Από τις εκατοντάδες πρεμιέρες που αποτελούν ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των χαλεπών καιρών που διανύουμε θεατρικά και όχι μόνον, πολλές, πάρα πολλές, αφορούν μονολόγους. Οι λόγοι είναι προφανείς. Ο πρώτος, οξύτατος και εν μέρει κατανοητός, είναι η οικονομική δυσπραγία: όσο πιο ολιγοπρόσωπο είναι ένα έργο, τόσο οικονομικότερη συνήθως κι η παραγωγή του, και λιγότερα πρόσωπα από ένα δεν μπορείς να έχεις – ερώτημα κι αυτό, βέβαια: είναι θέατρο άραγε το Stifters Dinge του Heiner Goebbels, ή η απουσία ζωντανού σώματος από τη σκηνή μας υποχρεώνει να το κατατάξουμε στην κατηγορία της εγκατάστασης, ελληνιστί installation; Ας μην μπούμε τώρα όμως σε τέτοια συζήτηση. Ένας άλλος λόγος είναι πως τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι του θεάτρου στρέφονται όλο και περισσότερο προς τη λογοτεχνία, μη αρκούμενοι στα αμιγώς θεατρικά κείμενα, και είναι σαφώς πιο εύκολο να απομονώσει κανείς ένα χαρακτήρα μυθιστορήματος δημιουργώντας (;) ένα μονόλογο, παρά να διασκευάσει ολόκληρο το ογκώδες κείμενο για το θέατρο. Ένας τρίτος λόγος είναι πως πολλοί ηθοποιοί, συχνά νεαροί, θεωρούν τη φόρμα του μονολόγου ως την καταλληλότερη για να αναδειχθεί η υποκριτική ικανότητα, το ταλέντο, η δεξιοτεχνία τους ή ό,τι άλλο, χωρίς να συνειδητοποιούν συνήθως τι φίδι βάζουν στον κόρφο τους.
Ο λόγος είναι απλός, κι οι καλοί ηθοποιοί τον ανακαλύπτουν με την εμπειρία, τον διαισθάνονται με το ένστικτο ή, οι πιο τυχεροί από αυτούς, τον διδάσκονται εξ αρχής: μονόλογος απλώς δεν υπάρχει. Είναι χρυσός κανόνας του θεάτρου πως μόνος του δεν παίζει κανείς, πάντα με τους άλλους παίζει, κι αυτός ο κανόνας είναι απαράβατος, είτε βρίσκονται κι άλλα πρόσωπα επί σκηνής είτε όχι. Την ενέργεια που του προσδίδει η θέαση, ο ηθοποιός τη διαχειρίζεται ανταλλάσσοντάς την με άλλους. Όταν δεν το κάνει προκύπτουν αυτές οι απομονωμένες επιδειξιομανείς ερμηνείες, όπου ο ηθοποιός προσπαθεί να δείξει σε όλους, και στον εαυτό του, τι καλά που παίζει – χωρίς δυστυχώς να συνειδητοποιεί το αποτέλεσμα. Όταν πρόκειται για μονολόγους, είναι ακριβώς αυτοί που προκαλούν αφόρητη πλήξη στους θεατές ή γίνονται αστεία σε επιθεωρήσεις και κωμικά σήριαλ.
Η Μαρία Πρωτόπαππα στην Έμμα, επέτυχε το ακριβώς αντίθετο: έδωσε ένα μάθημα, ένα υπόδειγμα για το πώς ακριβώς ερμηνεύεται ένας τέτοιος ρόλος. Από την πρώτη στιγμή, αυτή της εισόδου του κοινού στη μικρή αίθουσα, εκείνη, ήδη στη σκηνή, έκανε τις ασκήσεις, το ζέσταμά της, χωρίς να το επιδεικνύει, χωρίς να το «παίζει», αλλά και χωρίς να το κρύβει. Έτσι και συνέχισε καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ήταν κάθε στιγμή παρούσα, μαζί μας. Ούτε στιγμή το βλέμμα της δεν θόλωσε κοιτάζοντας το υπερπέραν, ποτέ δεν κλείστηκε στον εαυτό της για να μας επιδείξει πόσο την απορροφά η κατάσταση που υποδύεται, πόσος έχει γίνει ο ρόλος κι άλλες τέτοιες σαθρές μεταφυσικές ερμηνείες ενός παρελθόντος που έχει, ευτυχώς, παρέλθει ανεπιστρεπτί. Διαρκώς απευθυνόταν κάπου: σε μένα, στο διπλανό μου, σε κάποιο πρόσωπο δικής της επιλογής που δεν γνωρίζω και δεν με αφορά. Καμιά σημασία δεν έχει. Ούτε καν η ίδια η ιστορία που αφηγείτο δεν ήταν το σημαντικό, παρά μόνο το ίδιο το γεγονός της αφήγησής της, αυτό που μας πάει πίσω στις απαρχές του θεάτρου, όταν σε κάποια τελετουργία ο υποκριτής βρέθηκε μόνος του απέναντι στους άλλους, σφραγίζοντας ταυτόχρονα και τη μοίρα του.
Δεν αναλώθηκε σε υπερβολικές σωματικές δράσεις, δεν κατέφυγε σε αλλεπάλληλες, περιττές αλλαγές κοστουμιών ή σκηνικών, μόνο στις λίγες και καίριες που η ίδια θεώρησε απαραίτητες. Κι η ερμηνεία της ήταν αυτή που μας κράτησε επί μία ώρα δέσμιους, όχι με το ελάχιστο, αλλά με το ουσιώδες. Τα αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία της Έμμα Ρέγιες που επέλεξε εντοπίστηκαν κυρίως στην παιδική ηλικία. Παρόλο που πολλά σημεία προσφέρονταν για κάτι τέτοιο, ποτέ δεν υπέπεσε σε μια εύκολη συγκινησιοκρατία. Ούτε κι επέμεινε ιδιαιτέρως στη λατινοαμερικάνικη προφορά, λίγο στην αρχή, κυρίως με τη μουσικότητά της, σαν παιχνίδι. Η Μαρία Πρωτόπαππα απέφυγε συνειδητά όλες τις ευκολίες, αλλά και τους εντυπωσιασμούς, στους οποίους άλλοι συνάδελφοί της θα πατούσαν. Η ουσία θριάμβευσε. Θα το ξαναπώ: η ίδια η πράξη της αφήγησης, το ήθος κι η ακρίβεια με την οποία τελέστηκε, υπήρξε απείρως σημαντικότερη από το αφηγούμενο περιεχόμενο.
Ίσως η καλύτερη γυναικεία ερμηνεία που είδα φέτος. Βαριά η κουβέντα που θα πω, πολύ βαριά, αλλά νομίζω πως ο Λευτέρης Βογιατζής θα την καμάρωνε. Ίσως όχι για το κείμενο που επέλεξε, αλλά σίγουρα για τον τρόπο που το υπηρέτησε.