Τον Μάρτιο του 1829, όλη η καλή κοινωνία της Πρωσίας έσπευσε στη Singakademie του Βερολίνου για μια ιδιαίτερη συναυλία. Το 20χρονο παιδί-θαύμα, ο Φέλιξ Μέντελσον, για τον οποίο μιλούσε όλη η Γερμανία, διηύθυνε ένα ξεχασμένο έργο κάποιου ασήμαντου συνθέτη. Ήταν το ορατόριο Κατά Ματθαίον Πάθη του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.
Μπορεί σε εμάς να φαντάζει αδιανόητο, όμως η μουσική του Μπαχ πέρασε στην αφάνεια σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατό του. Ο Μέντελσον ήρθε σε πρώτη επαφή με ολόκληρη την παρτιτούρα των Παθών περίπου στην ηλικία των δεκατεσσάρων από τη γιαγιά του. Προηγουμένως, είχε τραγουδήσει μερικά αποσπάσματα του έργου μαζί με την αδερφή του Φάνι, στην παιδική χορωδία που ήταν μέλη.
Σε εκείνη τη συναυλία του 1829, λέγεται ότι παραβρέθηκαν μεταξύ άλλων ο βασιλιάς της Πρωσίας, ο ποιητής Χάινριχ Χάινε, ο φιλόσοφος Φρήντριχ Χέγκελ και ο βιρτουόζος βιολονίστας Νικολό Παγκανίνι. Μάλιστα, η ζήτηση για εισιτήρια ήταν τόσο μεγάλη που εκατοντάδες θεατές δεν μπόρεσαν να μπουν στην αίθουσα. Πολλοί θεωρούν ότι αυτό το συμβάν σηματοδότησε την έναρξη της «αναβίωσης του Μπαχ», της οποίας ο Μέντελσον υπήρξε πρωτοστάτης.
Ένα μεγαλόπνοο εγχείρημα
Τα Κατά Ματθαίον Πάθη δημιουργήθηκαν το 1727 και είναι ένα από τα δύο σωζόμενα «Πάθη» του Μπαχ. Το άλλο έργο είναι τα Κατά Ιωάννη Πάθη, τα οποία είχε ολοκληρώσει τρία χρόνια νωρίτερα (1724). Το λιμπρέτο βασίζεται στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, όπως αυτό μεταφράστηκε στα γερμανικά από τον Μαρτίνο Λούθηρο. Ωστόσο, η τελική του μορφή διαμορφώθηκε από τον Κρίστιαν Φρίντριχ Χένριτσι, έναν ταχυδρομικό υπάλληλο της Λειψίας που συμπλήρωνε το εισόδημά του γράφοντας λιμπρέτα με το ψευδώνυμο Πικάντερ.
Εκείνο τον καιρό, ο Μπαχ ήταν κάντορας στον ναό του Αγίου Θωμά της Λειψίας. Οι κυριακάτικες λειτουργίες περιλάμβαναν τις περισσότερες φορές δικές του καντάτες εμπνευσμένες από θρησκευτικά θέματα. Στα Κατά Ματθαίον Πάθη, ο συνθέτης θεώρησε ότι ήταν πολύ σημαντικό οι ακροατές να μπορούν να καταλάβουν τα λόγια του λιμπρέτου. Για τον λόγο αυτό, προτίμησε να χρησιμοποιήσει τα πιο απλά μουσικά μέσα για τις έξι φωνές-πρωταγωνιστές του έργου. Στον αντίποδα, οι στίχοι είναι βαθιά συναισθηματικοί, ενδεικτικοί του κινήματος του πιετισμού που κυριαρχούσε εκείνη την περίοδο στον γερμανικό προτεσταντισμό. Η βασική του ιδέα αφορούσε την απλότητα, τον ανθρωπισμό και θρησκευτικές λειτουργίες που βρίσκονταν πιο κοντά στον καθημερινό άνθρωπο.
Η πορεία προς τη σταύρωση
Το έργο έχει έναν καθαρά αφηγηματικό χαρακτήρα και ξεκινά με την προδοσία του Ιησού από τον Ιούδα. Στο πρώτο μέρος, ζωντανεύει μπροστά μας ο Μυστικός Δείπνος, η σύλληψη του Ιησού από τους Ρωμαίους στον κήπο της Γεσθημανής, η προσευχή του και η ανάκρισή του από τους αρχιερείς. Στο δεύτερο μέρος, πληροφορούμαστε για το αναπόφευκτο τέλος του δράματος από την αλλαγή στην ένταση της μουσικής, η οποία γίνεται απαλότερη και σκοτεινή. Παρακολουθούμε τη σταύρωση και τον θάνατο του Ιησού, και το τέλος επέρχεται με το σφράγισμα του τάφου. Η χορωδία καταλήγει να παρακαλά με δάκρυα για την ανάπαυση του Κυρίου.
Οι σολίστ αναλαμβάνουν συγκεκριμένους ρόλους στο θείο Πάθος. Ο Ευαγγελιστής είναι πάντα τενόρος, ενώ ο Πέτρος είναι οι δύο μπάσοι. Παράλληλα, ακούμε τα λόγια του Ιησού, του Ιούδα, του Πόντιου Πιλάτου και της γυναίκας του, δύο αρχιερέων και δύο μαρτύρων. Οι μαθητές παρουσιάζονται πάντα από την πρώτη χορωδία.
Οπερατικές διαστάσεις
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τα Κατά Ματθαίον Πάθη είναι ό,τι πλησιέστερο σε όπερα έγραψε ποτέ ο Μπαχ. Για αυτόν τον λόγο, ο συνθέτης «τιμωρήθηκε» από το δημοτικό συμβούλιο της Λειψίας με μείωση μισθού, καθώς οι εκκλησιαστικές αρχές της πόλης απαγόρευαν τα οπερατικά στοιχεία σε θρησκευτικά έργα. Ακόμη, η μεγάλη διάρκεια, οι τεχνικές απαιτήσεις και η πνευματικότητα του έργου, μάλλον ξένισαν το κοινό παρά το ενθουσίασαν στην πρεμιέρα της Μεγάλης Παρασκευής του 1727.
Παρόλα αυτά, ο Μπαχ, αφού καταπιάστηκε με αυτή την άκρως φιλόδοξη σύνθεση, φαίνεται να βρίσκει την αυτοπεποίθησή του. Η δεκαετία του 1730 είναι από τις πλέον παραγωγικές του, αφού συνέθεσε έργα τεράστιας εμβέλειας, ποιοτικής και ποσοτικής. Ανάμεσά τους, η αναθεωρημένη έκδοση των Κατά Ιωάννην Πάθη αλλά και τα Κατά Μάρκον Πάθη που δυστυχώς δε διασώζονται.
Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι η σύνθεση ταξίδεψε για πρώτη φορά εκτός της Λειψίας όταν ο Μέντελσον αποφάσισε να τη διευθύνει στο Βερολίνο. Προηγουμένως, όλες οι εκτελέσεις είχαν πραγματοποιηθεί στην πόλη στην οποία γεννήθηκε. Στη Λειψία, άλλωστε, ο Μπαχ έζησε την απόλυτη ακμή του ως συνθέτης. Χρειάστηκε ένας 20χρονος Γερμανός για να στρέψει την προσοχή όλης της Ευρώπης στη μουσική του Μπαχ και να χτίσει τα θεμέλια για να θεωρείται σήμερα, αυτός ο συνθέτης με την ταπεινή καταγωγή από το Άιζεναχ, η υπέρτατη ιδιοφυία της δυτικής μουσικής.