Γύρισαν από το Λονδίνο, όπου σπούδασαν Καλές Τέχνες, το 2002. Αποφασισμένοι να το κάνουν «με τον δικό τους τρόπο», όχι ως χόμπι αλλά ζώντας ως καλλιτέχνες. Στήνοντας αμέτρητα πρότζεκτ που έβαλαν τα εικαστικά να συνομιλήσουν με τη μουσική και το σινεμά, βγάζοντας περιοδικά, τρέχοντας φεστιβάλ κι εκδόσεις. Ανεβοκατεβαίνοντας διαρκώς το ασανσέρ μεταξύ «υψηλής τέχνης» και «ποπ κουλτούρας», μένοντας πιστοί στις βασικές working class αρχές: μπίρα, μπάλα, DIY ανεξαρτησία. Ακόμα κι αν η ανταμοιβή (ή το καύσιμο της έμπνευσης) ήταν «9 σφαλιάρες-1 φιλί».
Σχεδόν 20 χρόνια μετά, πάντα με βάση το στούντιο της Μιλτιάδου, κυκλοφόρησαν το όγδοο (ελληνόφωνο μάλιστα) άλμπουμ τους Είμαι Ένα Ξενοδοχείο στην Inner Ear.
Αφορμή για να διηγηθούν στην Popaganda την εναλλακτική ιστορία αθηναϊκή του 21ου αιώνα…
Superman Died Yesterday
(2005, Out of Tune, CDr)
Το πρώτο μας performance ήταν στο Bios τον Μάιο του 2004 με support τους Stereo Total. Είναι μια περίοδος που οι κιθάρες ήταν κάπως ξεχασμένες, ειδικά στην Αγγλία, κι εμείς κάναμε τις πρώτες μας αυτοσχέδιες lo-fi κυκλοφορίες: ηχογραφούσαμε με ένα τετρακάναλο στο στούντιό μας κι αντί για κανονικά τύμπανα, είχαμε κούτες. Εποχή του MySpace που καταλάβαμε κι εδώ ότι δε χρειάζεται η εταιρεία για να ακουστεί η μουσική σου.
Υπήρχε ένα κλίμα στην Αθήνα που το έφτιαχναν πολλά παιδιά σαν και μας που είχαν επιστρέψει από το εξωτερικό και ήθελαν να κάνουν καινούρια πράγματα. Οι γκαλερί έφευγαν από το Κολωνάκι, έρχονταν στου Ψυρρή δίπλα στα στούντιο των καλλιτεχνών, άλλαζαν κάπως τα καλλιτεχνικά δεδομένα. Βρισκόμασταν στο Pop και βδομάδα με τη βδομάδα υπήρχε και μαι διαφορετική ιδέα π.χ. για live σε διαφορετικούς χώρους.
Μη γελιόμαστε, βοηθούσε και η «ολυμπιακή αισιοδοξία», η οικονομική φούσκα. Η αλήθεια είναι ότι η εναλλακτική σκηνή πάντα ευνοείται όταν ξεμένουν απόνερα από το mainstream. Ο Τζιμ Σκλαβούνος των Bad Seeds (με τον οποίο συνεργαστήκαμε σε δύο δίσκους μας αργότερα) μας έχει πει ότι αυτό ήταν το μυστικό της ακμής της undergound Νέας Υόρκης στα late 70s: το γεγονός ότι η δισκογραφία περνούσε χρυσές μέρες. Ε, και στην Αθήνα τότε υπήρχε περισσότερος κόσμος που αναζητούσε εναλλακτικά πράγματα και μπορούσε να τα στηρίξει.
Το περιοδικό Velvet το κυκλοφορήσαμε το 2004. Όπως οι τέχνες συγκεντρώνονταν πια στους «πολυχώρους» και συνομιλούσαν μεταξύ τους, κάπως έτσι βλέπαμε κι εμείς το έντυπο. Είχαμε την εμπειρία του πόσο ζωντανός οργανισμός ήταν το ανεξάρτητο κύκλωμα στην Αγγλία και θέλαμε να προσπαθήσουμε να στήσουμε κάτι ανάλογο κι εδώ. Δεν είχαμε βιώσει απόρριψη, δεν ήταν κάποιο «άντε γαμήσου» στο σύστημα. Το DIY για μας ήταν πολιτική στάση, «μπορώ να το κάνω με τον τρόπο μου». Δεν ήταν δεδομένο τότε αυτό. Παιδιά τελείωναν την Καλών Τεχνών κι αν δεν μπρούσαν να κάνουν έκθεση σε γκαλερί, απογοητεύονταν και σύντομα τα παρατούσαν. Δεν υπήρχε η συνείδηση ότι μπορώ να είμαι καλλιτέχνης σε όλη μου τη ζωή.
DIY or DIE
(2007, Out of Tune)
Το τελειώσαμε σε 6 ώρες. Με τον Νίκο Αγγλούπα (Ottomo) στο Fab Liquid studio. Ήταν πολύ σημαντικό για μας ότι καταφέραμε μια «επίσημη» κυκλοφορία. Είχαμε προγραμματίσει να το παρουσιάσουμε στο Bios και την ημέρα εκείνη έφτασαν έγκαιρα οι κούτες για να είναι διαθέσιμο στον κόσμο. Έφτανε κόσμος, αγόραζε τα CDs, μετά από κάποια ώρα άρχισαν τα τηλέφωνα: «τι κάνατε ρε μαλάκες πάλι;». Είχε γίνει λάθος στον κωδικό στην κοπή και στην πρώτη παρτίδα τα CDs είχαν κάτι ελληνικά με κλαρίνα. Θα είναι συλλεκτικά σήμερα, όποιος τα έχει.
Το 2007 γίνεται η πρώτη Biennale στο Γκάζι, επίσης μια DIY πρωτοβουλία -χωρίς την πολιτεία από πίσω - που αποτελεί αποκορύφωμα της κινητικότητας της προηγούμενης πενταετίας. Είναι σημαντική η ArtAthina με την performance του Κωνσταντίνου Ρήγου, ενώ ένα χρόνο πριν η νέα γενιά των εικαστικών είχαν συγκεντρωθεί σε μια έκθεση της Νάντιας Αργυροπούλου στο πλαίσιο της Πάτρας ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρωπης.
Ένα χρόνο μετά, τo 2008, ξεκίνησε και η φάση με το Velvet Bus. Υπήρχαν 2-3 τρελοί σε κάθε πόλη που γουστάραν τις μπάντες, γύρω τους σχηματιζόταν μια κοινότητα, έβαζαν λίγα φράγκα (κι ας έμπαιναν λίγο μέσα) και κάπως έτσι παίξαμε μαζί με άλλα συγκροτήματα σε μέρη όπως τα Λαγκάδια Αρκαδίας. (Στην πλατεία του χωριού ακούσαμε ότι ο ΓΑΠ ανακοίνωσε την εποχή των μνημονίων στο Καστελλόριζο - δεν πολυκαταλάβαμε τι σημαίνει και προχωρήσαμε με τις μπριζόλες που είχαμε μπροστά μας.) Σε μια εποχή που οι αθηναϊκές μπάντες δεν πήγαιναν να παίξουν ούτε καν στα υπόλοιπα αστικά κέντρα. Βοήθησε πολύ ο Μάκης Μηλάτος σε αυτό, εντελώς ανιδιοτελώς. Τι να πρωτοθυμηθούμε από το λεωφορείο; Γινόταν χαμός, ειδικά η πρώτη χρονιά ήταν αξέχαστη: κάπου χάσαμε τον Βαλλάτο, φοβερές οι εμφανίσεις του Παπασημακόπουλου…
Είναι μια περίοδος που στη μουσική μπαίνουν άνθρωποι από άλλους χώρους. Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης από το σινεμά, ο Λεωνίδας από τους My Wet Calvin από το χώρο του design, εμείς από τα εικαστικά. Ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρον αυτό το πάντρεμα, μάλλον δεν είχε ξαναγίνει σε τέτοια έκταση στην πόλη μας. Γνωριστήκαμε σε μια σημαντική συναυλία που είχε οργανώσει στο Bios η Χλόη Βαϊτσου κι επαναλήφθηκε και στο Λονδίνο. Μετά, ο Αλέξανδρος έκανε συναυλίες στο σπίτι του, ο Άρης των My Wet Calvin έκανε κάποια πάρτι στο δικό του - εκει μαζευόταν η «σκηνή».
Από στέκια εκείνη την περίοδο ξαναζωντανεύει το Booze και σκάνε και τα μπαράκια στην Αβραμιώτου που ήταν ίσως η τελευταία indie πιάτσα.
The Callas
(2009, Bantha)
Εμείς το λέμε «γάτα» αυτό το άλμπουμ, λόγω του εξωφύλλου. Την προηγούμενη τριετία, το βλέπαμε π.χ. στα κατάμεστα Velvet Festivals, είχε γίνει λίγο πραγματικότητα αυτό που φανταζόμασταν. Κι εκεί μας βρήκε η kρίση, γενική παύση.
Aποφασίσαμε να εκδώσουμε το Lust. Έγραφαν μόνο γυναίκες κι ένα αγόρι (ο Boy). Ήταν ο δικός μας τρόπος για να τιμήσουμε μια φοβερή γυναικεία δυναμική που υπήρχε εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα και δεν έβγαινε προς τα έξω. Ένα πανίσχυρο girl power από πολύ ταλαντούχες κοπέλες που κάπως συγκεντρώθηκαν στο Lust κι έκτοτε κρατάνε τα ηνία.
Επέδρασαν στην σκηνή και τα «Δεκεμβριανά». εμφανίστηκαν κάποιοες εσωτερικές κόντρες σχετικά με το ποιοι είναι περισσότερο ή λιγότερο πολιτικοποιημένοι. Το κλίμα της πόλης είχε αλλάξει. Εμείς ετοιμαζόμασταν για την πρώτη μας ατομική στην AMP και πλέον η Αθήνα έχει γίνει riot city. Από το παράθυρο βλέπαμε συνέχεια μπάτσους και μολότωφ.
Εγκαινιάζεται τότε και το Six D.O.G.S. που έπαιξε φυσικά τον ρόλο του - o Κωνσταντίνος (σ.σ. Δαγριτζίκος) ήταν μαθητής μας σε κάτι σεμινάρια που κάναμε. Μας είχε ζητήσει τη γνώμη μας για το μέρος κι εμείς του είπαμε «Αβραμιώτου; Εννοείται, εκεί…».
Objekt
(2011, self-released)
Ίσως είναι το πιο αδικημένο μας άλμπουμ. Βγήκε μόνο σε βινύλιο, ήταν όλο φτιαγμένο στο χέρι. Αλλά ήταν τέτοια η κατάσταση με όσα συνέβαιναν πολιτικοκοινωνικά που πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Θυμόμαστε να είναι μαζεμένοι όλοι οι φίλοι- συνεργάτες και να μας βοηθάνε να βάζουμε π.χ. σφραγίδες σε κάθε αντίτυπο. Πάντα γύρω μας υπήρχε ένα community, που έκανε κύκλους κι άλλαζε, από πολύ ταλαντούχους ανθρωπους που έρχονταν και δουλεύαμε μαζί σαν να είχαμε εργοστάσιο. Χωρίς να βάζουν μπροστά αμοιβές και όρους. Μέχρι αυτήν την περίοδο τους έπαιρνε να το κάνουν με χαρά. Μετά έγιναν πιο πιεστικά τα πράγματα για την επιβίωση.
Το Velvet έκλεισε το 2010. Δεν έβγαινε πια οικονομικά κι ούτε θέλαμε να στραγγαλίσουμε τα υπόλοιπα πράγματα για να το υποστηρίξουμε. Μέχρι την κρίση είχαμε καταφέρει να ζούμε από αυτό που κάνουμε. Κάναμε μια έκθεση, πουλούσαμε κάτι, τη βγάζαμε για κανένα χρόνο, πάντα μέσα στην αβεβαιότητα, ψάχναμε την επόμενη πατέντα, έχοντας επίγνωση ότι «ζούμε σαν καλλιτέχνες». Μετά διαλύθηκαν όλα κι ορθοποδήσαμε πριν 1-2 χρόνια. Τώρα πάλι φτου κι από την αρχή…
Όμως ποτέ δεν σκεφτήκαμε να κάνουμε «κανονικές δουλειές». Δεν καταλαβαίνουμε καν τι σημαίνει αυτό, δεν ξέρουμε να κάνουμε και κάτι άλλο, άρα τι δουλειά να ζητούσαμε; Καλές τέχνες, φωτογραφία, σινεμά είχαμε σπουδάσει, στα τεχνικά είμαστε άμπαλοι. Από την άλλη, πάντα έτσι ήταν αυτή η σκηνή. Κανείς ποτέ δεν έλυσε το πρόβλημα της ζωής του. Δηλαδή τι να πούμε εμείς στον Σκλαβούνο ή τον Paul “Art Rocker”; Είναι ο Πολ Κοξ που έχτισε τα βρετανικά 90s με την εταιρεία Too Pure (PJ Harvey, Stereolab) και είναι πολύ καθοριστικός για μας, μας άνοιξε πολλές πόρτες στη Βρετανία και μας έδειξε στην πράξη τι σημαίνει να είσαι indie σε όλα σου.
Μια πολύ χαρακτηριστική ιστορία από εκείνη την εποχή είναι ένα βράδυ που έχουμε τελειώσει από πρόβες (ήταν πάντα σαν πάρτι με παρέα, ποτά κτλ.) και μπαίνουμε μεθυσμένοι στο τρόλεϊ προς Παγκράτι. Όπως καθόμαστε, ακούμε το κομμάτι μας “The Girl and the Gun”. Νομίζουμε ότι τριπάρουμε, κοιταζόμαστε καλά καλά, αναρωτιόμαστε πόσο έχουμε πιει. Τελικά, ο οδηγός άκουγε δυνατά την εκπομπή σας τότε στον ΣΚΑΪ (σ.σ. Λατέρνατιβ)…
Είναι μάλλον η εποχη που αλλάζει και ο ήχος - η Αθήνα πάει προς το psych, ας πούμε Acid Baby Jesus και Bazooka. Πλέον, οι περισσότερες μπάντες βγάζουν μόνες τους τα άλμπουμ κι εμείς ακολουθούμε την αντίθετη πορεία…
Am I Vertical?
(2013, Inner Ear)
Πρώτη φορά σε κανονικό label, πρώτη φορά με «διάσημο» παραγωγό, τον Τζιμ Σκλαβούνος. Το άλμπουμ αυτό ήταν πολύ φιλόδοξη παραγωγή για την εποχή. Η Ελλάδα ήταν ισοπεδωμένη, ο κόσμος είχε άλλες προτεραιότητες από το να αγοράσει δίσκους. Ίσως από δω και πέρα τα άλμπουμ μας είναι καθαρά μουσικά, μέχρι εδώ ήταν περισσότερο art projects .
Αυτό που μάθαμε από τον Σκλαβούνο είναι ότι πρέπει να επιμένεις. Είτε παίζεις σε 30-40 άτομα, είτε σε γεμάτα venues. Πέρασε μαζί μας πολύ χρόνο. Μας σοβάρεψε. Ήταν αυστηρός και μας επέβαλλε ότι πρέπει να αποδίδεις χωρίς δικαιολογίες, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Μάλλον επαγγελματισμός λέγεται αυτό. Είχε πλάκα ότι την πρώτη φορά που μπήκαμε στούντιο, ανοίγει το ψυγείο, το βλέπει γεμάτο μπίρες και μας ρωτάει «είστε σοβαροί;». Δεν ήταν ότι σοκαρίστηκε, αλλα αφού δεν μας ήξερε, δεν μας είχε και καμία εμπιστοσύνη. Και δεν ήθελε να χάσει τον χρόνο του. Εδώ την πρώτη φορά που τον πήραμε από το αεροδρόμιο και ρώτησε κατευθείαν που θα πάμε να γράψουμε, ενώ εμείς θέλαμε να τον πάμε ταβέρνα να μας πει ιστορίες. Είναι άνθρωπος με πάρα πολύ χιούμορ κι επίσης κάποιος που άκουγε τις ιδέες μας και δε δίσταζε να τις ακολουθήσει ακόμα κι αν πήγαιναν κόντρα σε αυτό που είχε αρχικά στο μυαλό του.
Half Kiss Half Pain
(2016, Inner Ear)
Ήταν να βγει το 2015 αλλά καθυστέρησε ένα χρόνο λόγω των capital controls. Με τον προηγούμενο δίσκο είχαμε κάνει κάποια σημαντικά βήματα μπροστά, όπως π.χ. ότι παίξαμε στο Liverpool Psych Festival. Εδώ φρενάραμε. Δεν υπήρχαν λεφτά για κανενός είδους promo ώστε να εκμεταλλευτούμε τη φόρα. Θα θέλαμε, ας πούμε, να κάνουμε ένα τουρ στην Αμερική με τους όρους μας - όχι όμως να γυρίσουμε και να χρωστάμε. Ε, οι συνθήκες δε μας βοήθησαν και δεν έγινε.
Το σινεμά δεν ήρθε από το πουθενά. Είχαμε κάνει στα 90s 4-5 μικρού μήκους, είχαν πάει και Δράμα κτλ., αλλά το είχαμε αφήσει. Το ξαναπιάσαμε με το Lustlands (με πρωταγωνίστριες την Άντζυ, την Αφροδίτη, την Ανίτα και την Τερψιχώρη) και μετά ο Μεγάλος Ανατολικός με τον Πολιτάκη. Οι ταινίες μας δεν είναι low budget, είναι no budget στην πραγματικότητα. Θα θέλαμε λίγη περισσότερη άνεση, αλλά όχι και πολλά λεφτά. Δηλαδή αν μας έδινε κάποιος 500 χιλιάρικα, δε θα ξέραμε τι να τα κάνουμε. Αν μας έπεφτε το Τζόκερ, απλά θα φτιάχναμε ένα «Ίδρυμα Θρασύβουλος κι Ανάργυρος Ιωνάς» και θα κόβαμε έναν αξιοπρεπή μισθό σε όσους κατά καιρούς έχουν συνεργαστεί μαζί μας.
Εδώ ξεκίνησε και η συνεργασία μας με τον Lee Ranaldo. Βρήκαμε ένα mail του μέσω ενός κοινού γνωστού, του στείλαμε τη δουλειά που αισθανόμαστε ότι του ταίριαζε και τελικά κάναμε μαζί σερί το σάουντρακ, μια performance και τον δίσκο. Μπήκε στο τιμ σαν να γνωριζόμαστε χρόνια, πολύ γενναιόδωρος και χαμηλών τόνων άνθρωπος. Η παρουσίαση της ταινίας με το Flix και το live με τον Lee στη μεγάλη σκηνή της Στέγης ήταν για μας η απόλυτη παρουσίαση του Callas σύμπαντος.
Trouble and Desire w/Lee Ranaldo
(2018, Inner Ear/ Dirty Water)
Εδώ βρίσκεται το πρώτο ελληνόφωνο κομμάτι μας («Μελανιά»). Μας είχε καρφωθεί ότι θέλαμε να συνεργαστούμε με τον Lee Ranaldo, αλλά σε ελληνικό κομμάτι. Έχει πλάκα η ιστορία ότι ενώ στο Λονδίνο έχουμε παίξει παντού (μέσα σε βάρκα, σε καταλήψεις ως το Scala και το Lexington) όλα αυτά τα χρόνια, πρώτη φορά γυρίσαμε με λεφτά από live γι’ αυτό το άλμπουμ. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο, είναι πολύ σκληροί οι Άγγλοι.
Έτσι πάει. Η αναλογία είναι 9 σφαλιάρες-1 φιλί. Να ξυπνάς με hangover και να σε πιάνει μελαγχολία αναλογιζόμενος γιατί κάνεις ότι κάνεις. Όμως στο φινάλε αυτά είναι τα στοίχεια που βγαίνουν στους στίχους μας, στις εικόνες μας, σε ό,τι κάνουμε.
Μας φαίνεται θαρραλέο να είσαι σε μπάντα, ειδικά σήμερα που υπάρχει η αποθέωση της μονάδας, του σόλο καλλιτέχνη/παραγωγού - όπως βλέπουμε π.χ. στο hip hop που βρίσκεται ξανά σε άνοδο. Σε μια εποχή που όλοι είναι χαωμένοι, είναι σημαντικό να βρίσκεσαι, να συνεννοείσαι, να υπομένεις τους άλλους, ενώ όλα θα μπορούσαν να είναι πιο «εύκολα» αν ήσουν μόνος. Ακόμα και το να ποστάρεις μια φωτογραφία στο Instagram, είναι πιο εύκολο αν δε χρειάζεται να συμφωνήσουν 3-4-5 άνθρωποι - μην πάμε καν στο οικονομικό σκέλος ή το να κάνεις live/περιοδείες κτλ. Όμως δεν μπορεί να συγκριθεί τίποτα με ένα gang 20ρηδων που σκέφτονται «στ’ αρχίδια μας όλα, πάμε να το κάνουμε». Αυτό το attitude που έχουν π.χ. στην Patari Records με 5-6 μπάντες που το παλεύουν με τον τρόπο τους.
Είμαι Ένα Ξενοδοχείο
(2020, Inner Ear)
Από το 2015-16 πειραματιζόμαστε με τον ελληνικό στίχο, αν και οι απαρχές του «ελληνικού στοιχείου» στη δουλειά μας ξεκινάνε από τη «γάτα». Αναπτύχθηκε σιγά σιγά, τραγούδι το τραγούδι, κάποια διηγήματα που είχε γράψει ο ένας, κάτι στίχοι του άλλου. Όλα αυτά τα βάζαμε στην πρόβα και γεννήθηκε τελικά κάτι ολοκληρωμένο φέτος. Ρωτήσαμε τον Νίκο Τριανταφύλλου (Sonic Playground), την κολώνα όλης της φάσης, τη γνώμη του και μας είπε «ε, ναι μετά από 7 δίσκους ήταν ώρα». Άλλαξαν στην πορεία και τα σημεία αναφοράς μας. Εκεί που ψάχναμε τους στίχους μας στον Ντε Λίλο και τον Πίντσον, προστέθηκαν ο Πεντζίκης κι ο Γονατάς ας πούμε. Πάντα υπήρχαν, αλλά τώρα ήταν η ώρα να βγουν πιο μπροστά. Ως επιρροές, ακόμα κι αν δεν φαίνονται καθαρά, υπάρχουν ο Τσιτσάνης, ο Γούναρης, ο Αττίκ, το πατρικό μας είναι 100 μέτρα από το «Χάραμα».
Αλλάξαμε φυσικά όλα αυτά τα χρόνια. Ο ένας (Άρης) έγινε πατέρας, ο άλλος (Λάκης) έμεινε αμετανόητος, αλλά μένει η ίδια πίστη: να τα καταφέρνουμε με τον τρόπο μας. Κι αυτό μας υπαγορεύει την πειθαρχία. Μέσω όλων αυτών των πραγμάτων που κάνουμε πάντα ερχόμασταν σε επαφή με τις επόμενες φουρνιές και προσπαθούσαμε να μεταφράζουμε τι λένε, χωρίς να μένουμε κολλημένοι πίσω. Γιατί εννοείται ότι τα δικά μας κολλήματα π.χ. με τους Television Personalities ή με άλλες μπάντες και ρεύματα μπορεί να φαίνονται προϊστορία, εδώ οι ίδιοι μας φαινόμαστε καμιά φορά προϊστορία. Απλά φρικάρουμε και λίγο όταν εμφανίζονται οι πιτσιρικάδες στο GNTM και δεν ξέρουν τους Cure ή τον Μάρλον Μπράντο.
Το 2020 παρατηρούμε μια έντονη διαίρεση. Ένα κομμάτι του κόσμου έχει συντηρητικοποιηθεί δραματικά κι ένα άλλο αισθάνεται εντελώς πιεσμένο, ακόμα κι από την ίδια την πολιτεία. Δεν τελείωσαν όλα π.χ. επειδή μπήκε η Χρυσή Αυγή στη φυλακή. Βλέπουμε π.χ. πώς αντιμετωπίζει η κυβέρνηση το μεταναστευτικό, θέλοντας να κάνει κόλαση τη ζωή των ανθρώπων που βρίσκονται εδώ. Κι αυτό έχει ρεύμα, ικανοποιεί ένα συγκεκριμένο κοινό ενώ τα ΜΜΕ χειροκροτάνε και τα σόσιαλ μίντια απλά δημιουργούν μικροκόσμους ή κόντρες εσωτερικής κατανάλωσης. Ποτέ δεν σηκώσαμε σημαία πολιτική, αλλά πια αισθανόμαστε πιο ασφυκτικά από ποτέ. Το περιβάλλον γύρω μας είναι ακροδεξιό κιαπευθύνεται στα πιο άγρια ένστικτα. Ακόμα και σήμερα, το 2020, το ακριβέστερο κριτήριο είναι η τηλεόραση: εκεί καταλαβαίνεις το μπουρδέλο που ζούμε. Από την άλλη, κοιτάς και τη μεγάλη εικόνα, βλέπεις ότι εκλέχθηκε μαύρος πρόεδρος, πόσο δυναμικό είναι το queer κίνημα και τι νίκες έχουν επιτευχθεί στα δικαιώματα…είναι έμπρακτη πρόοδος.
Α! Κάναμε μια ταινία μέσα στον κορωνοϊό. Μεγάλου μήκους. Είμαστε στο post production. Τη γυρίσαμε Μάρτιο-Απρίλιο, σε όρους παραγωγής το Lustlands μπροστά της θα μοιάζει Μπεν Χουρ…