Brand New: The Body - Christ, Redeemers [Thrill Jockey, 2013]
Αυτός είναι ο καλύτερος δίσκος που άκουσα φέτος ανεξαρτήτως είδους, ήχου και διάθεσης. Σε επίπεδο τρέχουσας δεκαετίας θα τον συγκρίνω μόνο με το αριστούργημα των
Neurosis το 2012 και αφού προσπεράσω την προηγούμενη δεκαετία, κατά τη διάρκεια της οποίας άκουγα pop με κιθαριστικές αποχρώσεις, θα το τοποθετήσω δίπλα στο μνημειώδες (για την πάρτη μου)
Talker των
US MAPLE στην
Drag City, που ενώ έπρεπε να αλλάξει τον ρου της ροκ ιστορίας, δεν το έκανε ποτέ, και όχι μόνο επειδή τον άκουσαν ελάχιστοι.
Όπως ελάχιστοι ενδέχεται να ακούσουν και αυτόν εδώ το δίσκο, που έρχεται λίγους μήνες μετά το EP
Master, We Perish, το οποίο ομολογώ ότι απέφευγα να το ακούω γιατί μου χάλαγε τη διάθεση. Όχι ότι τούτο εδώ μου την φτιάχνει δηλαδή. Διότι συν τοις άλλοις, με metal πιστοποίηση στην ούγια, εντάσσονται στο (υπό μετάλλαξη) ρόστερ της
Thrill Jockey, και οι “μεταλλάδες” θα ανησυχήσουν, ενώ και οι “ανεξαρτητάδες” θα διστάσουν κατά το πιθανότερο σενάριο. Οποιοσδήποτε πάντως συμπεριφερθεί κατ’ αυτό τον τρόπο, απλώς θα έχει χάσει ένα άλμπουμ που με αριστοτεχνικό, και όχι απαραίτητα τεχνικό, τρόπο εμπεριέχει τη συνολική εντροπία και μαυρίλα των εποχών που ζούμε και λίγη αυτών που επίκειται να ζήσουμε. Οι
The Body δεν αστειεύονται. Βλέπουν τα πάντα γύρω τους υπό διάλυση και απλώς επιδιώκουν να έρθει αυτή μια ώρα αρχύτερα.
Μπόλικο sampling, αορίστως χαρακτηριζόμενο ως folk καταβολών, κιθάρες κλειδωμένες σε κάποιο υπόγειο χιλιόμετρα μακριά από τους δέκτες της ηχογράφησης και main φωνητικά που όταν προβάλλουν, ο ακροατής ψάχνει να βρει που θα κρυφτεί. Το ολοκληρωτικά ανορθόδοξο “Bearer Of Bad Tidings”, με το οποίο και κλείνει αυτός ο θεσπέσιος δίσκος, είναι ότι καλύτερο ηχογράφησαν ποτέ οι The Body και είναι το τραγούδι αυτό που έφερε στο μυαλό μου τους US MAPLE, εξαιτίας της έλλειψης όχι μόνο οποιασδήποτε δομής, αλλά έστω και προσπάθειας να ακουστεί κάτι με συνοχή, μέση και τέλος. Στις κιθάρες του, το Εγχειρίδιο του καλού
γκλενμπρανκίτη ανασύρεται από τα σκονισμένα ράφια, που το είχαν παρατήσει για χρόνια οι
Sonic Youth και άπαντες στοιχηματίζουν για το ποια ώρα και μέρα θα εμφανιστούν οι The Body στο
επόμενο Primavera Sound, αλλά επειδή δεν θα πάμε έτσι κι αλλιώς, αυτό δεν έχει καμία σημασία. Προς το παρόν αγαπήστε αυτόν το δίσκο, για να είστε απολύτως έτοιμοι όταν θα πλησιάζει η ώρα της καταστροφής.
Essential Reissue: Unwound - Kid Is Gone Box Set [Numero Group, 2013]
Υπό το πρίσμα της σειράς επανακυκλοφοριών της δισκογραφίας των
Unwound, όπως αυτές έχουν προαναγγελθεί από το μέτωπο της αμερικάνικης
Numero Group (το πλέον απολαυστικό από τα πολλά archival record labels, που έχουν ξεμυτίσει τα τελευταία χρόνια, υπό την καθοδήγηση του φαμόζου Tom Lunt, που αφού άλωσε soul, funk, afro κλπ εισβάλλει και στα alternative punk/rock λημέρια), η μουσική τους καθίσταται αντικείμενο διδακτορικών διατριβών, καθώς αναμένεται να παρουσιαστεί σε κάθε πιθανή και απίθανη μορφή της, από άκρο σε άκρο ηχογραφήσεων, ζωντανών, στουντιακών, ραδιοφωνικών, στο μπάνιο, στην κουζίνα κλπ. Αξίζουν τον κόπο όλα αυτά ή μήπως πρέπει να αρκεστεί κανείς στο να ακούσει τα 6-7 “κανονικά” άλμπουμ της μπάντας και να μην απασχολείται με τις κυκλοφορίες εκείνες που δεν γεννιούνται κανονικά, δεν μεγαλώνουν κανονικά κλπ. Η απάντηση δεν είναι μία και δεν είναι και σίγουρη.
Επί του παρόντος πάντως είναι ναι. Διότι το box υπό τον τίτλο
Kid Is Gone, πιάνει το ζήτημα Unwound από την άκρη-άκρη του νήματος, ενίοτε σε καταστάσεις προ του πρώιμου και τελικά παραδίδει τη συνολική εικόνα μιας πανκ ροκ μπάντας, η οποία επεξηγεί σχεδόν αποστομωτικά το γιατί έφτασε να αποκαλείται η επιτομή του post hardcore. Κι όλα αυτά σε μία ακόμη πιο τραβηγμένη έκδοση των περσινών επανεκδόσεων της δισκογραφίας των
Codeine, μιας και πλέον ο στόχος είναι να μην μείνει τίποτε από έξω. Τα box set της Numero Group κινούνται στην ακριβώς αντίθετη λογική της
Spotify θεώρησης των μουσικών πραγμάτων και ικανοποιούν απλά και μόνο με την απόκτηση τους, πολύ πριν οδηγηθούν τα βινύλια στα πικάπ και ο ήχος στα ηχεία. Και όσο και αν αυτό ακούγεται ακόμη και άκομψα υλιστικό, όπως και να το κάνουμε είναι ένας βασικός λόγος ταύτισης με το rock ‘n’ roll ως κάτι παραπάνω από αοριστολογική ενασχόληση.
Στον χαοτικό κόσμο των Unwound λοιπόν, ίσως να μην είναι αυτές οι πραγματικά καλύτερες ηχογραφήσεις τους (που δεν είναι, λίγο υπομονή για αργότερα....), αλλά ήδη από την κασέτα με τον τίτλο
Bionic (που κυκλοφόρησε στην
Kill Rock Stars) εμφανίζονται ως ένα συγκρότημα με ολοκληρωμένη άποψη περί του ότι το rock ‘n’ roll δεν πρέπει να εξυψώνεται ηλιθιωδώς εκατοστό πιο ψηλά από τους οπαδούς τους, αλλά οφείλει να κυλιέται, να ξεμαλλιάζεται, να πίνει μπύρες, να αγκαλιάζεται και στο τέλος ακόμη και να κοιμάται στα πατώματα με αυτούς, όπως σοφά δίδαξαν κάποτε οι
Clash (αλλά τον νόμο δεν τον τήρησαν τελικά όλοι τους). Η δισκογραφία τους ήταν ούτως ή άλλως “άτακτη” πάντως, αν σκεφτεί κανείς ότι το Unwound LP κυκλοφόρησε με τρία χρόνια καθυστέρηση το 1995, συνεπώς εδώ συμμαζεύονται τα πάντα και ο οπαδός τα σκάει χοντρά μεν, αλλά μένει με χαμόγελο πλατύ. Το κουτί βρίσκεται στην Ευρώπη με γύρω στα 55 €, αλλά με παραγγελία απευθείας από το e-shop της Numero Group, θα πληρώσεις τα κέρατα σου σε ταχυδρομικά, με 10 € παραπάνω όμως θα έχεις και το extra live LP, χωρίς το οποίο καθίσταται πραγματικά αμφίβολο το όποιο νόημα της υπόλοιπης ζωής σου.
Εγκληματικά παραγνωρισμένο:
Από την πρόσφατη συναυλία των Last Drive στο Βερολίνο. Φανταστείτε τι έχει να γίνει στην Αθήνα...
The Last Drive - Subliminal [BMG, 1994]
OK. Κατανοώ ότι είναι αρκετά παράδοξο το να χαρακτηρίζεις ως «εγκληματικά παραγνωρισμένο» έναν δίσκο των
Last Drive, οι οποίοι –ειδικά στη δεύτερη περίοδο τους- κατάφεραν να λάβουν την καθολική αναγνώριση που τους αξίζει για την rock ‘n’ roll ορμή και πίστη, που πάντοτε επέδειξαν, χωρίς ποτέ να απομακρυνθούν από την αρχική ιδέα της μπάντας (ακόμη και όταν ο ήχος παρέκκλινε μέσα από εσωτερικές διαφωνίες και εντάσεις, προκαλώντας ακόμη και την οργή των οπαδών). Η αλήθεια όμως είναι ότι σπάνια θα βρεθεί κάποιος στις συναυλίες να ζητήσει να παίξουν κάτι από αυτό το δίσκο ή και να παραπονεθεί αν παραλείψουν να το κάνουν. Επίσης γνωρίζω συνολικά δύο άτομα τα οποία θα απαντήσουν «To Subliminal» αν τους ρωτήσεις ποιος είναι ο αγαπημένος τους δίσκος από
Last Drive. Ο ένας είμαι εγώ φυσικά...
Του δεύτερου η γνώμη ίσως και να έχει μια κάποια αξία παραπάνω, μιας και είναι ο
Alex K., ο οποίος σε ανύποπτο χρόνο (ωραίος τρόπος για να περιγράψει κανείς το 2010) δηλώνει στην Bianca του
Crackhitler τα εξής, ερωτώμενος για τον αγαπημένο του δίσκο Last Drive, πλην του τελευταίου, που ήταν τότε (όπως και τώρα) το
Heavy Liquid:
«
Πάλι τον τελευταίο, αλλά τον τελευταίο πριν από το Heavy Liquid. To Subliminal ήταν το τέλος μιας περιόδου, και για χίλιους λόγους ήταν τόσο δύσκολο να γίνει, που όταν ολοκληρώθηκε σχεδόν δεν το πιστεύαμε. Hταν βαρύ το κλίμα και νομίζω ότι όλοι ήξεραν ότι το πράγμα είχε φτάσει στο μη παρέκει, αλλά από δημιουργική άποψη κύλησε άψογα. Είχαμε μάθει να λειτουργούμε υπό συνθήκες πίεσης, αλλά τώρα η πίεση ήταν το ίδιο το περιεχόμενο του δίσκου. Γι’ αυτούς τους λόγους, το Subliminal είναι το αγαπημένο μου άλμπουμ.»
Η φράση «
η πίεση ήταν το ίδιο το περιεχόμενο του δίσκου» λέει πολλά για το
Subliminal, που είναι ένας δίσκος απολαυστικά ανομοιογενής, δεν υπηρετεί ένα συγκεκριμένο rock ‘n’ roll μετερίζι, όπως οι προηγούμενες (και ειδικά οι δύο πρώτες) κυκλοφορίες τους, έχει μπόλικο groove, αλλά όχι με αυτή την άθλια έννοια που καταντάει το ροκ γκομενίστικη υπόθεση. Με τα
Blood Nirvana και
F*Head Entropy είχαν ήδη αφήσει πίσω τους τον garage rock φορμαλισμό και εντάχθηκαν με εναλλάξ ομαλό και ανώμαλο τρόπο στα «σκληρά 90s». Ο διπολισμός ως προς την ηχητική κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθηθεί οδήγησε τελικά στην διάλυση της μπάντας (συν διάφορες άλλες αιτίες φαντάζομαι και διαβάζω...), μέχρι να γίνει αυτό όμως πρόλαβαν και κυκλοφόρησαν (και εκτός
Hitch Hyke μάλιστα) ένα (ως τότε) κύκνειο στουντιακό άσμα, που αποδεικνύει ότι η ασυμφωνία χαρακτήρων και οι μουσικές διαφωνίες, δεν είναι κάτι το απαραίτητα αρνητικό. Η πολυεθνική μεταγραφή δεν τους βγήκε, κατά τα ειωθότα του εναλλακτικού ροκ 90s, ενώ φημολογείται ότι η BMG τύπωσε το βινύλιο σε αποφάγια άχρηστων κυκλοφοριών, διότι η ποιότητα του συναγωνίζεται αυτή του ρίζλα γκρι σε πάχος και ελαστικότητα. Υπήρξε και CD από ότι βλέπω, αλλά δεν το έχω πιάσει ποτέ στα χέρια μου.
Το
Subliminal είναι ένας ανήσυχος rock ‘n’ roll δίσκος, με απόηχους της θορυβώδους ψυχεδελικής περιόδου των
Drive και με τα απαραίτητα μόνο θραύσματα της garage’ n’ roll εμμονής, που τους ανέδειξε (και δεν πρέπει να υποτιμάται). Επιταχύνει σε μετρημένες, αλλά απαραίτητες περιπτώσεις, αλλά κυρίως σέρνεται ηδονικά σε κιθάρες που σχεδόν διαφιλονικούν και σε διαλογικές προτάσεις στα φωνητικά, που καταλήγουν έως και ερεθιστικές για τον ανοιχτόμυαλο ακροατή του. Το “Blood From A Stone” είναι καλύτερο από τα περισσότερα εύκολα χιτ των
Monster Magnet και το “Skin” είναι μέσα στις πέντε καλύτερες συνθετικές στιγμές των Drive, ενώ το αντίρροπο του παρακάτω στο δίσκο, “Helmet Head”, θυμίζει την προαιώνια ρήση περί του rock ‘n’ roll, που μόνο ως τέτοιο στέκει, οπότε μην το γαμάς σαν να είναι βαριά φιλοσοφία. Ο δίσκος κλείνει με το οχτάλεπτο “20.000 miles”, στη διάρκεια του οποίου η μπάντα αποχαιρετά (προσωρινά ως αποδείχτηκε) τον μάταιο τούτο rock ‘n’ roll κόσμο, αφήνοντας πίσω της μία αίσθηση ενδοεταιρικού improvisation με όλα τα μαχαίρια πάνω στο τραπέζι.
Στις 20 και 21 του Δεκέμβρη θα γιορτάσουμε τα 30χρονα των
Last Drive, στον συναυλιακό εκείνο χώρο που τους πρέπει απόλυτα στην Αθήνα του 2013 (στο
Gagarin 205 δηλαδή), με τους καλεσμένους εκείνους που όλοι θα θέλαμε (και μπάντα και οπαδοί). Φημολογείται ότι κάθε βραδιά θα διαρκέσει πολλές ώρες, συνεπώς είναι ευκαιρία να αποκατασταθούν αυτά εδώ τα τραγούδια και στις συνειδήσεις των οπαδών (που βέβαια φημολογείται ομοίως ότι δεν θα είναι σε κατάσταση τέτοια ώστε να το αντιληφθούν). Βοήθεια μας!