Στις 15/11/2000 και με όλη την ροκενρολ σοφία των 22 μου ετών, είχα γράψει αυτό το κείμενο για το άλμπουμ Ευωδιάζουν αγριοκέρασα οι Σιωπές, με το οποίο τα Διάφανα Κρίνα ξεκίνησαν να κουβαλάνε σχεδόν μόνοι τους τον σταυρό του ελληνόφωνου ροκ για όλη την δεκαετία που ξεκίναγε τότε, και που –όπως ομοίως σοφά διέγνωσα στο τέλος της- σήμαινε τον οιονεί θάνατο του. Το κείμενο έκτοτε το μετανιώνω κάθε φορά που το διαβάζω και το δικαιώνω κάθε φορά που ακούω Διάφανα Κρίνα.
Λίγους μήνες μετά, κάπου στις αρχές του 2001, είχα βρεθεί και σε ένα live των Κρίνων στην τότε Υδρόγειο της Θεσσαλονίκης (νυν Block 33), όπου σχεδόν σοκαρισμένος παρακολούθησα ένα φανατικό κοινό να ακούει στίχους του Ουράνη και να αντιδρά σαν σε encore των Biohazard (το ίδιο έγινε και το βράδυ της Πέμπτης). Ήταν οι εποχές που ακόμη και τα τελευταία live των Τρύπες μας φαίνονταν μία διεκπεραιωτική διαδικασία για κοινό και συγκρότημα, άσχημα χτυπημένα από το φαινόμενο «Βασίλη ζούμε για να σε ακούμε» όπως αυτό μετεξελίχθηκε σε «Ω είναι ωραία στον Παράδεισο» (και αργότερα σε «Τώρα που δεν έχω κανένα», αλλά χωρίς να το αντιληφθεί σχεδόν κανείς). Το ελληνόφωνο ροκ είχε χάσει κάθε έννοια και άποψη αισθητικής και σχεδόν υποτάχθηκε σε γηπεδικές συμπεριφορές. Τα Διάφανα Κρίνα ήταν οι τελευταίοι της Αγίας, αλλά διαιρεμένης, Τριάδας που το διέλυσαν γύρω στο 2009, καθώς άλλωστε ήταν περίπου και οι τελευταίοι κατά τη σειρά σχηματισμού.
Έξι χρόνια μετά, ο Θάνος Ανεστόπουλος ανέβηκε μόνος με τις κιθάρες του στη σκηνή του Death Disco, για να τραγουδήσει μόνο Διάφανα Κρίνα (και Bob Dylan, Nick Cave, Joy Division), χωρίς να υπάρχουν ακόμη περαιτέρω υποψίες για τυχόν reunion. Το κλίμα πάντως προετοιμάστηκε κατάλληλα. Τολμώ να πω ότι βρέθηκα στο live επειδή είχα μία αόριστη αίσθηση ότι θα έχανα κάτι σημαντικό αν δεν πήγαινα. Την αρχή ενός νέου και εν δυνάμει σημαντικού πράγματος, για το εγχώριο ελληνόφωνο ροκ, που συνεχίζει σε καταστολή ή ίσως και το οριστικό τέλος ενός βεβαιωμένα σημαντικού πράγματος από το παρελθόν. Θα δείξει.
Επί του παρόντος, οι φανατικοί του Θάνου Ανεστόπουλου, τον υποδέχτηκαν σαν Μεσσία, ικανό να ενώσει και πάλι τις αδιόρατες άκρες της θλίψης με αυτές της ανένταχτης αντίδρασης. Στις πρώτες σειρές κάτω από τη σκηνή είχε σχηματιστεί μία αλυσίδα από ultras, που κραδαίνοντας ποτήρια με κόκκινο κρασί, ήταν πανέτοιμοι ανά πάσα στιγμή να βροντοφωνάξουν «Βάλτε να πιούμε», ενώ σε άλλες φάσεις κάποιοι κοιτούσαν προς τον Ουρανό, για να διαπιστώσουν αν ο Θεός όντως αυτοκτόνησε και προς το τέλος πληροφορούσαν ουρλιάζοντας ο ένας τον άλλον ότι θα πεθάνουν ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι, έχοντας πλήρη συνείδηση του ότι το επόμενο φθινόπωρο αργεί ακόμη, συνεπώς υπάρχει χρόνος για ένα ακόμη «φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες» (εκλογές έρχονται βασικά, οπότε ας έχουμε το νου μας με τους φασίστες αυτή τη φορά).
Δεν μπορώ να ξέρω αν όλα αυτά ενθουσιάζουν, ανησυχούν ή απλά αφήνουν αδιάφορο αυτόν που τα προκαλεί, πάντως το σίγουρο είναι ότι στον Θάνο Ανεστόπουλο αξίζει η ανταμοιβή με κάτι αισθητικά πιο ευπρεπές από τις αντιδράσεις του κοινού του. Ο ίδιος ακόμη και χωρίς την υποστήριξη των Κρίνων ή της όποιας άλλης προσωπικής του παρέας, παραμένει performer απόλυτα ακέραιος και προσηλωμένος, σε αυτό που ξέρει και νιώθει να κάνει. Λιγότερο θεατρικός και εμμονικός από ότι υπόσχονται οι στίχοι του, εξαιρετικός κιθαρίστας, που σε ορισμένες στιγμές, κατάφερε να χτίσει μόνος του ένα ψυχωτικό wall of sound, ίσως και προτιμότερο από τις στιγμές που το συγκρότημα του λοξοκοίταξε σε σκληροτράχηλα ροκ κατατόπια, δήθεν ηχητικής παραβατικότητας.
Η παρουσία του το πρώτο ημίωρο (ειδικά για κάποιον σαν και μένα που είχε να τον δει δεκατέσσερα χρόνια επί σκηνής) μεταφέρει μια αίσθηση στεναχώριας για την στεναχώρια, από τη στιγμή όμως που θα συμφιλιωθεί κάποιος με αυτή την πραγματικότητα, εύκολα θα διακρίνει την ευφορία της ειλικρινούς τέχνης, για την οποία τα όρια ανάμεσα στη λύπη και στη χαρά, τόση σημασία έχουν, όσο δυσδιάκριτα είναι. Πάντως οι περισσότεροι φορούσαν μαύρα στο χώρο, και ευτυχώς είχα συντονιστεί έστω και τυχαία. Δεν καπνίζω βέβαια πλέον, γεγονός που αφαίρεσε πολλές μονάδες από το εν δυνάμει μυστηριώδες της παρουσίας μου, καθότι άλλωστε με έλουσε και η μοναξιά όλο το βράδυ.
Ο Ανεστόπουλος σήκωσε όλο το δίωρο live χωρίς καμία δυσκολία και χωρίς σε κανένα σημείο να δώσει λαβές αναζήτησης περισσότερων μουσικών επί σκηνής. Τα τραγούδια αυτά είναι μέσα του και το γνωρίζει τόσο ο ίδιος, όσο και το κοινό του. Αποσύρονται για ελάχιστο χρόνο στις άγριες διαθέσεις μιας απροσδιόριστα rawk μέθης και επιστρέφουν στην ουσία της ύπαρξης τους, που συνοψίζει καλύτερα από κάθε τι άλλο στην εγχώρια σκηνή τη ρήση περί του ότι «η ζωή είναι μεγάλη, μην την κάνεις καρναβάλι», ίσως και περισσότερο από ότι θα πρέπει.
Αυτό δηλαδή είναι το ζήτημα με τον Θάνο Ανεστόπουλο και τα Διάφανα Κρίνα εν γένει. Ψάχνεις όλη τη δισκογραφία τους από άκρη σε άκρη, θυμάσαι κάθε φορά που τους συνάντησες στη σκηνή, και αδυνατείς να εντοπίσεις κάποια στιγμή κατά την οποία... κάνουν έστω και λίγη πλάκα. Το χιούμορ απουσιάζει μάλλον ολοκληρωτικά από τον κόσμο τους. Και αυτό όσο και αν είναι δικαίωμα τους, δημιουργεί αναπόφευκτα άβολες καταστάσεις σε όσους ορισμένες φορές, αντιμετωπίζουν θεμιτά το ροκενρολ ως κάτι που έχει (και) πλάκα.
Οι γεμάτοι νοήματα και βαρείς στίχοι έρχονται ο ένας μετά τον άλλον, οι ποιητές που αντιπαραβάλλονται μαζί τους υποδεικνύουν ότι η λιτότητα των εκφραστικών μέσων θα ήταν ένας καλός δρόμος για να ελαφρύνει κάπως η κατάσταση, αλλά στο τέλος του δίσκου ή της βραδιάς, τα πάντα στον κόσμο των Διάφανων Κρίνων, παραμένουν σχεδόν αδικαιολόγητα αδιέξοδα. Ίσως και να είναι έτσι βέβαια και ίσως εγώ να κάνω λάθος. Χιούμορ εν πολλοίς δεν είχανε ποτέ και δεν έχουν ακόμη και σήμερα και οι Tindersticks, τουλάχιστον στις πρώτες αναγνώσεις τους, αυτοί όμως ακόμη και μέσα από τα φλερτ με τη disco και την ανάλαφρη soul, έδειξαν ότι αντιλαμβάνονται ορισμένες φορές το άτοπο μίας ακόμη νύχτας με μπόλικη σύγχυση, αλλά χωρίς γέλιο.
Αν συνεχιστούν αυτές οι solo εμφανίσεις του Θάνου Ανεστόπουλου με υλικό των Κρίνων, θα έχετε την ευκαιρία να δείτε το πως ένας άνθρωπος έχει καταληφθεί με συγκλονιστικό τρόπο από το Έργο του και πως καταφέρνει να το μεταδίδει αυτούσιο σε νοήματα και εντάσεις, σε συνθήκες που άλλοι προσφέρουν απλώς ένα ακουστικό πέρασμα αναπόφευκτης νυσταλέας κατάληξης. Στον Ανεστόπουλο έγινε το αντίθετο, στο τέλος κοντέψαμε να δούμε και stage diving, υπό το λάκτισμα μίας και μόνης ακουστικής κιθάρας. Αν τυχόν όλα αυτά μετεξελιχθούν στη δεύτερη ζωή των Διάφανων Κρίνων, δεν χρειάζεται να σας πω τι θα κάνετε, το ξέρετε ήδη, από όποια μεριά και αν βρίσκεστε.