Θα μπορούσε να θεωρηθεί ο δικός μας Rodriguez, ένας χαμένος μουσικός ήρωας των αρχών των 70s. Η ιστορία του Σωτήρη Κοματσιούλη πληροί όλες αυτές τις προϋποθέσεις. Ξεκίνησε να γράφει μουσική στα 8 του χρόνια στην Καστοριά όπου και μεγάλωσε. Στην εφηβεία βρέθηκε στη Λάρισα όπου οι γονείς του εμπορεύονταν γουναρικά κι εκεί γνώρισε κάποια μέλη της Φιλαρμονικής κι έφτιαξαν τους Lovers στα τέλη των 60s. Μαζί έπαιζαν σε μαγαζιά της Λάρισας, ενώ βρέθηκαν και στην Αθήνα για διάφορες ηχογραφήσεις.
Στην πορεία ο Σωτήρης Κοματσιούλης άλλαξε το όνομά του σε Steve Gemos, μετακόμισε στην Αγγλία, εκεί ήρθε σε επαφή με τον Robert Wyatt των Soft Machine, και ταξίδεψε μέχρι την Τζαμάικα περνώντας χρόνο με τον Bob Marley. Πριν όμως σαλπάρει για το εξωτερικό, ηχογράφησε στις αρχές της δεκαετίας του '70 το My Little Story το οποίο χρειάστηκε σχεδόν 50 χρόνια για να κυκλοφορήσει στην πρωτόλεια μορφή του πριν λίγο καιρό.
Αυτή είναι η όχι τόσο μικρή αλλά θυελλώδης ιστορία του...
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '70 κι ο Σωτήρης Κοματσιούλης με τους Lovers όταν δεν έκαναν πρόβες, έπαιζαν στο μαγαζί Ρίο στη Λάρισα. Βέβαια παρά την ικανοποιητική προσέλευση στις ζωντανές τους εμφανίσεις, η μπάντα δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Έτσι ο Σωτήρης Κοματσιούλης έκανε διάφορες δουλειές, απασχολούμενος κυρίως στην οικογενειακή επιχείρηση γουναρικών. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστούν χρήματα ώστε να έρθει στην Αθήνα με τη μπάντα του για να ηχογραφήσουν τα κομμάτια του δίσκου My Little Story.
Πρώτη φορά είχαν κατηφορήσει το 1967 στην Αθήνα, οπότε και ηχογράφησαν το ομώνυμο EP τους, ενώ για την ηχογράφηση του My Little Story χρειάστηκαν τρία ξεχωριστά ταξίδια μεταξύ 1970-72. Το 1970 έγραψαν τα κομματια «Η Μικρή Μου Ιστορία» και «Για Λίγο Ψωμί» σε ένα στούντιο επί της Καραγεώργη Σερβίας. Τα υπόλοιπα κομμάτια ηχογραφήθηκαν το 1972 σε διαφορετικό στούντιο, εκτός από τα "Save The Children" και "The Kind King" που αποτελούν και τα μοναδικά αγγλόφωνα κομμάτια του άλμπουμ μαζί με το "Destiny".
Μην ξεχνάμε πως μιλάμε για την περίοδο της δικτατορίας. Στο κομμάτι που χαρίζει το όνομά του στο δίσκο («Η Μικρή Μου Ιστορία») ακούει κανείς τους εξής στίχους: «Δεν ξέρω αν θα πρέπει να γελάω / Δεν ξέρω αν θα πρέπει να θρηνώ / Μπορεί εκεί που πάω να μην πονάω / Μπορεί εκεί που πάω χαρά να βρω / Κι ίσως αν θα φύγω θα γλιτώσω». Το αντιχουντικό πνεύμα του δίσκου δεν κρύβεται κι αυτός ήταν κι ο λόγος που δεν είχε το πράσινο φως για να κυκλοφορήσει σε πρώτο χρόνο. Όπως επιβεβαιώνει κι ο ίδιος ο Σωτήρης Κοματσιούλης, το να έχεις μπάντα επί της δικτατορίας συνεπαγόταν ατελείωτο κυνηγητό, παρακολούθηση και συνεχή πίεση να υποστηρίζεις το καθεστώς π.χ. μέσα από δηλώσεις πολιτικών φρονημάτων, προκειμένου να εξασφαλίζεις προνόμια. Κάτι στο οποίο ο μουσικός δεν ενέδωσε ποτέ.
Ο ίδιος ο δίσκος δεν δείχνει βέβαια κανέναν φόβο να εκφράσει τα πιστεύω του δημιουργού του, ενώ συγχρόνως καλλιεργεί μια ματιά πάνω στα πράγματα εμφανώς επηρεασμένη από το χίπικο πνεύμα που είχε κατακλύσει τα ακριβώς προηγούμενα χρόνια τη νεανική κοσμοθεωρία σε παγκόσμιο επίπεδο. «Σας μιλώ για πουλιά / τη στιγμή που υποφέρουν χιλιάδες παιδιά / οι φτωχοί πολεμάνε για μια θέση στη γη / ενώ άλλοι πετάνε τα λεφτά σαν βροχή» τραγουδά ο Κοματσιούλης με εμφανείς πασιφιστικές και αντικαπιταλιστικές διαθέσεις στο κομμάτι που αυτοπροσδιορίζεται επαρκώς ήδη από τον τίτλο του, «Οι Ρομαντικοί».
Κι η ίδια η μουσική του δίσκου όμως καλλιεργεί ελπίδα, χωρίς να κοιτάει στο σκοτάδι. Αντιθέτως, το ψυχεδελικό πνεύμα των ύστερων 60s είναι εδώ μαζί με μία πιο λυρική «ελληνική» αίσθηση στο τραγούδι. Κι αυτή δεν είναι η μόνη ελληνική νότα που θα ακούσει κανείς. Εδώ ο Κοματσιούλης αποφασίζει να βάλει μπουζούκι σε δύο από τα τρία κομμάτια του δίσκου -παραδόξως, στα αγγλόφωνα "Save The Children" και "The Kind King" (η παραμυθική αφήγηση του δεύτερου αποτελεί ενδεχομένως και ένα νεύμα προς τρόπους αφήγησης που μας έχει συνηθίσει το prog και που τότε διένυε το zeitgeist του).
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που το μπουζούκι έχει εισχωρήσει σε ψυχεδελικά χωράφια.Το 1967 οι Αμερικανοί (κι όχι οι Βρετανοί) Kaleidoscope στο ντεμπούτο τους Side Trips χρησιμοποιούν ήδη μπουζούκι ενώ το 1971 ο Cat Stevens χρησιμοποιεί το «εθνικό μας όργανο» αλλά κι ελληνικό στίχο στο κομμάτι "Ruby Love". Αν όμως οι πρώτοι δεν ξεφεύγουν από γραφικότητες όπως τη χρήση της φράσης «Ώπα» κι ο δεύτερος γράφει ένα, σχεδόν γραφικό, μουσικό φολκλορ σουβενίρ, ο Κοματσιούλης χρησιμοποίησε το μπουζούκι ως ένα εναρμονισμένο με το σύνολο όργανο που λειτουργεί απλά ως στολίδι και δεν κραυγάζει την παρουσία του. Χαρίζει «ελληνικότητα» αποφεύγοντας τον εξωτισμό.
Αυτό το ψυχεδελικό και πολιτικοποιημένο αν θέλετε έργο δεν είχε καταφέρει ως σήμερα να κυκλοφορήσει στην ολοκληρωμένη του μορφή. Αν και τα περισσότερα κομμάτια του έχουν συμπεριληφθεί σε άλλες κυκλοφορίες του Κοματσιούλη ανά τα χρόνια, τα masters των αυθεντικών αυτών ηχογραφήσεων έμειναν στα χέρια του Βαγγέλη Μηνά, ο οποίος κι έπαιξε όργανο στον δίσκο. Μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων, ο Μηνάς μετανάστευσε στο Ισραήλ ενώ ο Κοματσιούλης, ο οποίος είχε μόνο μερικά από αυτά τα κομμάτια σε κασέτες, έφυγε για την Αγγλία διωγμένος από τη Χούντα.
Έχοντας μείνει θαμμένο στο χρονοντούλαπο για δεκαετίες, πρόσφατα ο Βαγγέλης Μηνάς ανακάλυψε την κούτα με τα αυθεντικά masters του My Little Story. Αφού ενημέρωσε τον Σωτήρη Κοματσιούλη, αυτός αποφάσισε μαζί με τους Βαγγέλη Λέων Λαμπράκο και Κωνσταντίνο Βέρρο να δρομολογήσουν την κυκλοφορία του δίσκου.
Όπως παραδέχεται κι ο ίδιος ο μουσικός, αυτό που τον ώθησε σε αυτή την κυκλοφορία, η οποία έγινε ανεξάρτητα κι όχι υπό το στέγαστρο κάποιας δισκογραφικής εταιρείας, ήταν προπάντων η αγάπη του για τα συγκεκριμένα τραγούδια αλλά και η επιθυμία να μεταφέρει σήμερα τον αυθεντικό ήχο εκείνης της εποχής. Και πράγματι, στην συγκεκριμένη έκδοση του δίσκου δεν έγινε κάποια επέμβαση στο αρχικό υλικό, αλλά το remix έμεινε το ίδιο. Έτσι, σε πείσμα των καιρών, το My Little Story κυκλοφορεί ακριβώς στην μορφή στην οποία θα κυκλοφορούσε σε πρώτο χρόνο.
Πέρα από τη μουσική του υπόσταση, το My Little Story μπορεί να ιδωθεί σαν ένα έργο που συνομιλεί πλήρως με την εποχή του αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να δει το φως της ημέρας σε αυτήν. Επέστρεψε όμως για να πει τη δική του νοσταλγική ιστορία.