«Τι είναι πιο μουσικό, ένα φορτηγό που διέρχεται από ένα εργοστάσιο ή από ένα μουσικό σχολείο; Οι άνθρωποι που βρίσκονται μέσα σε αυτό είναι πιο μουσικοί τύποι και οι έξω από αυτό πιο άμουσοι; Τι θα συμβεί αν αυτοί που βρίσκονται μέσα στο σχολείο δεν μπορούν να ακούσουν πολύ καλά, ότι αυτό θα αλλάξει την ερώτησή μου»; Με αυτές τις απορίες του πρωτοπόρου της πειραματικής μουσικής John Cage και κάποιες άλλες που έχουν το δικό μου προσωπικό ερωτηματικό αποφάσισα να βουτήξω στα άδυτα της ελληνικής πειραματικής μουσικής συνομιλώντας με τους ανθρώπους της Granny Records στην Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για ένα label, το οποίο κυκλοφορεί την μουσική σύγχρονων καλλιτεχνών της ηλεκτρονικής μουσικής από το 2007.
Συνάντησα τους Σάββα Μεταξά (Ιnverz), Σπύρο Εμμανουηλίδη και Βασίλη Λιόλιο (Eventless Plot) στο σπίτι- στούντιο του ενός στον κέντρο της Θεσσαλονίκης. Το τέταρτο μέλος Άρης Γκιάτας (Eventless Plot) έλειπε σε ραδιοφωνική εκπομπή, οπότε οι υπόλοιπο τρεις με ξενάγησαν στην ηλεκτρονική «γιάφκα», που εκτός από πολλά modulars και μείκτες ήχου είχε ένα όμορφο πιάνο και μια ραφιέρα με περίεργα μη- μουσικά όργανα.
Όπως θα καταλάβετε στη συνέχεια (αν δεν το γνωρίζετε ήδη) είναι όλοι τους μουσικοί με κλασικό ωδείο… και πιάνο. Και η καλύτερη αφορμή για να τους προσεγγίσω είναι η συμμετοχή τους στον Κύκλο Διαλέξεων Σύγχρονης Πειραματικής Μουσικής που διοργανώνει το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, από 19 Νοεμβρίου 2014 έως 21 Ιανουαρίου 2015, στην Αποθήκη Β1, στο Λιμάνι Θεσσαλονίκης.
Ήθελα να ξεκινήσω την συνέντευξη ρωτώντας γιατί «Granny Records», αλλά διάβασα σε μια συνέντευξη του Σάββα ότι όλα ξεκίνησαν στο σπίτι του Σπύρου, όπου ζούσε η βαρύκοη γιαγιά του, οπότε, κάπως μου λύθηκε η απορία…
Σπύρος: Ναι είναι αλήθεια. Είναι αυτό το σπίτι-στούντιο που βρισκόμαστε τώρα. Η γιαγιά δεν ζει τώρα, αλλά τότε ήταν ήδη σε μεγάλη ηλικία και το ότι δεν άκουγε καθόλου μας βόλεψε για να ξεκινήσουμε να πειραματιζόμαστε με την μουσική. Συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ακούει καθόλου, κι αν ακούει δεν ενοχλούνταν. Αυτό το σπίτι αποτέλεσε χώρο μάζωξης όλων των φίλων που ασχολούμασταν με την μουσική, οπότε το ραντεβού δινόταν «στην γιαγιά».
Είστε μια κολεκτίβα μουσικών που ασχολείστε με την πειραματική μουσική και αποφασίσατε να φτιάξετε ένα label που θα κυκλοφορεί τις δουλειές σας;
Σάββας: Έτσι ξεκίνησε. Πήραμε την απόφαση να ηχογραφήσουμε την μουσική που δημιουργούσαμε μόνοι μας και μπήκαμε στην διαδικασία να κυκλοφορήσουμε κάποιες από αυτές τις δουλειές. Η πρώτη κυκλοφορία ήταν μια συλλογή το 2007, με οκτώ tracks και diy αισθητική, με πολύ μεγάλη ανταπόκριση τότε για την Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια ακούστηκε αυτό που κάνουμε και στην Αθήνα και ξεκινήσαμε να αναλαμβάνουμε την δουλειά κι άλλων καλλιτεχνών, παίρνοντας τον ρόλο μας πιο σοβαρά.
Σπύρος: Δώσαμε περισσότερη σημασία στην ποιότητα των παραγωγών και στο θέμα των ηχογραφήσεων και της αισθητικής των cd που κυκλοφορούσαν κάνοντας πιο προσεγμένα εξώφυλλα.
Πόσο σύντομα προέκυψαν οι συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες;
Σάββας: Μετά την συλλογική κυκλοφορία, ακολούθησε μια δουλειά του αθηναϊκού ντουέτου Free Piece Of Tape, με το ομώνυμο άλμπουμ τους το 2008. Τους ακούσαμε προσωπικά σε μια live εμφάνιση, τους προσεγγίσαμε και έτσι λάβαμε στην ουσία το πρώτο demo στην εταιρεία. Στο μεσοδιάστημα συνεχίσαμε να κυκλοφορούμε σόλο δικές μας δουλειές ή project που συμμετείχαμε (Eventless Plot, Good Luck Mr. Grosky, Inverz).
Βασίλης: Από την αρχή, η συνεργασία με άλλους καλλιτέχνες δεν ήταν ο αυτοσκοπός. Όταν, όμως, φτάνει κάτι στα αυτιά μας, μας αρέσει πολύ και ικανοποιεί τα κριτήρια του γούστου μας, έχουμε την διάθεση για συνεργασία.
Εκτός από κυκλοφορίες δίσκων συμμετέχετε και σε διάφορα καινοτόμα καλλιτεχνικά events;
Σάββας: Εκτός από τα live στα οποία συμμετέχουμε ως σόλο καλλιτέχνες, έχουμε φτιάξει πλέον και το project V.I.A., μια συνεργασία και των τεσσάρων μας (Σάββας, Σπύρος, Βασίλης, Άρης). Δημιουργούμε μουσική με semi-modulars, ψηφιακά synths, field recordings, καθώς και κάποια φυσικά όργανα όπως κλαρινέτο και τρομπέτα. Έχουμε δημιουργήσει αρκετό υλικό και σκεφτόμαστε να το κυκλοφορήσουμε άμεσα. Με αυτή την μορφή έχουμε συμμετάσχει σε κάποια καλλιτεχνικά events, όπως στο Μπενσουσάν Χαν καλεσμένοι του Default Festival. Επίσης, πρόσφατα μέλη μας έχουν παίξει αυτοσχεδιαστικά σετ στο εργοστάσιο Fix, σε εκδήλωση των Dot2dot. Ο Σπύρος έχει γράψει την μουσική μιας dance performance της ομάδας Εντροπία που συμμετείχε στα 49α Δημήτρια και γενικώς πηγαίνουμε όπου μας καλούν και πιστεύουμε ότι η μουσική μας ταιριάζει ως ηχητικό background μιας καλλιτεχνικής δράσης.
Βασίλης: Λειτουργούμε και σε αυτή την περίπτωση με την λογική ότι θα συνεργαστούμε εφόσον μας αρέσει το event και το βρίσκουμε ενδιαφέρον, για να μας ακούσει και περισσότερος κόσμος.
Ο μέσος μουσικόφιλος όταν ακούει «πειραματική μουσική» τι σκέφτεται; Κάποιους συγκεκριμένους καλλιτέχνες, όπως Ιάννης Ξενάκης, John Cage, Brian Eno, Philip Glass, Νίκος Bελιώτης;
Βασίλης: Δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά αν ο μέσος ακροατής άκουγε όλους αυτούς τους καλλιτέχνες, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε σε άλλη βάση. Υπάρχουν ακροατές που λένε ότι ακούνε πειραματική μουσική και εννοούν τους Radiohead. Η πειραματική μουσική συχνά έχει μια βάση στο background, δεν είναι πάντα αυτοσχεδιαστική. Υπάρχουν συγκεκριμένες συνθέσεις, που επαναλαμβάνονται σε μουσικά μέρη, με εναλλαγές ή που επανέρχονται σε αυτά. Είναι ένα ευρύ φάσμα σύνθεσης μουσικής με διάφορα παρακλάδια.
Σάββας: Η πειραματική μουσική, το λέει και η λέξη της, είναι ένα πείραμα. Έχεις κάποια συστατικά και δεν ξέρεις ποια θα είναι η κατάληξη. Μερικές φορές πετυχαίνει, μερικές όχι, αλλά αν πετύχει κρατάς το συγκεκριμένο τελικό αποτέλεσμα, στην προκειμένη περίπτωση το ηχητικό σύνολο. Είναι ο τρόπος που χειρίζεσαι μια σειρά από όργανα, ένα πιάνο, μια κιθάρα, μια τρομπέτα, κλπ. για να δημιουργήσεις έναν καινούριο ήχο.
Μετά την δεκαετία του ’80, το πειραματικό στοιχείο υπάρχει όλο και περισσότερο στην indie- rock μουσική, βλ. Laurie Anderson, Sigur Ros, Steve Reich, Αphex Twin, Sonic Youth κ.ά. ή τους Einsturzende Neubauten, που έχουν φτιάξει τα δικά τους όργανα. Τα συμβατικά όργανα δεν αρκούν για να φτιάξεις καλή μουσική;
Βασίλης: Θα σου πω αυτό που μου χε ‘πει ένας άλλος μουσικός: Κάθε καλλιτέχνης προσπαθεί να ικανοποιήσει τα προσωπικά, θετικά κριτήρια του! Το κοινό που έχουν όλοι αυτοί είναι η ανάγκη τους να δημιουργήσουν κάτι μη συμβατικό και να οδηγήσουν την μουσική τους ένα βήμα παραπέρα ή ακόμη και να ξεπεράσουν τα όρια του εαυτού τους.
Σάββας: Είναι σίγουρα μια εσωτερική ανησυχία, που την εξωτερικεύουν με την μουσική. Για παράδειγμα, οι Sonic Youth, αμφιβάλλω αν έχουν ένα κανονικό κούρδισμα στις κιθάρες τους. Είχαν όρεξη, το ψάξανε και το κρατήσανε κι έτσι διαφοροποιείται η μουσική τους. Όταν οι Neubauten έσπαγαν τσιμέντα με κομπρεσέρ στη σκηνή τους θεωρούσαν θεότρελους, αλλά αυτή η «τρέλα» τους οδήγησε σε κάτι εντελώς δικό τους.
Ο μινιμαλιστής συνθέτης Michael Nyman διαχωρίζει την πειραματική μουσική από την avant-garde των Boulez, Ξενάκη, Stockhausen, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως «ο πειραματικός συνθέτης δεν ενδιαφέρεται για τη μοναδικότητα της μονιμότητας, για την επίτευξη μιας μοναδικής σύλληψης η οποία μπορεί να επαναληφθεί, αλλά για τη μοναδικότητα της στιγμής». Συμφωνείτε με αυτό;
Σπύρος: Εμείς το βιώνουμε και με τις δυο μορφές. Πάντα υπάρχει το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο, μέχρι να φτάσεις στο αποτέλεσμα που σε ικανοποιεί. Αυτή είναι η ωραία στιγμή της δημιουργίας για να καταλήξεις να κρατήσεις τους ήχους που δημιουργείς. Από κει και πέρα, αυτό μπορείς να το εξελίξεις, να φτιάξεις μια καινούρια ολοκληρωμένη σύνθεση. Προσωπικά με γοητεύουν και τα δύο και τα ευχαριστιέμαι εξίσου.
Ποιο είναι το θέμα της εισήγησής σας στη σειρά διαλέξεων για την πειραματική μουσική που διοργανώνει το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, με τίτλο «Αυτό είναι μουσική»;
Σάββας: Θα εξηγήσουμε πως αντιλαμβανόμαστε την πειραματική μουσική μέσα από τις κυκλοφορίες μας. Αποφασίσαμε να μην πούμε με λόγια αυτό που ούτε εμείς οι ίδιοι μπορούμε να ορίσουμε επακριβώς, γι’ αυτό και επιλέξαμε να συστήσουμε κάποιες από τις κυκλοφορίες της Granny Records, τις οποίες θεωρούμε διαφορετικές μεταξύ τους. Έτσι θα υπάρχουν μουσικά ακούσματα και θα δείξουμε στην πράξη πως ηχογραφήθηκαν κάποια κομμάτια. Με παραδείγματα θα γίνει πιο εύκολο κατανοητό στους ακροατές το αποτέλεσμα μιας πειραματικής μουσικής. Κι εμάς τους ίδιους μας ιντριγκάρει περισσότερο να μάθουμε την διαδικασία παραγωγής ενός συγκεκριμένου ήχου παρά η θεωρία γύρω απ’ αυτόν.
Σάββα, η τελευταία σου δουλειά «Ossa», που κυκλοφορεί σε digital album είναι μια σειρά από fields recordings που ηχογράφησες στο ομώνυμο χωριό στο όρος Βερτίσκος. Πως προέκυψε αυτό;
Έχω πάντα ένα voice recorder στην τσέπη μου και ηχογραφώ τους ήχους που μου αρέσουν. Μετά τους ακούω σπίτι μου και καταλήγω σε αυτόν που με ικανοποιεί περισσότερο. Όλοι έτσι λειτουργούμε. Και τα πέντε κομμάτια του άλμπουμ είναι ήχοι που βρήκα σε ένα μέρος σε ακτίνα 500 μ. και με την βοήθεια της τεχνολογίας, τους επεξεργάστηκα και με το ανάλογο μιξάζ κυκλοφόρησε το υλικό που μπορείτε να ακούσετε. Η επιλογή του τόπου ήταν τυχαία. Πάντα είναι τυχαία...
Με αφορμή αυτό το άλμπουμ, γιατί ένας μουσικός με αστικά κυρίως ερεθίσματα, όπως εσύ, ιντριγκάρεται από τον ήχο της φύσης, ενώ ένας μουσικός που ζει στην επαρχία, άρα πιο κοντά στη φύση, δημιουργεί συνήθως πιο industrial μουσική;
Σάββας: Δεν είναι κανόνας, αλλά βαθιά υποσυνείδητα μπορεί να ισχύει. Απλώς μου αρέσουν πολύ οι ήχοι της φύσης: ο αέρας, τα φύλλα, τα νερά, τα πουλιά που κελαηδούν… γενικώς ήχοι που μπορείς να επεξεργαστείς και να τους κάνεις να ακουστούν πιο μινιμαλίστικ. Αντίστοιχα στην πόλη, η ήχος μιας μοτοσυκλέτας ή ενός αυτοκινήτου, μια ανθρώπινη φωνή…
Βασίλης: Προσωπικά δεν λειτουργώ έτσι. Υπάρχουν διάφοροι ήχοι που με ιντριγκάρουν, είτε βρίσκομαι στην πόλη είτε στην φύση, ακόμη και στην δουλειά μου ακούγοντας τους ήχους διαφόρων μηχανημάτων και σκέφτομαι αυτομάτως ότι θα μου άρεσε να χρησιμοποιήσω αυτόν τον ήχο στην μουσική μου.
Σκέψου ότι υπάρχουν δισκογραφικές εταιρείες που κυκλοφορούν σειρά ηχητικών ντοκουμέντων (soundscapes), που ηχογραφήθηκαν σε δυσπρόσιτα μέρη του κόσμου ή σε περίεργες συνθήκες, για παράδειγμα ήχοι που ακούγονται σε ένα μέρος της βόρειας Ισλανδίας που ποτέ δεν επισκέφτηκες, το λιώσιμο των πάγων, ο ήχος της γαρίδας στον βυθό της θάλασσας, κλπ.
Ο βοσκός με την φλογέρα είναι μινιμαλιστής μουσικός;
Σπύρος: Το πώς θα ακουστεί ένα όργανο στην φύση είναι πολύ διαφορετικό από το πώς θα το ακούσεις μέσα στο στούντιο. Αλλά, σίγουρα ένας βοσκός μέσα στο λιβάδι ακούγεται αρκετά ωραία.
Βασίλης, Σάββας: Αν φτιάξει κι άλλες τρύπες στην φλογέρα και κάνει παπάδες είναι! (πολλά γέλια).
Η Θεσσαλονίκη αποτελεί καλό ερέθισμα για να δημιουργήσετε;
Σπύρος: Ναι, είναι αρκετά industrial πόλη. Έχει μουντίλα, υγρασία, εγκαταλελειμμένους χώρους… Στο πιο χαρούμενο μέρος του κόσμου να βρίσκεσαι, αν θέλεις να παίξεις κάτι πιο «μελαγχολικό», θα το κάνεις!
Σάββας: Ο κάθε μουσικός επηρεάζεται γενικότερα από την καθημερινότητα του, τον χαρακτήρα του, τις συνθήκες ζωής του κι όχι μόνο από την πόλη που ζει.
Όσον αφορά τις μουσικές επιρροές σας, ποιες είναι αυτές;
Οι επιρροές αλλάζουν συνέχεια… Ξεκινήσαμε ως μουσικοί σε κιθαριστικά project και σήμερα ακούμε electronica, concrete music, drone, minimalistic, dub, dance και οτιδήποτε τραβάει την προσοχή μας. Αλλά σίγουρα τα ονόματα που εκφράζουν όλους μας είναι: Sonic Youth, Einsturzende Neaubauten, Biosphere, Valerio Tricoli.
Τι είδους μη συμβατικά όργανα χρησιμοποιείτε;
Σάββας: Εγώ μόλις πρόσφατα απέκτησα ένα υδρόφωνο κι έχω αδυναμία στα modular synthesizers, από τα πρώτα synths που αναβιώνουν τα τελευταία χρόνια, αλλά και ξένα αντικείμενα όπως σωλήνες, λαμαρίνες, κλπ. που παράγουν διάφορους ήχους.
Βασίλης: Τελευταία μου αρέσει να χρησιμοποιώ μικρόφωνα επαφής και με εξιτάρει να παίζω φυσικά όργανα με ανορθόδοξο τρόπο, όπως για παράδειγμα το πίσω μέρος του πιάνου. Χρησιμοποιώ επίσης κάποια πνευστά και αρκετά ηλεκτρονικά lo-fi από πειραγμένες πηγές.
Σπύρος: Κατά βάση χρησιμοποιώ synthesizer και samples για να φτιάχνω ηχητικά κολάζ. Μου αρέσουν οι ήχοι του πιάνο και των synths και λιγότερο τα fields recordings.
Ποιος είναι ο ιδανικός τρόπος επικοινωνίας της μουσική σας; Προτιμάτε τις live εμφανίσεις, το διαδίκτυο ή τις ηχογραφήσεις στο στούντιο;
Σπύρος: Για μένα είναι το live γιατί αποτυπώνει την στιγμή.
Σάββας: Και τα τρία έχουν σχέση με τον βαθμό δυσκολίας που υποβάλλεις τον ακροατή να ακούσει την μουσική σου. Το ίντερνετ είναι ο πιο εύκολος τρόπος. Κατεβάζεις δωρεάν μουσική ή πατάς το play σε κάποια διαδικτυακή πλατφόρμα (YouTube, Soundcloud, etc.), ενώ μπορείς παράλληλα να κάνεις άλλα πράγματα. Ο δεύτερος βαθμός δυσκολίας είναι το live, όπου ο ακροατής θα έρθει στον χώρο όπου παίζεις αλλά πρέπει να τον προσελκύσεις να κάτσει να σε ακούσει. Μπορεί να βαρεθεί, να φύγει, να σηκωθεί, να μιλάει με τον διπλανό του, κλπ. Τον μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας τον έχει σίγουρα η αγορά της μουσικής σου σε φυσικό format, οπού εκεί πια θα πρέπει να πληρώσει, επειδή τον έχεις πείσει ότι η μουσική που παίζεις αξίζει τον κόπο. Έχει σχέση με το πόσο ο ακροατής θέλει να εμπλακεί στην μουσική.
Βασίλης: Το ιδανικό είναι να αγοράσει την μουσική μας και αυτός είναι ο στόχος κάθε καλλιτέχνη. Είναι χαρά να λαμβάνουμε παραγγελίες ή μηνύματα που μας ρωτούν πως μπορούν να αγοράσουν την μουσική μας. Ειδικά για τις πιο πρόσφατες παραγωγές μας, οι οποίες έχουν πλέον προσεγμένη αισθητική χάρη στην γραφιστική επιμέλεια του Γιώργου Βουρλίδα και την φωτογραφία- video του Νίκου Κωστόπουλου.
Κάνετε κάποιες κινήσεις για να προωθήσετε τις δουλειές της Granny Records στο εξωτερικό ή να προσελκύσετε στο roster σας περισσότερους καλλιτέχνες από το εξωτερικό; Η δουλειά των ιταλών Nicola Ratti και Giovanni Lami κυκλοφόρησε σε ένα split 7’’ το 2013 και μέχρι στιγμής αποτελεί την μοναδική συνεργασία που έχουμε με καλλιτέχνες του εξωτερικού. Αυτό είναι κι ένα εμπόδιο που δεν μας κάνει εύκολα προσβάσιμους στην αγορά του εξωτερικού. Αλλά, όσες φορές κι αν προβληματιστήκαμε καταλήξαμε στο γεγονός ότι δεν μας απασχολεί το εμπορικό κομμάτι του label. Από την αρχή δεν ήταν αυτοσκοπός μας να εξυπηρετήσουμε τα συμφέροντα των καλλιτεχνών, αλλά όντας και οι ίδιοι μουσικοί που δραστηριοποιούμαστε στην πειραματικό χώρο, συνεργαζόμαστε μόνο με καλλιτέχνες που μας ενθουσιάζουν και χαιρόμαστε να κυκλοφορούμε την μουσική τους. Δεν μας ενδιαφέρει αν βρίσκεται στην Ελλάδα, στην Ευρώπη ή στην Αμερική…
Ποια είναι τα άμεσα σχέδια της Granny Records; Κάποιες κυκλοφορίες ή συμμετοχές σε performances; Υπάρχει μια κασέτα που θα κυκλοφορήσει πολύ άμεσα σε συνεργασία με την Orila Records από την Αθήνα, στην οποία θα συμπεριληφθεί μουσική του Γιώργου Αξιώτη (Turbo Teeth) και δική μας, των Σάββα Μεταξά και Σπύρου Εμμανουηλίδη. Υπάρχει μια αναβίωση στην κασέτα, μας αρέσει και ο αναλογικός ήχος και είπαμε να δοκιμάσουμε κι αυτό το format. Επίσης, μέχρι την άνοιξη του 2015 θα κυκλοφορήσουν ακόμη δυο άλμπουμ, ένα split 7’’ ενός ξένου καλλιτέχνη και ένα πάλι «οικογενειακό» split βινύλιο με δουλειά δική μας, Σάββα Μεταξά, Σπύρου Εμμανουηλίδη, Eventless Plot.
*Η διάλεξη της Granny Records στον κύκλο διαλέξεων «Μα είναι αυτό μουσική;» του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015.
Περισσότερες πληροφορίες εδώ.