Θυμάμαι κάθε δευτερόλεπτο από τον Γλάρο. Πίστεψα πως δεν θα μπορούσα να ξεπεράσω τέτοια επαφή με εργασία του. Είμαι από αυτούς. Ποιος με ρώτησε; Κανείς. Και μετά χάζεψα εδώ, ξεχάστηκα εκεί. Όση ώρα περνούσε, αυτός «διέσχιζε» τον Ατλαντικό, Νέα Ορλεάνη, παλιό Χόλυγουντ, δαίμονες, πρότυπα ασήκωτα, τα πήρε και τα σήκωσε, όμως, τα είπε αλλιώς, τα έκανε δικά του, άντε πάλι φτου και από την αρχή. Κόλλημα. Παραλήρημα. Πόσο εύκολο είναι; Δεν είναι! Το λες και αδύνατο! Το Λεωφορείο ο Πόθος γέμισε με αστέρια. Κάπως παρέσυρε πένες και θεατρόφιλες περατζάδες - ακόμη το κάνει, σχεδόν με απόλυτο τρόπο. Τριτώνει το «κακό» παύλα καλό; Αν μετράω σωστά, ναι. Επιστροφή στην Ευρώπη. Βορράς, Νορβηγία. Ίψεν, Έντα Γκάμπλερ. Καλωσήρθες παράξενο παρεξηγημένο μου θρασύ πλάσμα.
«Συχνά σκέφτομαι πως μόνο για ένα πράγμα έχω ταλέντο σ’ αυτή τη ζωή. Να πλήττω μέχρι θανάτου»
Η Έντα Γκάμπλερ και ο Γκέργεν Τέσμαν έχουν μόλις γυρίζει από ταξίδι του μέλιτος. Αυτός είναι ενθουσιασμένος, αυτή βαριέται. Αυτός ασχολείται με συγγράματα για βιοτεχνίες στη μεσαιωνική Φλαμανδία, αυτή με μια ζωή που θα ήθελε να πάει αλλιώς αλλά υποτάχθηκε στο «δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να συμβεί αυτό». Κάπου εκεί κοντά θα υπάρξει ένα δικαστής, μια θεία, ένας πρώην έρωτας που έχασε την ευκαιρία να υποταχτεί στην ομορφιά της πραγματικότητας και του θάρρους που θα όφειλε να κουβαλά, και ένας νέος έρωτας του πρώην έρωτα χαμένος στα δικά του «επιθυμώ άρα υπάρχω». Χειροκρότημα σε μια θεατρική Σκανδιναβία που ενώ αγχώνεται μπροστά στην υπόκλιση ξέρει πώς να αποθεώνει την κάμψη και τη συναισθηματική ανικανότητα.
«Επιτέλους μια πράξη!»
Ώρες μετά και έχεις αποφασίσει πως εδώ, σε αυτή τη λιτή αλλά στιβαρή σαν αιώνιο βράχο πράξη κρύβεται το όποιο κέντρο. Όλοι οι ήρωες την διεκδικούν, την ψάχνουν, την επιθυμούν. Αυτή την ανέλπιδα πράξη. Ένα «επιτέλους κάτι να γίνει» που ο καθένας μεταφράζει όπως θέλει. Η Έντα όμως κάθεται πιο επιτακτικά απέναντι σε αυτή της την ανάγκη, η λύσσα της γίνεται κραυγή, κανείς δεν την ακούει, δεν τη νοιάζει, το μόνο που την απασχολεί είναι να γίνουν λέξεις οι επόμενες σκέψεις της ή έστω επιφωνήματα σαν ρωγμές στο χρόνο που δεν δείχνει να περνά.
Η Έντα Γκάμπλερ, μια δημιουργία του 1890, είναι ένα παράξενο πλάσμα. Το είπαμε; Ναι! Αισθάνεται χιλιάδες υποχρεώσεις για τον εαυτό της. Μισεί την κανονικότητα στον περίγυρο της. Απεχθάνεται την «αποστολή» που γεννά η φύση της στο άλλο φύλο. Δεν το ξέρει, αλλά είναι κάποια που θα έπρεπε να ζει δεκαετίες μετά. Είναι μια γυναίκα εγκλωβισμένη. Οι σκέψεις της, απόλυτες τις περισσότερες φορές, είναι ακατανόητες γιατί δεν ταιριάζουν σε γυναίκα της εποχής της. Είναι άκαμπτη, σκληρή, δεν χαρίζεται. Μοιάζει να μην έχει ενσυναίσθηση - η προσπάθεια της για κάποιου είδους επαφή «χτυπά» πάνω στον ακατανόητο, ακόμη και στην ίδια, συναισθηματισμό.
Η Έντα Γκάμπλερ της Ανθής Ευστρατιάδου είναι ένα εύθραυστο αποφασισμένο πλάσμα, που αποκαλύπτει την (κρυμμένη) αγριάδα του λέξη με τη λέξη. Η οργή της Έντας/Ανθής κρύβεται μέσα σε έναν απρόσμενο διάχυτο ρομαντισμό. Κοιτά μέσα από αυτόν, προς τα έξω, επιλεκτικά. Διαλέγει τις εμφανίσεις του θυμού πολύ προσεκτικά. Και πηγαίνει κόντρα σε αυτές - σε μια από τις πιο όμορφες στιγμές, θα βάλει το πιο δυνατό κομμάτι που έχει η δισκοθήκη της στο πικάπ και θα κάτσει ακίνητη στην καρέκλα, η ένταση θα μπορούσε να διαλύσει όλο το σπίτι, τη νιώθεις, δεν τη βλέπεις, είναι εκεί, δεν έχεις καμία αμφιβολία. Είναι απολαυστικό να τη βλέπεις πώς «ανοίγει» μία- μία τις αρωματισμένες φλούδες που σχεδιάζουν την παρουσία της. Ο Ίψεν έχει γράψει ολόκληρες σελίδες για το ποιόν της ηρωίδας του. Η Έντα αποτελεί μια από τις πιο σκοτεινές φιγούρες του. Η Έντα αγκαλιάζει την αυτοκαταστροφή με αποφασιστικότητα, θεωρεί πως μάλλον θα ήθελε να ζήσει τη ζωή της σαν άντρας. Αλλά η εποχή δεν της το επιτρέπει. Γι’ αυτό και στο τέλος επιλέγει τη «φυγή». Αν δεν μπορώ να είμαι «εγώ», γιατί να είμαι αυτό που θα επιλέξουν οι άλλοι;
Οι άλλοι εντωμεταξύ -Έκτορας Λιάτσος, Φιντέλ Ταλαμπούκας, Ιωάννα Δεμερτζίδου, Τζωρτζίνα Δαλιάνη- μοιάζουν έτοιμοι για αυτή τη θεατρική στιγμή. Βουτούν στα φωνήεντα και τα σύμφωνα με τρυφεράδα, φροντίζουν τις εντάσεις τους με σεβασμό, απολαμβάνουν ευδιάκριτα τη σκηνή. Θα βάλω όμως ένα τσικ παραπάνω τον αδίστακτο Δικαστή Μπρακ του Χρήστου Λούλη. Η τεχνική, η άνεση, οι τονισμοί, η συναισθηματική καθαρότητα της χροιάς της φωνής, είναι σταθερές κατακτήσεις του, δοσμένες για μια ακόμη φορά απλόχερα και γενναιόδωρα.
«Με τον καιρό υποτάσσεται κανείς πάντα στο αναπόφευκτο»
Σκέφτομαι και πάλι πως μ’ αρέσει ο Καρατντζάς μέσα στις αντιφάσεις του και τα ρίσκα του. Του βγαίνουν, δεν του βγαίνουν, πάντα τολμά να αφουγκραστεί την ιστορία από μια άλλη πλευρά. Και να τη ραντίσει με μια συναρπαστική εκλεπτυσμένη κωμικότητα. Και αυτό το ξεχωρίζω πάντα στα στοιχεία του. Ξέρει επίσης από «πρίζες» και «καλώδια». Πώς να τα συνδέει. Πώς να τα πυροδοτεί με ενέργεια. Εδώ τοποθετεί τους ήρωες του συχνά με την πλάτη στο κοινό. Τους στριμώχνει στους τοίχους, τους γυρίζει δεξιά, τους γυρίζει αριστερά. Σπάει τη «συνομιλία» με τον θεατή, πιάνεις τον εαυτό σου αυθόρμητα να σκύβει μπροστά για να πιάσει τους ψίθυρους που κρύβουν οι διάλογοι. Και αυτό δεν ενοχλεί. Το αντίθετο. Είναι το λόττο που κερδίζεις ανέλπιστα.
Στα κερδισμένα βάλε και το για μια ακόμη φορά λειτουργικό και ευφυές σκηνικό της Μαρίας Πανουργιά. Ένα σπίτι in progress, μια βίλα γιαπί, ένα ρευστό περιβάλλον, δυο τρία έπιπλα, ένα πικάπ, μια συλλογή από όπλα στον -μόνο- βαμμένο τοίχο, ένα θερμαντικό σώμα και, κυρίως, αυτό το απίθανο πορτάκι και ό,τι φαίνεται μέσα από αυτό, στο μέτρο που φαίνεται (μια ευθεία παραπομπή στα εσώψυχα της κεντρικής ηρωίδας), συνθέτουν ένα λιτό αλλά κέραιο σκηνικό πάνω στο οποίο οι ασθμαίνουσες φράσεις θα αφεθούν σε απανωτά μπρα ντε φερ.
Όταν τελειώνει η παράσταση, παθαίνω αυτό που παθαίνεις πάντα μετά από παραστάσεις που σου μιλάνε. Θες να βρεις κόσμο, να μάθεις, να καταλάβεις, αν αυτό που σου μίλησε μίλησε και σε άλλους. Αν πεις άντε γεια και στρίψεις στη γωνία κι εξαφανιστείς, άστο πάμε για άλλα, ήπιες το αμίλητο και δεν το κατάλαβες. Ή το κατάλαβες δηλαδή (κλείσιμο ματιού). Στέκομαι και μιλάω. «Τι σου συνέβη;» «Κάτσε και θα στα πω!» Όλοι είναι εκεί, κανείς δεν φεύγει.
Η Γιώτα θα μου πει πως όταν ήταν μικρή, η μητέρα της την πήγε να δουν το ίδιο έργο με Έντα Γκάμπλερ τη Τζένη Καρέζη. Δεν θυμάται τίποτα. Αναρωτιέμαι πως να ‘ταν.