και κάμποσων άλλων), σουβλάκια με πολύ τζατζίκι backstage και μια αρμαθιά groupies να κλείνουν ραντεβού για μετά, τα «μετά» ποτά στο Decadence με τους Dandy Warhols να κάνουν όργια στις τουαλέτες, οι Mano Negra να διασκευάζουν το I’m down των Beatles, οι Στέρεο Νόβα να ανεβάζουν ένα πρόβατο στην σκηνή και δεκάδες άλλα περιστατικά (τι να πρωτοθυμηθείς;) έχουν καταγραφεί πλέον ανεξίτηλα στην αθηναϊκή ροκ μυθολογία.
«Μεθυσμένοι φίλοι, ο Nick Cave λιώμα κοιμισμένος στην είσοδο μίας πολυκατοικίας στο Μεταξουργείο, φίλες με μποά, εκστασιασμένοι όλοι, όπως πρέπει να συναυλίες: ατέλειωτο ψάξιμο, ψάξιμο, ψάξιμο, θέλεις να τους βρεις όλους εκεί, ακόμα και αυτούς που δεν ξέρεις. Για κάποιο λόγο, παλιά πιστεύαμε ότι το καλύτερο πήδημα της ζωής μας θα το συναντήσουμε σε κάποιο live» γράφει ο Γιάννης Νένες σε πρόσφατο άρθρο του στην Athens Voice με αφορμή το οριστικό λουκέτο.
«Το κλείσιμο του Ρόδον δείχνει το αδιέξοδο της Αθήνας. Μιας πόλης που δεν σέβεται την ιστορία της δεν σέβεται τον εαυτό της. Τώρα πια οι Αθηναίοι μπορούν να χαίρονται ανενόχλητα τα σκυλάδικα τους και τα κυριλέ πορνεία τους. Στο εξής ένα φάντασμα θα πλανάται πάνω από την οδό Μάρνη, το φάντασμα του Ρόδον, το φάντασμα του ροκ’ν’ρολ» λέει ο Νίκος Τριανταφυλλίδης, ιδιοκτήτης του Gagarin και της Astra, που έχει διοργανώσει ουκ ολίγες συναυλίες στο Ρόδον.
«Το πόσο σημαντικό ήταν τελικά το Ρόδον το κατάλαβα πριν από μερικά χρόνια όταν πήγα στο Σπόρτιγκ, για να δω τον μακαρίτη πια Τζο Στράμερ. Τότε κατάλαβα ότι όλη η δυναμική που έβγαζε το Ρόδον χανόταν στο παλιό κακό Σπόρτιγκ, που όχι για συναυλίες δεν κάνει, αλλά ούτε καν για αγώνες μπάσκετ» λέει ο Κανέλλος Τερζής, δημοσιογράφος και μουσικός παραγωγός στο Εν Λευκώ.
Οι περισσότεροι από εμάς που ξεπαρθενιαστήκαμε συναυλιακά στο παρκέ του Ρόδον (ναι, αυτό με τα αμέτρητα σημάδια από τα καψίματα των τσιγάρων) δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι από δω και στο εξής η έννοια (γιατί περί έννοιας πρόκειται) «Ρόδον» θα κατοικεί στα κατάστιχα του παρελθόντος και όχι πίσω από την vintage μαρκίζα του κλαμπ της οδού Μάρνη, στη μαρκίζα όπου, την τελευταία φορά που πήγα, πάνω στο «όμικρον», είχε στρογγυλοκαθίσει ένα περιστέρι και παρατηρούσε τον τύπο που μοίραζε τα flyer για το Indie Free Festival του Πεδίου του Άρεως.
Και κλείνω τώρα, γιατί με πήραν τα κλάματα. Αλήθεια.
*Το παραπάνω κείμενο έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό Nitro το καλοκαίρι του 2005.