Ξέρετε ποιων άλλων έχει ανατραπεί η καθημερινότητα λόγω της πανδημίας της Covid-19; Των επαγγελματιών θεατών των θεατρικών (και των μουσικών) εκδηλώσεων. Που από τη μια μέρα στην άλλη έμειναν κενές οι σελίδες των ημερήσιων προγραμματισμών θέασης και ακρόασης. Που νιώθουν ένα διαρκώς διογκούμενο σύνδρομο στέρησης και αναζητούν με το ντουφέκι θέματα για να γράψουν.
Μ' αυτά τα δεδομένα κάθε φορά -από τις ελάχιστες αυτό το καλοκαίρι- που βλέπουμε μια παράσταση η αρχική μας διάθεση τείνει να είναι πιο επιεικής. Γιατί ξέρουμε ότι αρκετές από αυτές ετοιμάστηκαν σε περιορισμένους χρόνους, με δύσκολες και πρωτόγνωρες συνθήκες πρόβας, ότι είχαν πολλές ανατροπές στη διάρκειά τους (για παράδειγμα αδυνατώ να κατανοήσω γιατί κάποιοι δήμοι συνεχίζουν τα τοπικά φεστιβάλ τους και κάποιοι άλλοι τα ακυρώνουν).
Γιατί κατανοούμε ότι συχνά οι επιλογές στο casting έγιναν και με το κριτήριο της δημοφιλίας και της αναγνωρισιμότητας των ηθοποιών, ώστε να ισοσκελιστούν οι θέσεις που μένουν κενές στα θέατρα λόγω πρωτοκόλλων. Αυτά είναι που φέτος υπάρχουν στην άκρη του μυαλού μας βλέποντας μια παράσταση, μαζί με αυτό καθεαυτό το αποτέλεσμα επί σκηνής.
Έπειτα από έναν άδειο, θεατρικά, Αύγουστο κάποιες παραστάσεις επέστρεψαν σε ανοιχτές σκηνές του Λεκανοπεδίου προσπαθώντας να ολοκληρώσουν την περιοδεία τους. Μία από αυτές ήταν η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, που σκηνοθέτησε ο Θέμης Μουμουλίδης, παράσταση που συνάντησα στο Δημοτικό Θέατρο Ηλιούπολης, που φιλοξένησε πολλές από τις παραστάσεις που πραγματοποιήθηκαν φέτος.
Πρώτη εικόνα κάθε παράστασης, περιμένοντας ν' αρχίσει, είναι το σκηνικό, που ήταν εξαιρετικά λιτό, φτιαγμένο για τις ανάγκες μιας περιοδείας (μεταφορές, διαφορετικές σκηνές, κ.λπ.): έξι καρέκλες και τέσσερα τετράγωνα σκαμπό στη μέση της σκηνής που χωρίζονταν και ήταν το κινητό μέρος του σκηνικού, κι έγιναν θρόνος, βάθρο, πλάτωμα... Και κάπου ριγμένο ένα παλτό σε σχήμα σώματος, που προφανώς παρέπεμπε στο νεκρό και άταφο σώμα του Πολυνείκη.
Μία από τις αναγκαστικές λύσεις των φετινών παραστάσεων ήταν οι πολλαπλοί ρόλοι που έπαιζαν οι ηθοποιοί. Έτσι όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης (πλην της Ιωάννας Παππά και του Γιώργου Χρυσοστόμου) έγιναν και ο χορός των γερόντων της τραγωδίας, κάτι που δηλώθηκε με τη χρήση ενός μπαστουνιού. Και η πασίγνωστη ιστορία της Αντιγόνης και της διαμάχης της με την εξουσία του Κρέοντα ξεκινάει. Και περνάει καθαρά στην πλατεία χάρη και στη μετάφραση (βατή και κατανοητή) της Παναγιώτας Πανταζή. Και η ιστορία της Αντιγόνης και της μάχης των ηθικών αξιών με τις κοσμικές αξίες συνεχίζεται έτσι όπως την γνωρίζουμε, χωρίς σκηνικές εκπλήξεις: με τον αυταρχικό, ισχυρογνώμονα και αλαζόνα Κρέοντα, με την παθιασμένη και ορμητική Αντιγόνη, με δύο ισχυρές προσωπικότητες δηλαδή που δεν παίρνουν από ψύχραιμα λόγια, που δεν συναντούνται στον ορθό λόγο. Η θερμοκρασία ανεβαίνει με τον ερχομό του Αγγελιαφόρου (Μάνος Καρατζογιάννης) που έχει το βαρύ φορτίο να ενημερώσει τον Κρέοντα ότι κάποιος παρέβη τη διαταγή του. Ο Μάνος Καρατζογιάννης κατάφερε να δώσει με τρυφερό κωμικό στοιχείο το φόβο και το δέος που συνοδεύουν τον άμοιρο φρουρό και να αναδείξει την απλοϊκότητά του.
Όσο κορυφωνόταν η τραγωδία τόσο περισσότερη ήταν η κίνηση και η κινητικότητα επί σκηνής. Μόνο που αυτό ακριβώς το σημείο, η κίνηση, ήταν ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της παράστασης. Ακατανόητα τρεχαλητά σε άκαιρες στιγμές (όπως του Κρέοντα όταν μαθαίνει ότι ο γιος του, Αίμων, αυτοκτόνησε), στάσεις σωμάτων που δεν συμβάδιζαν με την τραγικότητα των στιγμών (π.χ. η Αντιγόνη λίγο πριν μπει στη σπηλιά-τάφο της).
Η «Αντιγόνη» του Θέμη Μουμουλίδη ήταν μια απλή, κλασική χωρίς ανατροπές, χωρίς αποχρώσεις ερμηνείας στους κεντρικούς ρόλους. Π.χ. ο Κρέων του Γιώργου Χρυσοστόμου κυρίως με τη στάση του σώματος δήλωνε την απελπισία του για όσα συνέβησαν· η Αντιγόνη της Ιωάννας Παππά δεν είχε τις ζητούμενες διακυμάνσεις ανάμεσα στο θυμό και στο συναίσθημα, με την πλάστιγγα να γέρνει κυρίως στο θυμό.
Ο σκηνοθέτης φώτισε ιδιαιτέρως τα δημοφιλή σημεία της τραγωδίας (όπως το χορικό «Ερως ανίκατε μάχαν» που μελοποίησε για την παράσταση ο Σταύρος Γασπαράτος με ξεχωριστή την ερμηνεία του Δημήτρη Σαμόλη), αφηγήθηκε την ιστορία της Αντιγόνης αλλά δεν έφερε κάτι διαφορετικό στους πιο απαιτητικούς θεατές. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έλειψαν οι καλές στιγμές που εντοπίζω στη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, αλλά και σε κάποιες ερμηνείες όπως της Λουκίας Μιχαλοπούλου (που έφερε με ευαισθησία, αισθαντικότητα και σκηνική ωριμότητα τις φρικτές προβλέψεις του Τειρεσία), και της Χριστίνας Χειλά Φαμέλη (Ευριδίκη). Η Ιωάννα Παππά και ο Γιώργος Χρυσοστόμου υπηρέτησαν με επαγγελματισμό τη σκηνοθετική ματιά.
Σκηνοθεσία-Σκηνικό: Θέμης Μουμουλίδης,
Κοστούμια: Παναγιώτα Κοκκόρου,
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος, Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος,
Κινησιολογική επεξεργασία: Βρισηίδα Σολωμού,
Φωτογραφία αφίσας: Νίκος Πανταζάρας,
Φωτογραφίες παράστασης: Αγγελική Κόκκοβε, Βοηθός σκηνοθέτη: Βίκυ Παναγιωτοπούλου,
Ερμηνεύουν: Ιωάννα Παππά (Αντιγόνη), Γιώργος Χρυσοστόμου (Κρέων), Λουκία Μιχαλοπούλου, Δημήτρης Σαμόλης, Μάνος Καρατζογιάννης, Χριστίνα Χειλά Φαμέλη.
Επόμενοι σταθμοί περιοδείας
8/9 Βεάκειο, Πειραιάς
9/9 Αμφιθέατρο Αχαρνών «Μίκης Θεοδωράκης, Αχαρνές
13/9 ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΤΡΑΣ, Πετρούπολη
17/9 Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου