Οι τελευταίες πρόβες γίνονται σε πλήρη σύνθεση, με στημένα τα σκηνικά, με τους συντελεστές του έργου να πέρνουν τη θέση του κοινού, ώστε η πρόβα να προσομοιάζει σε συνθήκες παράστασης. Ο Γιώργος Οικονόμου, ο σκηνοθέτης, κάθεται στην τελευταία σειρά. Μιλάει με το φωτιστή, προσαρμόζουν κάθε τόσο τα φώτα, κάποια στιγμή σβήνουν τελείως. Η πρόβα σταματάει, ο Γιώργος Οικονόμου ζητάει συγγνώμη από τους ηθοποιούς του, το λάθος διορθώνεται και η Τζένη Θεωνά συνεχίζει απερίσπαστη το μονόλογό της, χωρίς η συγκέντρωσή της να επηρεαστεί από τη διακοπή. Η παράσταση Fool For Love θα παίζεται μέχρι τις 27 Δεκεμβρίου στη Β' Σκηνή του Θεάτρου Άλμα και όλοι είναι έτοιμοι για την τελική τους ευθεία. Όταν η πρόβα τελειώνει, ο Γιώργος Οικονόμου χειροκροτά χαμογελαστός, και ρωτάει τον Βασίλη Παλαιολόγο πόσο διήρκεσε συνολικά η πρόβα. Η απάντηση «Μία ώρα και δέκα λεπτά» φαίνεται να τον ικανοποιεί, και ζητάει από όλους τους θεατές να τον αφήσουν για δέκα λεπτά μόνο με τους ηθοποιούς του. Όταν η συζήτησή τους τελειώνει, ο σκηνοθέτης έρχεται να με συναντήσει στο αίθριο του θεάτρου, ώστε να μου μιλήσει για την παράσταση αυτή λίγες ώρες πριν το άνοιγμά της στο κοινό.
Το έργο Fool For Love, του Αμερικανού συγγραφέα Sam Shepard, είναι ένα γουέστερν της σύγχρονης εποχής, ένα ροντέο δωματίου, που αποτελεί μία ματιά ακριβείας στην αμερικανική οικογένεια της χαμένης Δύσης. Το δωμάτιο του άθλιου μοτέλ που διαδραματίζεται όλη η ιστορία είναι χιλιάδες μίλια μακριά από την αθηναϊκή πραγματικότητα, και έτσι η πρώτη μου ερώτηση στον Γιώργο Οικονόμου ήταν απλή: γιατί αυτό το έργο; «Είναι ένα έργο το οποίο το ήξερα από πάντα, έπεσα πάνω του τελείως τυχαία, σε ένα βιβλιο που είχα βουτήξει από τη βιβλιοθήκη της δραματικής σχολής. Το ξαναδιάβασα, το βρήκα συναρπαστικό, με μία διαχρονική θεματολογία. Μου άρεσε επίσης και η δομή, το γράψιμο, η κατασκευή, η τόλμη του συγγραφέα... και μου αρέσουν πάντα τα έργα που μπαίνουν σε μία συνεχή κορύφωση και συνεχίζουν να κορυφώνονται, οπότε υπάρχει το στοίχημα του μέχρι πού μπορούν να πάνε. Επίσης, μου αρέσουν πολύ τα έργα που αναδεικνύονται από την ερμηνεία των ηθοποιών, που σου δίνουν ένα υλικό για να δουλέψεις με τους ηθοποιούς. Γουστάρω το Sam Shepard με χίλια, και ως συγγραφέα, και ως σκηνοθέτη, και ως ηθοποιό, και ως περσόνα. Είναι ένας άνθρωπος που τόλμησε να βουτήξει με έναν πιο αληθινό και καίριο τρόπο στην αμερικάνικη μυθολογία. Νομίζω ότι όταν βουτάς στους μύθους, γίνεσαι διαχρονικός. Όσοι συγγραφείς τολμούν να πιάσουν μυθικές και αρχετυπικές καταστάσεις, γίνονται κλασικοί, αρκεί να έχουν βέβαια το συγγραφικό ταλέντο».
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από δύο κεντρικούς χαρακτήρες, τη Μέη και τον Έντι, που ζουν εδώ και 15 χρόνια έναν έρωτα μοιραίο και γεμάτο συγκρούσεις, προκαθορισμένο από την παιδική τους ηλικία και από τις περίπλοκες οικογενειακές ιστορίες τους. Την πλοκή εμπλουτίζει η αινιγματική φιγούρα του Old Man, και ο Μάρτιν, ο άγνωστος, που μπαίνει στην ιστορία τυχαία.
Η οικογένεια, το πάθος και η βία είναι οι θεματικές που συνθέτουν την ιστορία, η οποία, ακόμα κι αν εκτυλίσσεται σε ένα μακρινό τόπο, ο Γιώργος Οικονόμου θεωρεί ότι μπορεί να επικοινωνήσει άψογα με την ελληνική πραγματικότητα. «Και οι Έλληνες ερωτεύονται, έχουν πάθη, κατασπαράζονται από τον έρωτα. Και στην Ελλάδα η οικογένεια -γιατί αυτά λέγονται οικογενειακά έργα- μπορεί να είναι από παρηγορητική μέχρι βάναυση. Οπότε νομίζω ότι δεν είναι τόσο πολύ το τοπίο... Η θεματολογία του είναι απολύτως διαχρονική, και το φινάλε παραπέμπει απολύτως στους πιο δυνατούς αρχαίους ελληνικούς μύθους. Παρ’ όλη την απλή του γραφή ο Shepard ήταν ένας βαθύς διανοούμενος του θεάτρου».
Ο Sam Shepard άφησε την τελευταία του πνοή τον Ιούλιο, λίγο καιρό αφού ο Οικονόμου είχε κλείσει το συγκεκριμένο έργο για να ανεβεί στο Θέατρο Άλμα. Η συγκυρία έφερε ένα πρόσθετο βάρος στην παράσταση και στον ίδιο της το σκηνοθέτη. «Με τρόμαξε, γιατί αυξάνεται πάρα πολύ η ευθύνη , όταν ο συγγραφέας έχει μόλις πεθάνει. Κάπως έχεις μία αίσθηση, -ίσως είναι χαζό- όταν έχει μόλις φύγει ένας συγγραφέας, ότι μεγαλώνει η ευθύνη να είσαι καλλιτεχνικά κοντά του. Είναι μία πρόκληση, που μακάρι να μην είχε προκύψει».
Η συνθήκη αυτή έκανε τον Shepard να είναι πολύ σημαντικός ήρωας στην ίδια την πλοκή του έργου, και ο σκηνοθέτης θεωρούσε πως αν έβλεπε την παράσταση, θα ήθελε να μάθει ελληνικά: «Θα έβλεπε το έργο του σε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα γλώσσα, με μοναδικό ήχο, που εξυπηρετεί τα συναισθήματά του, και έχει ως ρίζα τα αρχαία ελληνικά, στα οποία παραπέμπει απόλυτα το έργο του». Η συγκεκριμένη παράσταση ξεχωρίζει από όσες άλλες έχει σκηνοθετήσει ο Γιώργος Οικονόμου, γιατί εντοπίζει σε αυτήν την «πρόκληση του απόλυτου ρεαλισμού», που τον αφήνει να δουλεύει χωρίς δίχτυ ασφαλείας. «Κυνηγάς αυτό το οποίο κατά τη γνώμη σου είναι αληθινό, ενδιαφέρον, και ψυχαγωγικό... ας μη γινόμαστε και τόσο βαρύγδουποι!».
Περιμένοντας την πρεμιέρα, δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η απήχησή της στο κοινό («όποιος επιχειρεί να προβλέψει πριν την πρεμιέρα πώς θα πάει μία παράσταση ή μια ταινία, κάνει μεγάλο φάουλ», εξηγεί) και νιώθει τη γνωστή αγωνία της στιγμής που η παράσταση θα φύγει από τα χέρια του, και θα μπει ο «πέμπτος θεατής» να την παρακολουθήσει.
Δουλεύοντας με ένα σταθερό τιμ συνεργατών εδώ και δέκα χρόνια, τους οποίους θεωρεί εξαιρετικούς καλλιτέχνες και καλούς φίλους, ο σκηνοθέτης λειτουργεί σε ένα πλαίσιο που γνωρίζει καλά - όμως, το να κάνει θέατρο στην Ελλάδα του σήμερα δεν είναι ποτέ εύκολο. «Αν κάνεις μία δική σου παραγωγή, σου φεύγει ο πάτος, και από την κούραση και από την αγωνία. Είναι ακριβό άθλημα, και δεν ξέρεις ποτέ πώς θα λειτουργήσει μία παράσταση με το κοινό. Δεν θεωρώ όμως ότι είναι πολύ διαφορετικη η διαδικασία να ανεβάσεις μία παράσταση στην Ελλάδα σε σχέση με το εξωτερικό. Η δυσαναλογία είναι πολύ πιο μεγάλη στο σινεμά και την τηλεόραση. Πιστεύω ότι το θέατρο είναι σπορ ηθοποιών και ανθρώπων καλλιτεχνικής συνεισφοράς: και εμείς έχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς και ανθρώπους του θεάτρου, το υλικό της χώρας ιδίως στη νεότερη γενιά, είναι πάρα πολύ δυνατό».
Ενώ μιλάμε, ο Γιώργος Κέντρος ετοιμάζεται να φύγει, και ο Οικονόμου τον ρωτάει πώς νιώθει. Ο ηθοποιός μοιράζεται τις ανησυχίες του για τις στιγμές της ερμηνείας του που δεν τον ικανοποίησαν, και ο σκηνοθέτης του τον διαβεβαιώνει πως θα βρει τη λύση σύντομα, και πως είχε σπουδαίες στιγμές στη σημερινή του πρόβα. Ο Κέντρος φεύγει από το θέατρο και, γυρίζοντας στη συζήτησή μας, ο Οικονόμου εξηγεί ότι κάνει θέατρο γιατί «αυτό ξέρω να κάνω, όσο το ξέρω. Αυτό ξέρω και δεν ξέρω να κάνω. Δεν έχει πάψει ποτέ να με ενδιαφέρει η πρόκληση του θεάτρου: το "αυτό ξέρω να κάνω" ακούγεται υπερφίαλο, είναι αλήθεια...».
Όταν τον ρωτάω τι θα έλεγε σε ένα δυνάμει θεατή, για το γιατί να έρθει να δει την παράσταση, ο σκηνοθέτης σηκώνεται και λέει γελώντας: «Ε, να κόψουμε και κανένα εισιτήριο βρε παιδιά!». Η συζήτησή μας έχει τελειώσει, και είναι βέβαιο πως όποιος έρθει να δει αυτήν την παράσταση, θα τα πάει πολύ καλύτερα στο να εξηγήσει τους λόγους που αξίζει να την παρακολουθήσει κανείς.
Η παράσταση Fool For Love παίζεται στη Β' Σκηνή του Θεάτρου Άλμα Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή έως τις 27 Δεκεμβρίου. Αναλυτικές πληροφορίες για ώρες παραστάσεων και εισιτήρια μπορεί κανείς να βρει εδώ.